Σάββατο 21 Ιουλίου 2012

Μετά το Συμβάν




Του Πέρρυ Άντερσον
Η κριτική λειτουργεί ως οξυγόνο της αναστοχαστικότητας με τον ίδιο τρόπο που ο χρόνος λειτουργεί ως έλεγχος της διανοητικής ή της πολιτικής κρίσης. Θα αποπειραθώ να επιχειρηματολογήσω για το κάθε ένα από αυτά, απαντώντας σε τρεις κριτικές, όλες αιχμηρές, για το βιβλίο μου The New Old World. Πρώτα, αναφορικά με τη φόρμα του, για την οποία ο Φίλιπ Σμίτερ τοποθετεί μια διακριτική αιχμή. Με ποιον τρόπο το βιβλίο πρέπει να ταξινομηθεί; Είναι επαρκώς συνεκτικό ώστε να είναι επιδεκτικό σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη ταξινόμηση; Καταλήγοντας στο ότι θα ήταν ενδεχομένως προτιμότερο να υπαχθεί στην κατηγορία των θεωρητικών έργων σχετικά με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, αυτός παραδέχεται ότι δυσκολεύεται να κατανοήσει για ποιο λόγο, σε αυτήν την περίπτωση, ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου πρέπει να καταπιάνεται με μελέτες των πρόσφατων ιστοριών της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας, της Κύπρου και της Τουρκίας. [1] Έχει βέβαια δίκιο πως ο τρόπος με τον οποίο κινείται η ανάλυση στο The New Old World, η οποία μεταβαίνει από την υπερεθνική κλίμακα στην εθνική και πίσω στην υπερεθνική, είναι μάλλον ασυνεχής παρά ομαλός. Τα διαφορετικά επίπεδα της πραγμάτευσης αντιπαραβάλλονται, δεν συναρθρώνονται. Ως προς αυτό, ωστόσο, θα μπορούσε να υποστηριχτεί πως αυτά αντανακλούν τη διάζευξη μεταξύ των δύο επιπέδων της ευρωπαϊκής πολιτικής κατά τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου, μεταξύ των οποίων υπήρχε μια ελάσσων σύνδεση, ένα κενό το οποίο τώρα γεφυρώνεται. Αλλά το ερώτημα του Σμίτερ μπορεί να τεθεί και ως εξής: για ποιο λόγο ένα έργο για την ιστορία της ΕΕ, κατέρχεται από την κλίμακα της Ένωσης για να καταπιαστεί με τις εξελίξεις εντός των επιμέρους χωρών;