ANTI E.E.


Ο ευρωπαϊσμός στρατηγική αποτυχία της ελληνικής Αριστεράς

Γραμμένο από Γιώργος Τσίπρας Δευτέρα, 19 Δεκέμβριος 2011 11:44
Ένα στοίχημα που δεν τέθηκε και δεν παλεύτηκε ποτέ. Του Γιώργου Τσίπρα
Ο ευρωπαϊσμός υπήρξε, στο οικονομικό πεδίο, κύρια στρατηγική επιλογή της άρχουσας τάξης στην Ελλάδα. Η εφαρμογή της καθόρισε κομβικά την μεταπολιτευτική πορεία της χώρας. Ο νεοφιλελευθερισμός αλά ελληνικά είχε ως πολιτικό και ιδεολογικό όχημα την E.E. και τον ευρωπαϊσμό. Οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις που μεταμόρφωσαν το κοινωνικό τοπίο, η αλλαγή της ταξικής σύνθεσης, ο παραγωγικός προσανατολισμός και εξειδίκευση στο διεθνή καταμερισμό εργασίας, η αποσάθρωση της παραγωγικής βάσης, είχαν ως όχημα και προοπτική τον ευρωπαϊσμό. Σε δυο φάσεις, πριν και μετά το ευρώ. Η δυσμενέστατη για τις υποτελείς τάξεις αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου, η διαμόρφωση μιας δυαδικής κοινωνίας και καταστροφή της, περπάτησαν στο όνομα της ενωμένης Ευρώπης. Η κατάκτηση της ηγεμονίας μέσα στην κοινωνία από τον αστισμό, η συνολική από τη μεταπολίτευση μέχρι το 2009 τροποποίηση του συσχετισμού δύναμης, ιδεολογικού, πολιτικού, κοινωνικού, σφραγίστηκε από την εκπλήρωση και ηγεμόνευση της στρατηγικής επιλογής του ευρωπαϊσμού.
Είναι προφανές πως η ιδεολογική ανασκευή του ευρωπαϊσμού και κυρίως η αντίκρουσή του στο πεδίο της πραγματικής πολιτικής αποτελούσε αντικειμενικά ένα εξίσου στρατηγικό στοίχημα για την Αριστερά. Αποτελούσε όρο για μια λαϊκή πολιτική δύναμη που θα ήθελε να αλλάξει τους συσχετισμούς. Το στοίχημα αυτό χάθηκε. Στην πραγματικότητα δεν τέθηκε καν, με σοβαρούς όρους να παλευτεί. Αυτή η στρατηγική αποτυχία της ελληνικής Αριστεράς καθορίζει, κατά κύριο λόγο, τη συνολικότερη ιδεολογική και πολιτική της χρεοκοπία, όπως αυτή εκδηλώνεται τα τελευταία 2 χρόνια.
Η υποστολή των αντιιμπεριαλιστικών καθηκόντων
Τέλη της δεκαετίας του ’80, το ΚΚΕ, συγκροτώντας μαζί με την ΕΑΡ τον ενιαίο Συνασπισμό, έχει ήδη υιοθετήσει την ιδεολογική θολούρα της διεθνούς «αλληλεξάρτησης» που εκπέμπει η Μόσχα, και θα αποδεχτεί και τυπικά την ένταξη στην τότε ΕΟΚ την οποία γλυκοκοιτάζει ο τελευταίος Σοβιετικός ηγέτης Γκορμπατσόφ, που φαντασιώνεται ότι η Σοβιετική Ένωση θα συγκροτήσει μαζί της ενιαίο οικονομικό χώρο. Τμήματα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς θα διακηρύξουν σε διάφορους τόνους το ξεπερασμένο της λενινιστικής αντίληψης του ιμπεριαλισμού.
Τα επόμενα χρόνια, για ένα μεγάλο μέρος αυτής της Αριστεράς η έξοδος από την E.E. είτε δεν υποστηρίζεται καθόλου είτε ταυτίζεται περίπου με τη διάλυση της E.E. ή με τη σοσιαλιστική επανάσταση στην Ευρώπη, δηλαδή πρακτικά δεν αποτελεί πολιτικό στόχο. Πάνω-κάτω σε ανάλογα συμπεράσματα θα καταλήξει και το ΚΚΕ που, παρά την κατεξοχήν και «σκληρά» αντιευρωπαϊκή φιλολογία στον πολιτικό του λόγο, ποτέ μετά το 1988 δεν προέβαλε την έξοδο από την E.E. ως ενδιάμεσο πολιτικό στόχο και ως προοπτική που μπορούσε να υλοποιηθεί χωρίς κατ’ ανάγκη να συμπέσει με τη σοσιαλιστική επανάσταση στην Ευρώπη ή τη λαϊκή εξουσία στην Ελλάδα.

Τόσο για το ΚΚΕ όσο και για το παραπάνω τμήμα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς το «γλυκό δένει» με την επίκληση μιας τάχα ιμπεριαλιστικής ή μικρο-ιμπεριαλιστικής Ελλάδας, ορισμός που παίζει κομβικό ρόλο στις αντιλήψεις αυτές.
Στην άλλη πλευρά των θραυσμάτων του 1988-91, ο ΣΥΝ μετά την αποχώρηση του ΚΚΕ της Παπαρήγα, πηγαίνοντας μακρύτερα από ’κει που βρισκόταν το πάλαι ποτέ ΚΚE. Eσ., υιοθέτησε μια εξαιρετικά δεξιά, σχεδόν σοσιαλδημοκρατική προσέγγιση της E.E.. Δεν είναι ίσως πολύ γνωστό πως η υπερψήφιση του Μάαστριχτ το 1992 δεν ήταν μια δεξιά επιλογή στο φάσμα μόνο της ελληνικής Αριστεράς αλλά και της ίδιας της ευρωπαϊκής Αριστεράς.
Ο ΣΥΝ στην Ελλάδα και η Επανίδρυση στην Ιταλία ήταν τα μόνα κόμματα της Αριστεράς σε ολόκληρη την ΕΟΚ που είχαν υπερψηφίσει το Μάαστριχτ. Ακόμη και οι περισσότεροι Πράσινοι όπως και ορισμένοι σοσιαλδημοκράτες (π.χ. περίπτωση Λαφοντέν) είχαν ταχθεί ενάντια. Παρά την αριστερή στροφή θα παραμείνει προσκολλημένος στην πάση θυσία «Ενωμένη Ευρώπη» και θεωρεί κάθε τι άλλο ως «εθνική αναδίπλωση και απομονωτισμό». Η προσκόλληση αυτή αφορά και το Αριστερό Ρεύμα και μετά το 5ο Συνέδριο του 2007. Ταυτόχρονα θα συναντήσουν την προαναφερθείσα αντίπαλη, αντι-Ε.Ε. πτέρυγα της Αριστεράς, πάνω στο ζήτημα του τάχα επιθετικού, αναβαθμιζόμενου ελληνικού καπιταλισμού.
Ποιο είναι, λοιπόν, το κοινό στοιχείο που κυριαρχεί στο μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής Αριστεράς, ευρωπαϊστές και μη, μετά το 1988-91; Το κοινό στοιχείο ήταν η υποστολή αυτών που αποκαλούνται αντι-ιμπεριαλιστικά καθήκοντα, ιδιαίτερα αυτών που συνδέονται με την πρόσδεση της χώρας στο άρμα της E.E. Η υποστολή αυτή έγινε ταυτόχρονα από πολλούς δρόμους, φιλοευρωπαϊκά και αντιευρωπαϊκά, σοσιαλδημοκρατικά και αντικαπιταλιστικά και αντιεξουσιαστικά, συντηρητικά και υπερ-ριζοσπαστικά κ.λπ.
Σήμερα, λίγο πριν την καταστροφή, αναγνωρίζεται από όλο και περισσότερους πως ο αντιιμπεριαλισμός αποτελεί βασικό πυλώνα μιας δύναμης αντίστασης, πως δεν εξαντλείται στην αντίθεση σε επεμβάσεις, στις νατοϊκές βάσεις κ.λπ. Αναγνωρίζεται στο χρέος και τη θηλιά των χρηματοπιστωτικών αγορών, αναγνωρίζεται στην ανάγκη αποτίναξης του ευρώ και εθνικής νομισματικής πολιτικής, στην επιτροπεία, στην οικονομική κατοχή και στην κατάλυση της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας από την τρόικα κ.ά. Πριν από το σήμερα, ας πούμε το 2008, οι πτυχές αυτές με άλλη μορφή υπήρχαν ή εμφανίστηκαν αίφνης μετά το Μνημόνιο; Οι αντιθέσεις αυτές υπήρχαν, τα αντι-ιμπεριαλιστικά καθήκοντα υπήρχαν;
Ο αντικαπιταλιστικός αγώνας ή αγώνας ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό σε μια χώρα σαν την Ελλάδα είναι αλληλένδετος με τον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα, με τον αγώνα για την αποτροπή της παραγωγικής αποσάθρωσης, ενάντια στο μεταπρατικό προσανατολισμό της χώρας κ.λπ. Το κοινωνικό συμπλέκεται με το εθνικό. Και η αντίκρουση των αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων όλα τα προηγούμενα χρόνια συνδεόταν άρρηκτα με ρήξεις στο πλαίσιο της E.E., τις συγκεκριμένες ρυθμίσεις, συνθήκες και αποφάσεις, μέχρι την απόσχιση και αποδέσμευση της χώρας.
Στον αντίποδα μιας τέτοιας οπτικής, η ίδια η E.E. θεωρείται ακόμη από τον ΣΥΝ «κεντρικό πεδίο σύγκρουσης των δυνάμεων της Ευρωπαϊκής Αριστεράς µε το νεοφιλελευθερισμό». Η E.E. και όχι ο κάθε εθνικός χώρος σε συντονισμό με άλλους.
Αποκορύφωμα αυτής της οπτικής, απαξιωτικής για τους «εθνικούς» πολιτικούς αγώνες και τις δυνατότητές τους, ήταν η απόρριψη (αρχές του 2010) της ιδέας για δημοψήφισμα στη χώρα μας ενάντια στο Σύμφωνο Σταθερότητας με το παράλογο επιχείρημα ότι το Σύμφωνο έπρεπε να το απορρίψουν από κοινού οι λαοί της E.E., αλλιώς η άρνησή του μόνο στην Ελλάδα συνιστούσε εθνική περιχαράκωση. Λες και η ανάπτυξη αγώνων και κινημάτων σε εθνικό επίπεδο δεν είναι η καλύτερη συμβολή στο υποτιθέμενο «κεντρικό πεδίο σύγκρουσης». Λες και ένα ελληνικό «όχι» στο Σύμφωνο Σταθερότητας δεν θα ήταν η καλύτερη συμβολή σε ένα πανευρωπαϊκό «όχι».
Από την άλλη, η οπτική του ΚΚΕ, που θεωρεί τέτοιου είδους δημοψηφίσματα και ενδιάμεσους στόχους περίπου ως διαχειριστικές λύσεις του καπιταλισμού, δεν έχει μεγάλες διαφορές, επί του πρακτέου…
Οι εθνικιστές Ζαπατίστας
Για τους Ζαπατίστας έχουν εκφραστεί διάφορες κριτικές. Κανείς δεν ισχυρίστηκε ποτέ ότι είναι εθνικιστές, της εθνικής περιχαράκωσης κ.λπ. Και όμως: όταν οι Ζαπατίστας γίνονταν παγκόσμια γνωστοί ανήμερα Πρωτοχρονιά του 1994, καταλαμβάνοντας με τα όπλα πόλεις και χωριά στην επαρχία Τσιάπας, ήθελαν να διαμαρτυρηθούν ενάντια στην εφαρμογή της NAFTA, συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου στη Βόρεια Αμερική. Το Μεξικό ανήκει στις 15 ισχυρότερες οικονομίες του πλανήτη, έχει πολύ ανεπτυγμένη βιομηχανία, ισχυρές εξαγωγές κεφαλαίων κ.λπ. Πολλά κινήματα φτωχών αγροτών, κυρίως στη Λατινική Αμερική, θέτουν ζήτημα διατροφικής ή γεωργικής εθνικής αυτάρκειας, ζήτημα που αναδείχτηκε και από το κίνημα της αντι-παγκοσμιοποίησης. Εθνική περιχαράκωση κι αυτό;
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του σύγχρονου παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού είναι η χωρίς προηγούμενο συγκεντροποίηση οικονομικής δύναμης σε υπερεθνικά κέντρα, η διεθνοποίηση κερδών και εθνικοποίηση ζημιών μέσα από τους μηχανισμούς χρέωσης και απελευθέρωσης αγορών, η «βίαιη» εξειδίκευση χωρών που μεγαλώνει την εξάρτησή τους, ο στραγγαλισμός οικονομιών, η εξωτερική επιβολή νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Αν οι άρχουσες τάξεις των χωρών κατά κανόνα (λίγες οι εξαιρέσεις) συναινούν και συμμετέχουν στο παιχνίδι αυτό, οι λαοί των χωρών κατά κανόνα αντιδρούν, αντιμάχονται τις ρυθμίσεις αυτής της διεθνοποίησης.
Η τελευταία έχει ελάχιστα προοδευτικά στοιχεία, με την έννοια της κοινωνικοποίησης των παραγωγικών δυνάμεων σε διεθνή, μάλιστα, κλίμακα. Το αντίθετο. Δεν υπάρχει τίποτε «νομοτελειακό» και καμιά κοινωνικοποίηση σε ένα καταμερισμό που η Ελλάδα παράγει ντομάτες και τουρισμό, η Βουλγαρία software και αλλαντικά και η Γερμανία αυτοκίνητα και υψηλής τεχνολογίας προϊόντα. Η τεχνολογική εξέλιξη επιτρέπει όλο και περισσότερο συγκριτικά με το παρελθόν τη διαφοροποιημένη, σχετικά καθετοποιημένη και σχετικά αυτάρκη παραγωγή κατά τόπους. Αντίθετα, η σύγχρονη υπερεξειδίκευση-μονοκαλλιέργεια, αποκαθετοποίηση και βαθύτερη εξάρτηση ασθενέστερων οικονομιών αποτελεί, κατά κύριο λόγο, πολιτική οικονομική επιλογή των κυρίαρχων της παγκόσμιας οικονομίας. Οι επιλογές αυτές και επιπτώσεις πολλαπλασιάζουν τις αντιθέσεις, δημιουργώντας όρους ευρύτερων κοινωνικών συμμαχιών και μεταβατικών πολιτικών καταστάσεων με ευνοϊκότερους όρους προς την κοινωνική απελευθέρωση για τις καταπιεζόμενες τάξεις. Η αντίθεση προς τη συγκεντροποίηση οικονομικής δύναμης σε διεθνή κλίμακα συμπλέκεται με εσωτερικές ταξικές αντιθέσεις. Η εκ προοιμίου απόρριψη τέτοιων μεταβατικών καταστάσεων ως τάχα «εθνική καπιταλιστική ανάπτυξη» και άλλα παρόμοια αποτελεί μια ρηχή, ανεγκέφαλη φιλολογία για να μη γίνεται τίποτα.
Τέτοιου είδους απόψεις είναι εδώδιμες στην Ευρώπη. Σε όλο τον υπόλοιπο πλανήτη είναι από ανύπαρκτες έως εξαιρετικά περιθωριοποιημένες, που είναι και το λογικότερο. Γιατί στην Ευρώπη; Η ύπαρξη μιας σχετικά ισχυρής Αριστεράς σε πολλές ισχυρές καπιταλιστικές χώρες, μιας Αριστεράς που τμήματά της έχουν επανειλημμένα πάρει φιλο-ιμπεριαλιστικές θέσεις (Γιουγκοσλαβία, ευρωσύνταγμα, Λιβύη κ.λπ.), και που ταυτόχρονα ασκεί έντονη επιρροή στην υπόλοιπη ευρωπαϊκή Αριστερά, ίσως δίνει μια εξήγηση.
Ενώ οι τέτοιες απόψεις σε μια χώρα σαν την Ελλάδα εμφανίζονται ως πολύ αριστερές, πολύ ταξικές και πολύ «δύσκολες», στην πραγματικότητα είναι απλώς πολύ βολικές για τους φορείς τους, στο βαθμό που η υποστολή των αντι-ιμπεριαλιστικών καθηκόντων σημαίνει ακριβώς υποστολή και αποφυγή καθηκόντων, μετώπων, αγώνων κ.λπ. με πρόφαση μια καθαρότητα.
Δανοί και Νορβηγοί: Της εθνικής περιχαράκωσης και καθυστερημένοι
Οι δύο χώρες της Ευρώπης με το ισχυρότερο αντι-E.E. μαζικό κίνημα κατά το παρελθόν ήταν η Δανία, εντός της E.E., και η Νορβηγία, εκτός E.E.. Και στις δύο περιπτώσεις είχαν συγκροτηθεί πλατιά μέτωπα του «όχι», από τα οποία εξαιρούνταν μόνο οι φασίστες, έπαιξαν ρόλο στη συγκρότησή τους αριστερές δυνάμεις και είχαν αξιόλογες επιτυχίες.
Στη μεν Νορβηγία είναι χάρη σε αυτό το κίνημα που η χώρα παραμένει εκτός της E.E. μετά από δύο δημοψηφίσματα, ενώ οι Νορβηγοί που αισθάνονται σήμερα ανακούφιση που δεν βρίσκεται η χώρα τους εντός E.E. είναι περισσότεροι.
Στη Δανία τα επιτυχή για το κίνημα του «όχι» δημοψηφίσματα του 1992 και του 2000 δεν έχουν κρατήσει τη Δανία μόνο εκτός του ευρώ (τα δημοσκοπικά ποσοστά υπέρ του ευρώ έχουν πέσει από το 50% το 2009 σε 35% πρόσφατα) αλλά και εκτός άλλων διατάξεων της Συνθήκης του Μάαστριχτ και επόμενων συνθηκών. Έτσι, η Δανία ενώ συμμετέχει στην E.E. δεν έχει υιοθετήσει το ευρώ, δεν παίρνει μέρος στον ευρωστρατό, δεν δεσμεύεται από το σύνολο της εξωτερικής πολιτικής της E.E., εξαιρείται επιλεκτικά από διατάξεις που αφορούν τη ασφάλεια και συμμετέχει στη Συνθήκη Σένγκεν με διμερείς συμφωνίες (που πρόσφατα ανέστειλε για ένα διάστημα).
Οι περιπτώσεις αυτές δείχνουν περισσότερο από κάθε άλλο παράδειγμα πως ήταν δυνατόν να επιβληθούν από έναν λαό, όπως και στη χώρα μας, διαφορετικές σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση στο εσωτερικό της όπως βέβαια ήταν δυνατόν να επιβληθεί και η μη ένταξη ή η απόσχιση και αποδέσμευση μιας χώρας χωρίς αυτό να συνδυάζεται με κάποια σοσιαλιστική επανάσταση, ενώ πρόκειται για κινήματα με προφανή προοδευτικό, δημοκρατικό χαρακτήρα από τα οποία ο λαός βγήκε, σε κάθε περίπτωση, κερδισμένος.
Το μόνο παράδειγμα που απουσιάζει από τον ευρωπαϊκό χώρο δίπλα σε αυτά της Νορβηγίας και της Δανίας ή της Ιρλανδίας θα ήταν αυτό μιας χώρας που θα είχε αποχωρήσει από την E.E., το πιθανότερο με κάποια αστική κυβέρνηση, αλλά κάτω από την πίεση του λαϊκού κινήματος και σε όφελος του λαού. Ο καθένας αντιλαμβάνεται ότι κάτι τέτοιο μπορούσε, κάλλιστα, να είχε συμβεί. Και αυτό τινάζει στον αέρα πολλές από τις ιδεοληψίες και «στενότητες» που τίθενται σε πολλά ζητήματα από το μεγαλύτερο μέρος της αντι-E.E. και της φιλο-E.E. Αριστεράς στην Ελλάδα. Η οποία, πρέπει να πούμε, δεν έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με την εμπειρία των παραπάνω χωρών. Η εμπειρία τους δείχνει, το δίχως άλλο, πως ένα «όχι» στο ευρωσύνταγμα, ένα επιτυχές μέτωπο άρνησης της αναθεωρημένης Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, ένα όχι στο Σύμφωνο Σταθερότητας, στον ευρωστρατό, στην πώληση της Ολυμπιακής, τότε που ήταν καιρός φυσικά, μπορούσαν να αποτελούν εξαιρετικά σημαντικές νίκες, είτε είχαν απολήξει σε συνολικότερες ρήξεις με την E.E. είτε όχι. Και έτσι θα είχαν χίλιες φορές μεγαλύτερη αξία από όλες μαζί τις διακηρύξεις για το πόσο ταξική, ιμπεριαλιστική και κακή είναι η E.E.
Ο Ασιάτης Νταβούτογλου και ο Ευρωπαίος Ψαριανός
Πολλαπλές ταυτότητες δεν έχει μόνο η Τουρκία του Νταβούτογλου. Η Ελλάδα είναι μια χώρα ταυτόχρονα ευρωπαϊκή, μεσογειακή, βαλκανική και ολίγον ανατολίτικη. Ο περιορισμός της προοπτικής στην ευρωπαϊκή της διάσταση αποτελούσε, έτσι κι αλλιώς, ένα στένεμα δυνατοτήτων. Το σύνηθες ερώτημα «μα Αλβανία θα γίνουμε;» μπορεί να πλέον να απαντηθεί με το ότι γινόμαστε Αλβανία εντός του ευρώ και της E.E. Κι αν δεν μπορούσαμε να έχουμε γίνει Νορβηγία εκτός E.E. μπορούσαμε εκμεταλλευόμενοι τις πολλαπλές μας ταυτότητες και συγκριτικά πλεονεκτήματα να έχουμε υιοθετήσει ένα ανοιχτό αλλά και κλειστό (στους μηχανισμούς απομύζησης και συγκεντροποίησης οικονομικής δύναμης) παραγωγικό μοντέλο και μια πιο πολυδιάστατη θέση στο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Με σοσιαλισμό ή και πριν από το σοσιαλισμό (σκάνδαλο!).
Το πολύ χειρότερο ήταν πως ακόμη και σε αυτή την ευρωπαϊκή μονο-διάσταση, η πρόσδεση στα άρμα της E.E. από τις διαδοχικές κυβερνήσεις μας απομάκρυνε και μας έκανε λιγότερο και όχι περισσότερο κοινωνούς των θετικών και επιτευγμάτων της Ευρώπης. Οι Νορβηγοί, για παράδειγμα, πλησίασαν περισσότερο το ευρωπαϊκό πολιτισμό όντας εκτός E.E. από εμάς. Ο πασοκικός ευρωπαϊσμός ή ευρωπαϊκός πασοκισμός πολλαπλασίασε τις παθογένειες και καθυστερήσεις της ελληνικής κοινωνίας και χώρας. Η διαφθορά γιγαντώθηκε. Η αποβιομηχάνιση κυριάρχησε, ενώ χαρακτηριστικό της Ευρώπης είναι ο βιομηχανικός οικονομικός πολιτισμός της. Οι ενισχύσεις στην ύπαιθρο, κατά γενική ομολογία, έκαναν μεγάλη ζημιά απομακρύνοντας κι άλλο την καθυστερημένη ελληνική ύπαιθρο από την οργανωμένη κοινωνική ζωή στην ύπαιθρο άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Στη σχολική εκπαίδευση δεν πλησιάσαμε π.χ. προς τη Φινλανδία. Αποκτήσαμε μια εκπαίδευση πολύ χειρότερη από αυτή που είχαμε, από τις χειρότερες στην E.E. Και ούτω κάθε εξής, χωρίς να υπάρχει ούτε ένα αντίστροφο παράδειγμα.
Στην Ελλάδα ο λοιδορούμενος «αντιευρωπαϊσμός» υπεράσπιζε την ευρωπαϊκή διάσταση της χώρας και ο ευρωπαϊσμός ενίσχυε τα πιο καθυστερημένα και αρνητικά βαλκανικά και αμιγώς «κωλοελληνικά» στοιχεία. Δεν έσωζε τα προσχήματα από αυτή την άποψη η πιο αρειμάνια ανανεωτική φιλο-E.E. Αριστερά. Τα αντίθετο. Αυτή ήταν σε πολλά βασιλικότερη του βασιλέως.
Κι ενώ ένα ακόμη στοιχείο αυτού του χιλιοτσαμπουνιμένου «ευρωπαϊκού πολιτισμού» είναι τα κράτη που σέβονται τον εαυτό τους (ναι, τα καπιταλιστικά κράτη!) και υπάρχει ανεπτυγμένο το στοιχείο της εθνικής και κρατικής αξιοπρέπειας, αυτός ο υπερ-ευρωπαϊσμός που προτιμά την ενωμένη Ευρώπη ακόμη κι αν κοστίζει στην Ελλάδα και στους εργαζόμενους της Ευρώπης, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με συμπεριφορές που έχουν επιδείξει σε δημοψηφίσματα «καθυστερημένοι» Ευρωπαίοι όπως οι Νορβηγοί, Δανοί, Γάλλοι κ.λπ. Με άλλα λόγια, ο επαγγελλόμενος υπερ-ευρωπαϊσμός πρεσβεύει στην πραγματικότητα το αντίθετό του, δηλαδή έναν επαρχιωτισμό και έναν βαλκανικό ραγιαδισμό του αισχίστου είδους.
Το κεράκι του Πρετεντέρη
Όταν ο γνωστός Πρετεντέρης μας καλούσε το 2009 να ανάψουμε όλοι ένα κεράκι στο ευρώ που μας προστάτευε από την παγκόσμια οικονομική κρίση, είναι βέβαιο πως πολλοί αριστεροί που τον έβλεπαν αγανακτούσαν. Αλλά προς τι; Απαντήθηκε μήπως από την Αριστερά αυτό το απλό που υποστήριζε ο τηλεαστέρας δημοσιογράφος του συγκροτήματος; Όχι. Θα εξηγηθεί γιατί όχι. Η ιδεολογική ηγεμονία του ευρωπαϊσμού ήταν ο οδηγός του κόσμου προς τον γκρεμό στον οποίο πέφτουμε. Κι αν πολύς κόσμος σήμερα πέφτοντας αντιλαμβάνεται πως κάποιο λάκκο είχε η φάβα του ευρωπαϊσμού, δεν ήταν η Αριστερά που του άνοιξε τα μάτια.
Να ανάψουμε ένα κεράκι στο ευρώ σημαίνει πως αυτό μέχρι τώρα μας ευνόησε, μας θωράκισε και, δεύτερο, πως αυτό θα μας προστατέψει στις φουρτούνες. Συνέβη το αντίθετο και στα δύο. Το ευρώ και η E.E. συνολικά αποσάθρωσε την ελληνική οικονομία, τη βύθισε στα ελλείμματα και το χρέος και, κυρίως, είναι η E.E. που θα μας οδηγούσε χειροπόδαρα δεμένους στο Μνημόνιο, την κατοχή και την καταστροφή, ενώ μπορούσαν ακόμη και τότε να υπάρξουν άλλες λύσεις, και ο Πρετεντέρης διαπιστώνει σήμερα πως απέτυχε το μνημόνιο (…).
Η μία πτέρυγα της Αριστεράς υπεράσπιζε το ευρώ, την E.E. και τις θετικές τους επιδράσεις στη χώρα. Άρα, τι να αντιπαραθέσει στο κεράκι του Πρετεντέρη; Επίσης, θεωρούσε ότι η οικονομική κρίση «όπως κάθε κρίση» θα ξεπεραστεί… (αφασία).
Μια άλλη πτέρυγα, είχε μια περίεργη άποψη για τον ελληνικό καπιταλισμό. Τον έβλεπε περίπου επελαύνοντα, αναβαθμισμένο, ακόμη ψηλότερα στην «ιμπεριαλιστική αλυσίδα», σωστό ταύρο. Άρα, ποια αποσάθρωση, ποια υποβάθμιση και βαθιά κρίση; Ίσως περνάμε τη φάση ενός ακόμη οικονομικού κύκλου. Με τις ιμπεριαλιστικές οικονομίες της E.E. υπάρχει λυκοσυμμαχία. Δεν είναι το ευρώ που ευθύνεται, ούτε οι ηγεμόνες της E.E., αλλά το ελληνικό κεφάλαιο που είναι οργανικό και περίπου ισότιμο τμήμα του ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Το οποίο ελληνικό κεφάλαιο, από όλη αυτή την κρίση, μάλλον βγαίνει κερδισμένο και όχι υποβαθμισμένο. Επομένως τι φταίει το ευρώ και τι να αντιπαρατεθεί στο κεράκι του Πρετεντέρη;
Το ερώτημα είναι αν αυτά συνιστούν στοιχείο ιδεολογικής και πολιτικής χρεοκοπίας της Αριστεράς που υπό «κανονικές συνθήκες» θα έπρεπε όλη αυτή η επερχόμενη καταστροφή να επιβεβαιώνει και να εκτοξεύει την πολιτική της γραμμή και ιδεολογική θεώρηση των πραγμάτων. Ρεαλιστικά μιλώντας, τα γεγονότα, ένα προς ένα, διαψεύδουν αυτή την Αριστερά και τις ιδεοληψίες της. Η θεωρητική και πρακτική-πολιτική προσέγγιση της αστικής στρατηγικής του ευρωπαϊσμού, ένθεν και ένθεν, ήταν μία από αυτές.
Το αν η βαθιά αυτή ήττα και κρίση θα βοηθήσει να ξαναδούμε από μια οπτική σύγχρονη και χωρίς ιδεοληψίες ορισμένα κρίσιμα ζητήματα για το μέλλον, είναι από μόνο του ένα κρίσιμο ζήτημα.

 

Η κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας μέσα στην ΕΕ και το ευρώ

Γραμμένο από Χριστος Καραμανος Δευτέρα, 19 Δεκέμβριος 2011 11:43
Η αποδιάρθρωση του παραγωγικού ιστού και η ληστρική χρεομηχανή. Του Χρίστου Καραμάνου
Το πιο κρίσιμο πεδίο στο οποίο υποτίθεται ότι η ΕΟΚ αρχικά και στη συνέχεια η Ε.Ε. θα μεταμόρφωναν θετικά την Ελλάδα ήταν η οικονομία. Σήμερα, μετά από 30 χρόνια διακηρύξεων, σχεδίων και υποσχέσεων, ζούμε στο πετσί μας την αλήθεια της χρεοκοπίας.
Το ότι φθάσαμε εδώ που φθάσαμε είναι άμεσα συνυφασμένο με την Ε.Ε. Γιατί η Ε.Ε. και το ευρώ αποτελούν τη βασική αιτία της αποδιάρθρωσης του παραγωγικού ιστού της χώρας καθώς και της ληστρικής εκμετάλλευσης του λαού μέσω της χρεομηχανής.
Παραγωγική αποδιάρθρωση
Στην Ελλάδα μέχρι την ένταξη στην ΕΟΚ/Ε.Ε. είχε διαμορφωθεί μια ορισμένη παραγωγική δομή, κύρια μέσα από μια πολιτική παροχών στο μεγάλο κεφάλαιο και την έντονη εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης στις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Στη δεκαετία του ’70 η Ελλάδα μπήκε, με σχετική καθυστέρηση, στην παγκόσμια κρίση. Η τότε διαμορφωμένη παραγωγική διάρθρωση είχε έντονο το στοιχείο της στρέβλωσης, καθώς ήταν αναιμικός ο τομέας της βαριάς βιομηχανίας και ειδικά ο κλάδος παραγωγής μέσων παραγωγής (μηχανές κ.λπ.). Ο αστισμός δεν επένδυε σε τέτοιους τομείς, που απαιτούσαν μεγάλα κεφάλαια, δεν ενδιαφέρθηκε για την καθετοποίηση της παραγωγής. Ακόμη και ο ορυκτός πλούτος της χώρας, σε μεγάλο βαθμό, εξαγόταν για επεξεργασία στο εξωτερικό και εισαγόταν στην Ελλάδα με την μορφή των τελικών προϊόντων. Το κράτος, επίσης, ποτέ δεν πήρε πρωτοβουλίες για να αλλάξει αυτήν τη στρεβλή κατάσταση. Αυτό είναι το λεγόμενο διαρθρωτικό πρόβλημα της οικονομίας της Ελλάδας. Βασικό χαρακτηριστικό ήταν οι πολύ αυξημένες εισαγωγές, το μεγάλο εμπορικό έλλειμμα, με τις εξαγωγές να καλύπτουν ένα μικρό μέρος των εισαγωγών (βλ. Πίνακα 2).
Με την είσοδο στην τότε ΕΟΚ η κατάσταση χειροτέρευσε, ενώ με την είσοδο στην περίοδο της ΟΝΕ από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, η χώρα οδηγήθηκε στην καταβαράθρωση του παραγωγικού της δυναμικού. Εύλογα -μέσα στην υπερβολή του- ο λαός πλέον διαπιστώνει ότι «δεν παράγουμε τίποτα».
Στα χρόνια της ευρωποποίησης ο αγροτικός τομέας συρρικνώθηκε δραματικά. Άλλαξε, αρχικά, ο προσανατολισμός του και από την κάλυψη της εσωτερικής αγοράς στράφηκε μονόπλευρα προς τα εξαγωγικά προϊόντα. Την ευφορία της πρώτης δεκαετίας, λόγω επιδοτήσεων και ανεβασμένων εισοδημάτων, διαδέχθηκε το αδιέξοδο, καθώς με την παγκοσμιοποίηση τα ελληνικά προϊόντα έγιναν πολύ ακριβά και έχαναν τη θέση τους στις αγορές. Ανθηρότατοι τομείς, όπως τα καπνά, εξαφανίστηκαν. Η Ελλάδα, ενώ θα μπορούσε να είναι αυτάρκης έγινε χώρα-εισαγωγέας πάσης φύσεως αγροτικών προϊόντων. Φακές από τον Καναδά, λεμόνια από την Αργεντινή, κρασιά από τη Νότια Αφρική, κρέατα από τη Βόρεια Ευρώπη.
Ακόμη και τα σιτηρά πλέον εισάγονται, καθώς ο πάλαι ποτέ «σιτοβολώνας της Ελλάδας», ο θεσσαλικός κάμπος, στράφηκε λόγω των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων ολοκληρωτικά στο βαμβάκι και σήμερα βέβαια ρημάζει. Ζήσαμε το άκρον άωτο του παραλογισμού: μια ολόκληρη λίμνη, η Λίμνη Κάρλα στη Μαγνησία, να αποξηραίνεται για να βαμβακοκαλλιεργηθεί και σήμερα να δαπανώνται νέα μεγάλα κονδύλια για να ανασυσταθεί. Αυτός είναι ο ευρωπαϊκός ορθολογισμός.
Στην περίοδο της ευρωποποίησης η μεταποιητική βιομηχανία κυριολεκτικά ανατινάχθηκε. Τα αγροτικά εφόδια πλέον εισάγονται, έκλεισαν π.χ. τα εργοστάσια λιπασμάτων, αφού εξαγοράστηκαν πρώτα από ευρωπαϊκές πολυεθνικές. Η βιομηχανία ζάχαρης το ίδιο. Η καπνοβιομηχανία το ίδιο. Οι αγροτικές μηχανές το ίδιο - παλιότερα στην Ελλάδα συναρμολογούνταν τρακτέρ. Έκλεισε η κλωστοϋφαντουργία, καθώς κυριάρχησαν τα προϊόντα από τις χώρες χαμηλού εργατικού κόστους, ενώ οι ντόπιοι βιομήχανοι μεταφέρθηκαν -με κρατική επιδότηση μάλιστα- στα Βαλκάνια. Έκλεισε και η παραγωγή μηχανολογικού εξοπλισμού (ηλεκτρικές συσκευές, αυτοκίνητα, λεωφορεία), που μπορούσε να καλύπτει ένα μεγάλο μέρος της εσωτερικής αγοράς. Σχεδόν έκλεισαν και τα ναυπηγεία σε μια χώρα με τόσο αναγκαία την ακτοπλοΐα και με ένα τόσο μεγάλο εμπορικό στόλο. Ένα μεγάλο τμήμα του ορυκτού πλούτου συνεχίζει να εξάγεται ανεπεξέργαστο, όπως είναι π.χ. το χρωμιονικέλιο που η Ελλάδα είναι η μεγαλύτερη παραγωγός στην Ευρώπη και το οποίο αποτελεί τη βάση για τον ανοξείδωτο χάλυβα, ενώ θα μπορούσε με οικολογικές προδιαγραφές, αυτή η επεξεργασία να γίνεται εδώ.
Οι νέοι τομείς, οι νέες τεχνολογίες, πληροφορική, ηλεκτρονική, πάλι δεν αναπτύχθηκαν με σχέδιο και στηρίχθηκαν στις εισαγωγές. Πράγμα απαράδεκτο για μια χώρα που «εξάγει εγκεφάλους». Στον τομέα της έρευνας η χώρα παραμένει ουραγός στην Ε.Ε.
Στην περίοδο της ευρωποποίησης υπήρξε μεγάλη μεγέθυνση στον τομέα των υπηρεσιών. Αυτό κάνει ορισμένους να λένε πόσο αναπτυγμένη χώρα είναι η Ελλάδα, καθώς η στροφή στις υπηρεσίες είναι κεντρική τάση του αναπτυγμένου καπιταλισμού. Όμως, η περίπτωση της Ελλάδας είναι «λίγο διαφορετική». Στην Ελλάδα έχουμε έναν εκσυγχρονισμένο μεταπρατισμό. Ο τομέας των υπηρεσιών μεγεθύνθηκε κυρίως λόγω του τουρισμού και του εμπορίου. Ένας τουρισμός που, καθώς ξεπερνά κάθε μέτρο, οδηγεί στην καταστροφή του βασικού πλεονεκτήματος της χώρας, δηλαδή του περιβάλλοντος. Ενώ το εμπόριο αντανακλά την παραγωγική υποβάθμιση και την άνοδο των εισαγωγών.
Αντίθετα, στον αναπτυγμένο καπιταλισμό ο κλάδος των υπηρεσιών αφορά κυρίως τη διαχείριση μιας παγκοσμιοποιημένης παραγωγής (π.χ. με τις πολυεθνικές να βγάζουν τα εργοστάσια τους από τις μητροπόλεις προς τον τρίτο κόσμο κ.λπ.).
Υπάρχει το ερώτημα αν για όλη αυτήν την υποβάθμιση της χώρας όντως ευθύνεται η ΕΟΚ και η Ε.Ε. Και ναι, όντως έτσι είναι τα πράγματα. Αλλού με σαφείς «οδηγίες» και πολιτικές -όπως στον αγροτικό τομέα ή στα ναυπηγεία- αλλού με έμμεσο τρόπο -πχ μέσω της επιλογής των τομέων που είχαν χρηματοδότηση και του αποκλεισμού άλλων - το ευρωπαϊκό διευθυντήριο καθόρισε την πορεία παραγωγικής αποδιάρθρωσης της Ελλάδας. Προκειμένου ακριβώς να ανοίξει πεδίο δράσης στις ευρωπαϊκές (κυρίως γερμανικές) πολυεθνικές. Λέγεται, από ορισμένους κύκλους της Αριστεράς, ότι η πορεία αυτή δεν επιβλήθηκε «απ’ έξω» αλλά ήταν επιλογή του ελληνικού κεφαλαίου. Ο ισχυρισμός αυτός καταρρέει αμέσως, ως προς το σκέλος της τάχα μη επιβολής «απ’ έξω», αρκεί μόνο να αναλογιστούμε το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων.
Η χρηματοδότησή του προέρχεται αποκλειστικά από την Ε.Ε. Παράλληλα, δεν υπάρχει ελληνική επένδυση, κυριολεκτικά ούτε μία, που να μη στηρίζεται στην κρατική επιδότηση από το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων. Πρακτικά, δηλαδή, όλο το σχέδιο της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας ελέγχεται απολύτως από την Ε.Ε. Το τι θα υπάρξει ως παραγωγή και ως οικονομία στη χώρα καθορίστηκε και καθορίζεται στις Βρυξέλλες.
Το εμπορικό έλλειμμα
Ο Πίνακας 2 δείχνει τη διαχρονική εξέλιξη στο ποσοστό κάλυψης των εισαγωγών από εξαγωγές που, ουσιαστικά, απηχεί το παραγωγικό δυναμικό της χώρας. Ο δείκτης αυτός είχε έντονη αυξητική πορεία μεταπολεμικά και μέχρι το 1980, παρά το ότι, όπως προαναφέρθηκε, υπήρχε σοβαρό διαρθρωτικό πρόβλημα στην οικονομία. Εκεί παρατηρείται μια κάμψη στο ρυθμό αύξησης του δείκτη, παραμένει δηλαδή σχετικά στάσιμη στη δεκαετία του ’80 η σχέση εξαγωγών με εισαγωγές. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 αρχίζει η χειροτέρευση. Μπαίνοντας στην περίοδο της ΟΝΕ, στα μέσα της δεκαετίας του ’90 συντελείται η κατάρρευση. Με γοργούς ρυθμούς προχωρά η αποδιάρθρωση του παραγωγικού ιστού. Επιστροφή στη δεκαετία του ’60, εν μέσω αστικών διθυράμβων για «ισχυρή Ελλάδα του ευρώ».
Έχει σημασία να παρατηρήσουμε ότι ανάλογη πορεία με το εμπορικό έλλειμμα παρουσιάζει και το δημόσιο χρέος. Στον Πίνακα 1 βλέπουμε ότι το δημόσιο χρέος «ξεφεύγει» στα τέλη της δεκαετίας του ’80, ενώ ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 παγιώνεται σε επίπεδα άνω του 100% του ΑΕΠ, από τα οποία ποτέ δεν θα αποκλιμακωθεί. Κι αυτό, παρά το ότι από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και μετά, ξεπουλιέται ένα μεγάλο μέρος της δημόσιας περιουσίας. Το Ελληνικό Δημόσιο πουλάει, ιδιωτικοποιεί, για να έρθουν είτε αμέσως είτε στη συνέχεια οι πολυεθνικές, κυρίως οι ευρωπαϊκές, να αγοράσουν σε χαμηλή τιμή, κερδοφόρες δραστηριότητες και να μονοπωλήσουν τους πιο κρίσιμους κλάδους της οικονομίας.
Συμπερασματικά, παραγωγική αποδιάρθρωση, χρέωση, διείσδυση του ξένου κεφαλαίου και ένταση της εξάρτησης της χώρας είναι συμπληρωματικές διαδικασίες.
Για να έχουμε μια εικόνα της εκρηκτικής σημασίας του εμπορικού ελλείμματος ας ανατρέξουμε στον Πίνακα 3. Εκεί βλέπουμε ότι στα χρόνια του ευρώ, από το 1999 μέχρι το 2008, το εμπορικό έλλειμμα με την Ε.Ε. ήταν σωρευτικά περί τα 167 δισ. ευρώ (στήλη 5), ενώ ακόμη και αν λάβουμε υπ’ όψιν τον τουρισμό και τις υπηρεσίες, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ήταν σωρευτικά περί τα 140 δισ. ευρώ (στήλη 10). Στο ίδιο διάστημα το δημόσιο χρέος αυξήθηκε περίπου κατά 145 δισ. ευρώ. Δηλαδή, η εκτίναξη του συσσωρευόμενου εμπορικού ελλείμματος ήταν πολύ μεγαλύτερη από ο δημόσιο χρέος. Ποιος, λοιπόν, άνθρωπος με απλή λογική, δεν μπορεί να αντιληφθεί την κρισιμότητα του εμπορικού ελλείμματος; Κι όμως, σε αυτήν την κοντόθωρη αντίληψη υποτίμησης της σημασίας της παραγωγικής αποδιάρθρωσης της χώρας επιμένουν ορισμένοι απολογητές του «αριστερού ευρωπαϊσμού», που αδιαφορούν για τον ευρωπαϊκό καταναγκασμό, που επιβάλλεται στη χώρα και πρόθυμα υλοποιούν οι κυβερνήσεις και οι αστικές πτέρυγες.
Η ροή των πόρων
Ο Πίνακας 3 αποδεικνύει το πόσο μεγάλο ψέμα είναι το κεντρικό επιχείρημα της αστικής και ευρωπαϊστικής προπαγάνδας: «Η Ε.Ε. μας δίνει λεφτά», «ζούμε χάρη στα λεφτά της Ε.Ε.». Βλέπουμε, λοιπόν, ότι το σύνολο των χρημάτων που δόθηκαν στην Ελλάδα από την Ε.Ε., ως επιχορηγήσεις, ήταν συνολικά 40 δισ. στα χρόνια από το 1999 έως το 2008 (στήλη 7). Ναι, αλλά στο ίδιο διάστημα είχαμε εισαγωγές από την Ε.Ε. 239 δισ. ευρώ (στήλη 3). Τι έκανε λοιπόν το ευρω-διευθυντήριο; Απλά επιδότησε τις εξαγωγές του στην Ελλάδα, δίνοντας ως δώρο ένα 17% της αξίας των εξαγωγών (στήλη 8) - μια συνηθισμένη επιχειρηματική πρακτική.
Αποδεικνύεται, λοιπόν, ότι η πραγματική ροή των πόρων δεν είναι από την Ε.Ε. στην Ελλάδα, αλλά αντίθετα από την Ελλάδα στην Ε.Ε. Όχι μόνο δεν ισχύει το ότι «ζούμε από τα λεφτά της Ε.Ε.», όχι μόνο είναι τεράστιο ψέμα, αλλά αν υπήρχε μια πολιτική υποκατάστασης των εισαγωγών με ντόπια παραγωγή, αν υπήρχε μια πολιτική παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας, αυτή θα μπορούσε να φέρει αποτελέσματα - φυσικά στις τωρινές συνθήκες και μετά από ένα πρώτο δύσκολο διάστημα. Μια τέτοια πολιτική είναι αδύνατο να έρθει από τις αστικές πτέρυγες, που είναι απολύτως δέσμιες του ευρωπαϊσμού. Μια πολιτική ανασυγκρότησης μπορεί να επιβληθεί μόνο από το «νικητή» λαό, μετά από το γκρέμισμα της σημερινής κατάστασης και μια ριζική ανατροπή του συσχετισμού δύναμης.
Η χρεομηχανή
Η περίοδος του ευρώ ήταν καταλυτική για να στηθεί στην Ελλάδα η χρεομηχανή. Δανειζόμαστε για να πληρώσουμε τους τόκους των παλιών δανείων και τα δάνεια συνεχώς αυξάνουν. Ξεπουλάμε δημόσια περιουσία για να πληρώσουμε δάνεια. Τεράστια και άκοπα κέρδη για τους δανειστές. Για να δουλέψει η χρεομηχανή επιβλήθηκε με την ΟΝΕ μια καθοριστικής σημασίας ρύθμιση: Το Δημόσιο απαγορεύεται να δανείζεται απευθείας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Αντίθετα, η ΕΚΤ επιτρέπεται να δανείζει τις εμπορικές τράπεζες. Έτσι, οι εμπορικές τράπεζες δανειζόντουσαν με χαμηλά επιτόκια της τάξης του 1-2% και δάνειζαν το Ελληνικό Δημόσιο με ληστρικά επιτόκια της τάξης του 5-6%.
Ο Πίνακας 4 είναι αποκαλυπτικός. Από τη στήλη Τόκοι/Χρέος αντιλαμβανόμαστε σε ποιο ύψος είχαν φτάσει τα πραγματικά επιτόκια που πλήρωνε η χώρα. Παράλληλα, συγκρίνοντας τους τόκους που πλήρωνε η χώρα με το έλλειμμα βλέπουμε ότι αυτό οφείλεται κυρίως στους τόκους. Το σωρευτικό έλλειμμα στην περίοδο 2000 με 2008 -δηλαδή μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης- ήταν 85 δισ. ευρώ, όταν οι τόκοι που πληρώθηκαν στην ίδια περίοδο ήταν 89,5 δισ. ευρώ. Μάλιστα, στις πρώτες χρονιές, αν δεν υπήρχαν αυτά τα ληστρικά επιτόκια, η χώρα θα είχε πλεόνασμα. Ναι, αυτό που ψάχνουν τώρα οι τροϊκανοί, αυτό τότε υπήρχε. Και κατασπαταλήθηκε μέσα από τη χρεομηχανή. Παρά τα όσα είχαν γίνει στο παρελθόν επί δεκαετίες, ακόμη και τότε στις αρχές του 2000 υπήρχε η αντικειμενική, η υλική δυνατότητα να ακολουθήσει η Ελλάδα μια διαφορετική πορεία. Ακολούθησε όμως την πορεία που συνέφερε το χρηματιστικό κεφάλαιο και που οδήγησε στο τωρινό αδιέξοδο.
Αν κάναμε την υπόθεση ότι αντί γι’ αυτά τα επιτόκια πληρωνόταν ένα επιτόκιο σαν αυτό που δανειζόντουσαν οι εμπορικές τράπεζες από την ΕΚΤ, κάτι σαν 1,5% κατά μέσον όρο, τότε -και μόνο από αυτήν την παραδοχή- προκύπτουν θεαματικά αποτελέσματα. Όχι μόνο οι τόκοι θα ήταν πολύ λιγότεροι, δηλαδή τα άμεσα κέρδη των δανειστών πολύ λιγότερα, αλλά και το δημόσιο χρέος στο τέλος του 2009 θα ήταν στα 218 δισ. ευρώ αντί για τα 298 δισ. ευρώ. Δηλαδή η κατάσταση θα ήταν διαχειρίσιμη. Κι αυτό χωρίς να λάβουμε υπ’ όψιν την επιπλέον θετική δυναμική που θα μπορούσε να προκύψει από τα πλεονάσματα που θα υπήρχαν στα χρόνια 2000 -2003. Βέβαια, ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω, πρόκειται απλά για ένα σενάριο, που δείχνει όμως πώς κυριολεκτικά η χώρα παραδόθηκε στη χρεομηχανή και τους δανειστές, στο ΔΝΤ και την τρόικα. Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς ότι αν εφαρμοζόταν μια άλλη πολιτική, έστω από το 2000, με ριζική αναδιαπραγμάτευση και διαγραφή χρέους, η χώρα και ο λαός θα ήταν σε εντελώς διαφορετική θέση. Ιδιαίτερης σημασίας πολιτικό συμπέρασμα για το τι πρέπει και μπορεί να γίνει σήμερα.


Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση η αγορά το πολιτικό και η τάξη [1]
του Βέρνερ Μπόνεφελντ*
Το άρθρο υποστηρίζει ότι η κατηγορία κοινωνική τάξη είναι κρίσιμη για την κατανόηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η αντιπαλότητα μεταξύ κρατών-μελών προϋποθέτει το κοινό συμφέρον τους στην αναχαίτιση της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης (εων) και η Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) καθιστά πιο τεταμένη τη σχέση εξάρτησης και αντιπαλότητας μεταξύ κρατών- μελών. Η σημασία της τάξης κατανοείται άριστα από τους φιλελεύθερους διανοούμενους και λαμβάνεται υπόψη ιδίως στην άποψη του Χάγιεκ περί “διακρατικού φεντεραλισμού” (διακρατικής ομοσπονδίας).
Εισαγωγή
Η δυτικοευρωπαϊκή ολοκλήρωση αναμφίβολα συνιστά μία από τις σημαντικότερες εξελίξεις που αναδύθηκαν μέσα από τα πεδία θανάτου του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Συνολικά, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση υιοθετείται ως η λύση για το ταραγμένο παρελθόν της Ευρώπης που είδε τρεις γερμανο-γαλλικούς πολέμους μέσα σε 70 χρόνια. Αυτό φαίνεται να θέτει την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση πέραν της κριτικής – και πράγματι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι απολογισμοί περί της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ισοδυναμούν, στην καλύτερη περίπτωση, με περιγραφικές ή υψιπετείς δημοσιογραφικές ερμηνείες της “ευρωπαϊκής πραγματικότητας”. Αν κανείς υιοθετούσε αυτές τις αφηγήσεις , θα έπρεπε να συμπεράνει ότι οι Ευρωπαίοι εργαζόμενοι δεν έχουν παρουσία σ΄ αυτή την πραγματικότητα, Οι Ευρωπαίοι εργαζόμενοι εντυπωσιάζουν με την απουσία τους.
Αυτή η “απουσία” δεν σημαίνει ότι οι Ευρωπαίοι εργαζόμενοι “ξεχάστηκαν” από τους “αρχιτέκτονες” της Ευρώπης. Αντιθέτως, η θέση και η προσαρμοστικότητά τους στις απαιτήσεις της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης θεωρούνται γενικά δεδομένες. Τόσο η Επιτροπή Ντελόρ όσο και η Επιτροπή Έμερσον για την ΟΝΕ αναγνώριζαν ότι οι εργαζόμενοι θα έπρεπε να πληρώσουν το κόστος της διαρθρωτικής προσαρμογής που απαιτούσε η ΟΝΕ. [2] Οι Ευρωπαίοι εργαζόμενοι, λοιπόν, αντιμετωπίστηκαν σαν να ήταν ένας απλός ανθρώπινος συντελεστής παραγωγής που θα συμβιβαζόταν και θα προσαρμοζόταν στη νέα πραγματικότητα που δημιουργούσε η ΟΝΕ. Παρόμοιες εκτιμήσεις προβλήθηκαν σε σχέση με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη. Ο ευρωπαϊκός νομισματικός μηχανισμός προσδιορίστηκε με παρόμοιους όρους, δηλαδή θα “έκανε” τον ανθρώπινο συντελεστή παραγωγής να ζητά λιγότερα και να χρησιμοποιείται πιο αποτελεσματικά. Η απόφαση του ντε Γκολ, στα τέλη της δεκαετίας του 1950, να δεχθεί τη Συνθήκη της Ρώμης, λέγεται ότι συναρτάται με την ευπρόσδεκτη ανταγωνιστική πίεση που αναμενόταν να επιβάλει η Ευρωπαϊκή Κοινότητα στη γαλλική βιομηχανία. Και η Συνθήκη της Ρώμης; Ήταν, πράγματι, η Συνθήκη της Ρώμης η απαρχή μιας κοινωνικής Ευρώπης, μιας κεϊνσιανικής Ευρώπης όπου θα είχαν οι Ευρωπαίοι εργαζόμενοι συλλογικά τη δυνατότητα να απολαύσουν τους καρπούς της εργασίας τους χωρίς το φόβο του πολέμου, σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης και κεϊνσιανής αναδιανομής του πλούτου που τηρούσε τους κανόνες της φορντικής κατανάλωσης σε αντιστοιχία με τη φορντική μαζική παραγωγή; Αυτή η “φορντική” άποψη των δεκαετιών του 1950 και του 1960 δεν έχει καμιά ουσία. Δεν προκύπτει από την τότε πραγματικότητα της καπιταλιστικής ανοικοδόμησης. Στην πραγματικότητα, η Συνθήκη της Ρώμης περιέχει ελάχιστα, έως καθόλου, στοιχεία αυτού που κοινώς θεωρείται κεϊνσιανισμός ούτε συνδέεται με τον αποκαλούμενο φορντισμό. Ο προσδιοριστικός χαρακτήρας της συνθήκης ισοδυναμεί με τον αποκαλούμενο σήμερα νεοφιλελευθερισμό. [3]
Το παρόν άρθρο υποστηρίζει ότι η Ευρωπαϊκή Κοινότητα ιδρύθηκε για να προωθήσει την ελεύθερη αγορά στη Δυτική Ευρώπη. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ισοδυναμεί με μια προσπάθεια απομόνωσης της “ελεύθερης αγοράς” από τις προσδοκίες της εργατικής τάξης, ελέγχου των επεκτατικών δημοσιονομικών πολιτικών ως αντίδρασης στους ταξικούς αγώνες, μέσω μιας ευρωπαϊκής υπερεθνικής δέσμευσης στο φιλελευθερισμό της αγοράς, που λειτουργεί ως μηχανισμός οικονομικής προσαρμογής στα κράτη-μέλη. [4] Όπως υποστηρίζει συνοπτικά ο Moss (2000, σελ. 251), “το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας προωθήθηκε από κεντροαριστερά κόμματα, κυρίως από Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες, ως τρόπος υπεράσπισης της οικονομίας της αγοράς έναντι του κομμουνισμού” και ως τρόπος δημιουργίας μιας ελεύθερης αγοράς στην Ευρώπη , όπου αναμενόταν να προκύψει ευημερία από το περιβόητο φαινόμενο της διάχυσης που θα επέφεραν οι οικονομίες κλίμακας. Η επεκτατική φύση του ευρωπαϊκού σχεδίου, η ενδοϊμπεριαλιστική αντιπαλότητα ανάμεσα στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, όπως επίσης η χειραγώγηση της ενδοϊμπεριαλιστικής αντιπαλότητας και συνεργασίας μεταξύ των κρατών-μελών , ιδίως της Γερμανίας και της Γαλλίας, εξαρτώνται από την “τιθάσευση” των ευρωπαϊκών εργατικών τάξεων ως εξαρτημένου οικονομικού συντελεστή. [5] Η “Ευρώπη” διαμορφώθηκε στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου κατά του κομμουνισμού, πολέμου διεθνούς όσο και εσωτερικού, ιδίως στη Γαλλία, την Ιταλία και στη Γερμανία επίσης, όπου “εγχώριο και διεθνές” συνέπιπταν μέσω της διαίρεσης του γερμανικού κράτους. Εν ολίγοις, η “Ευρώπη” ισοδυναμούσε όχι μόνο με υποκατάστατο του σοσιαλισμού, αλλά επίσης ως άλλοθι για την εγκατάλειψή του. Η πραγματικότητα αυτής της εγκατάλειψης κατέστη εμφανής με την κρίση της μεταπολεμικής οικονομικής άνθησης και την αποκαλούμενη κρίση του κράτους: από τη δεκαετία του 1980, το προσκήνιο κατέλαβε το αποπληθωριστικό και απορρυθμιστικό πλαίσιο της ελεύθερης αγοράς στην Ευρώπη που αποσκοπούσε στην οικονομική προσαρμογή κάθε χώρας.
Η επιχειρηματολογία χωρίζεται σε τρία μέρη. Το πρώτο παρουσιάζει και αποτιμά τις απόψεις του Μαντέλ και του Πουλαντζά για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Ο Μαντέλ υποστήριζε ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση οδηγείται από τη διεθνοποίηση των πολυεθνικών εταιρειών, και ο Πουλαντζάς επέκρινε τον Μαντέλ γιατί ανήγαγε τη μελέτη της ευρωπαϊκής ενοποίησης στο ζήτημα της διεθνοποίησης του κεφαλαίου. Το δεύτερο μέρος χρησιμοποιεί την παρατήρηση του Μαρξ ότι μπορούμε να μάθουμε πολλά από τους φιλελεύθερους διανοούμενους και εξετάζει ειδικά την άποψη του Χάγιεκ για τον “διακρατικό φεντεραλισμό”. Ο Χάγιεκ έβλεπε τον “διακρατικό φεντεραλισμό” σαν χρήσιμο εργαλείο στην αναχαίτιση των εργαζομένων ως εκμεταλλεύσιμου πόρου. Το θέμα που απασχολεί πιο πολύ τον Χάγιεκ είναι η διασφάλιση της [καπιταλιστικής] ελευθερίας στο πλαίσιο της μαζικής δημοκρατίας και η δυνατότητα που έχουν τα μαζικά κινήματα να στρεβλώνουν την ελεύθερη αγορά. Από τη σκοπιά της πολιτικής ρύθμισης, αυτή η ανησυχία εξετάστηκε εκτενώς από τον Καρλ Σμιτ. Και οι δύο, Χάγιεκ και Σμιτ, από τη δική τους σκοπιά ο καθένας, επιδίωξαν να καταπιαστούν με το ζήτημα της μαζικής δημοκρατικής επιρροής στις σχέσεις ελευθερίας, με τον Χάγιεκ να υποστηρίζει ότι η αγορά θα έπρεπε να είναι απαλλαγμένη από πολιτικές παρεμβάσεις ώστε να εγγυάται τη δημοκρατία της αγοράς βάσει της ζήτησης και της προσφοράς. Ο Σμιτ υποστήριζε ότι το πολιτικό [εννοώντας κυρίως το κράτος] πρέπει να είναι απαλλαγμένο από την κοινωνία για να διατηρεί την ικανότητά του να κυβερνά. Η απαίτηση του Χάγιεκ για την αποπολιτικοποίηση της οικονομικής πολιτικής είχε στο στόχαστρο την υποτιθέμενη κεϊνσιανή υπονόμευση των σχέσεων κράτους-κοινωνίας. Παρόμοια, η απαίτηση του Σμιτ για αποπολιτικοποίηση της κοινωνίας αντιμετώπιζε αποτελεσματικά την υποτιθέμενη υποταγή της πολιτικής λειτουργίας στις δημοκρατικές προσδοκίες των μαζών. Το τρίτο μέρος της επιχειρηματολογίας περιέχει μια σύντομη ανάλυση της ταξικής πολιτικής στο πλαίσιο της ΟΝΕ.
Το ζήτημα της Ευρώπης στον Μαντέλ και τον Πουλαντζά
Σύμφωνα με τον Μαντέλ, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο επήλθαν σημαντικές αλλαγές σ΄ αυτό που θεωρούσε διεθνή μονοπωλιακό καπιταλισμό. [6] Υποστήριζε ότι πριν από τον πόλεμο, η μονοπώληση πραγματοποιούνταν μέσα στο έθνος-κράτος και ότι αυτό άλλαξε μετά σε μια διεθνή διαδικασία συγκεντροποίησης του κεφαλαίου. Κινητήρια δύναμη ήταν εν μέρει οι τεχνολογικές εξελίξεις, που απαιτούσαν τη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου διεθνώς , προκειμένου να εδραιώσει την παραγωγή σε επικερδή βάση. Κατά την άποψη του Μαντέλ, υπάρχουν δύο βασικές μορφές “διεθνοποίησης”: η απορρόφηση ευρωπαϊκών εταιρειών από αμερικανικές ή, ως αμυντική αντίδραση, “η συγχώνευση των διάφορων (ευρωπαϊκών) εταιρειών σε νέες μονάδες στις οποίες το εθνικό κεφάλαιο δεν είναι πλέον κυρίαρχο, αλλά διασπείρεται λίγο-πολύ εξίσου σε δυο, τρεις ή περισσότερες (ευρωπαϊκές) χώρες” (Mandel, 1967,σελ. 28).
Στην αφήγηση του Μαντέλ, η λειτουργία του εθνικού κράτους είναι πρωτίστως οικονομική (Mantel 1975) ώστε να εγγυάται την κεφαλαιακή κερδοφορία και να υπερασπίζεται τα συμφέροντα της καπιταλιστικής τάξης. Υποστήριζε επίσης ότι λόγω της διεθνούς συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, το εθνικό κράτος δυσκολευόταν όλο και περισσότερο να επιτελέσει αυτή τη λειτουργία. [7] Συνεπώς, η ευρωπαϊκή ενοποίηση είχε ως βάση της τη διεθνοποίηση του κεφαλαίου και προέκυψε από τη διαπάλη μεταξύ της αμερικανικής πρόκλησης και της ευρωπαϊκής αντίδρασης σ΄ αυτή την πρόκληση. Βάση αυτής της διαπάλης αποτελούσε η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Στην ανάλυση του Μαντέλ “η ακτίνα δράσης του αστικού κράτους πρέπει να συμμορφωθεί με αυτή των παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής ... Από τη στιγμή που η ατομική ιδιοκτησία διεθνοποιείται, δεν μπορεί να την υπερασπιστεί μέσα στο πλαίσιο ενός γαλλικού, γερμανικού ή ιταλικού κράτους. Το ευρωπαϊκό κεφάλαιο απαιτεί ένα ευρωπαϊκό κράτος ως κατάλληλο προστάτη και εγγυητή του κέρδους” (Mandel, 1970, σσ. 55-6). Εν ολίγοις, ο Μαντέλ έβλεπε την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ως μια διαδικασία οικονομικά καθοριζόμενη -- το πολιτικό εποικοδόμημα “αντανακλούσε” τις οικονομικές ανάγκες. Όπως θεωρούσε, η διεθνής συγκεντροποίηση του κεφαλαίου υπονόμευε το εθνικό κράτος και, ως αντίδραση, οδηγούσε στη δημιουργία του ευρωπαϊκού κράτους. Κατά συνέπεια, ένα τέτοιο κράτος θεωρούνταν από τον Μαντέλ ότι θα έχει τους πόρους για να υπερασπιστεί το νέο ευρωπαϊκό κεφάλαιο αποτελεσματικά. Την υλική βάση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης παρείχε ο εξευρωπαϊσμός του κεφαλαίου. “Το μέλλον των υπερεθνικών θεσμών της ΕΟΚ εξαρτάται τελικά από το βαθμό αλληλοδιείσδυσης του κεφαλαίου στην Ευρώπη” (Mandel, 1970, σε. 94). Εν ολίγοις, αν το ευρωπαϊκό κεφάλαιο αποτύγχανε να εξευρωπαϊστεί, λόγω συγκρούσεων συμφερόντων, το αποτέλεσμα θα ήταν η αποσύνθεση της ΕΟΚ , επιταχύνοντας το πέρασμα στον εθνικισμό και στη ντε φάκτο οικονομική και πολιτική κυριαρχία του αμερικανικού κεφαλαίου.
Οι Holloway και Picciotto (1980) θεωρούν το δοκίμιο του Πουλαντζά “Η διεθνοποίηση των καπιταλιστικών σχέσεων και το έθνος-κράτος” ως μια αντίδραση στην ανάλυση του Μαντέλ. Ο Πουλαντζάς υποστήριζε ότι “αν το κράτος στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις ... διατηρεί ακόμη το χαρακτήρα του ως εθνικό κράτος, αυτό οφείλεται μεταξύ άλλων στο γεγονός ότι το κράτος δεν είναι ένα απλό εργαλείο ή όργανο των κυρίαρχων τάξεων, για να το χειρίζονται κατά βούληση, ώστε κάθε βήμα του κεφαλαίου προς τη διεθνοποίηση αυτομάτως να προκαλεί μια παράλληλη “υπερεθνικοποίηση” των κρατών ... Το πρόβλημα με το οποίο ασχολούμαστε ... δεν μπορεί να αναχθεί σε μια απλή αντίφαση μηχανιστικού είδους ανάμεσα στη βάση (διεθνοποίηση του κεφαλαίου) και σε μια υπερδομή (έθνος-κράτος) που δεν “αντιστοιχεί” πλέον σ΄ αυτή” (Πουλαντζάς, 1975, σελ. 78). Ενώ μπορούμε να προβούμε σε πολλά σχόλια για την άποψη του Μαντέλ, ο Πουλαντζάς δεν καταφέρνει να δώσει μια εναλλακτική εξήγηση για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Εστιάζει στο εθνικό κράτος και δίνει έμφαση στο ότι η διεθνοποίηση του κεφαλαίου απλώς επηρεάζει το μετασχηματισμό των εθνικών πολιτικών δομών. Αυτή η άποψη προκύπτει από την έμφασή του στο ότι “καθήκον του κράτους είναι να διατηρεί την ενότητα και τη συνοχή ενός κοινωνικού σχηματισμού διαιρεμένου σε τάξεις” (στο ίδιο). Για τον Πουλαντζά, υπάρχει αναγκαία αντιστοιχία ανάμεσα στον οργανισμό του κράτους και στη μορφή της ταξικής πάλης. Όπως το θέτει, “σ΄ αυτούς τους αγώνες επικρατεί ακόμη η εθνική μορφή, όσο διεθνείς κι αν είναι στην ουσία τους” (στο ίδιο, σελ. 88). Συνεπώς, το συμπέρασμά του είναι ότι “η τρέχουσα εξέλιξη κατ΄ ουδένα τρόπο υπερβαίνει τον κυρίαρχο ρόλο του κράτους στο στάδιο του μονοπωλιακού καπιταλισμού” (στο ίδιο, σελ. 81). Πώς, λοιπόν, θα μπορούσε κανείς να εξηγήσει την ορμή προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση;
Μαζική κοινωνία, ατομική ιδιοκτησία και το πολιτικό
Δύο είναι τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά της μεταπολεμικής αναδόμησης των καπιταλιστικών σχέσεων. Πρώτον, λόγω της προϊστορίας της μεσοπολεμικής περιόδου, η αναδόμηση του κεφαλαίου έπρεπε να οργανωθεί ξανά διεθνώς. Το κεφάλαιο δεν ενδιαφέρεται για τον πόλεμο. Βεβαίως, οι αντιθέσεις της καπιταλιστικής συσσώρευσης μπορούν , και έτσι συνέβη πράγματι, να εκραγούν σε πολέμους. Και όμως, το κεφάλαιο δεν ενδιαφέρεται για τον πόλεμο. Ενδιαφέρεται για κέρδη. Αυτό υπηρετείται σε ένα περιβάλλον κοινωνικής και πολιτικής σταθερότητας. Συνεπώς, το κεφάλαιο ενδιαφέρεται για την ασφάλεια της κερδοφορίας και την εξασφάλιση της συσσώρευσης. Έτσι, στον μεταπολεμικό κόσμο έπρεπε να αποφευχθεί η αναταραχή που σημειώθηκε στον μεσοπόλεμο και έπρεπε να βρεθεί κάποια διευθέτηση που θα διασφάλιζε τα δικαιώματα ιδιοκτησίας του κεφαλαίου σε παγκόσμια κλίμακα.
Στο φόντο του Ψυχρού Πολέμου, η διεθνής οργάνωση του κεφαλαίου διευκολύνθηκε από τις ΗΠΑ οι οποίες έγιναν, κατά κάποιον τρόπο, ο σημαιοφόρος των καπιταλιστικών συμφερόντων εν γένει, τόσο πολιτικά όσο και οικονομικά. Ο ντε Γκολ μπορεί να μισούσε την κυριαρχία των ΗΠΑ. Όμως, η καπιταλιστική αναγέννηση της Γαλλίας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και η ασφάλεια αυτής της αναγέννησης, διαμορφώθηκε στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου και εξαρτιόταν, σε σημαντικό βαθμό, από την παγκόσμια ισχύ των ΗΠΑ, στην οποία συμπεριλαμβανόταν βεβαίως το αμερικανικό δολάριο. Στη Δυτική Ευρώπη, η συμφιλίωση Γαλλίας και Γερμανίας ήταν ζωτική για το ξεπέρασμα των μειονεκτημάτων του μεσοπολέμου και για τη δημιουργία “ασφαλούς καταφυγίου” ιδίως για τη Γαλλία, σε μια παγκόσμια οικονομία όπου το δολάριο έπαιζε κυρίαρχο και οργανωτικό ρόλο. Ο Ψυχρός Πόλεμος εξέφραζε μια νέα διεθνή τάξη πραγμάτων στην οποία το διεθνές βάρος της (Δυτικής) Ευρώπης είχε μειωθεί σημαντικά σε σχέση με το παρελθόν. Ιδίως για τη Γαλλία, μια ενωμένη Ευρώπη ήταν η βάση για την επιχειρούμενη αναγέννησή της ως επεκτατικής δύναμης.[8]
Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι το εξής: οι δυτικοευρωπαϊκές χώρες αντέδρασαν σε διάφορες πιέσεις, όπως τα ισχυρά κομμουνιστικά κόμματα, βεβαίως ο κομμουνισμός, και οι προσδοκίες της εργατικής τάξης, υιοθετώντας την ιδέα του κράτους πρόνοιας, στο οποίο συμπεριλαμβανόταν η πολιτική σχεδιοποίησης, στη Γαλλία, και η συμμετοχή των συνδικάτων στη διοίκηση των επιχειρήσεων, στη Γερμανία.
Φαινομενικά, αυτή η εξέλιξη υποδεικνύει ότι τα αιτήματα της εργατικής τάξης για μια δίκαιη κοινωνία (με ό,τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτή η αμφίβολη έκφραση σε μια καπιταλιστική κοινωνία) , παρότι ανεπιθύμητα, επιβλήθηκαν στα εθνικά κράτη και στις κυβερνήσεις τους. Ωστόσο, θα ήταν λάθος να ισχυριστούμε ότι, κατά τη μεταπολεμική περίοδο, οι κυβερνήσεις είχαν ως κεντρικό τους μέλημα την παροχή κοινωνικής πρόνοιας και την πλήρη απασχόληση. Η πλήρης απασχόληση εκπληρώθηκε χάρη στην οικονομική μεγέθυνση [9] και η παροχή κοινωνικής πρόνοιας έγινε σοβαρό θέμα μόνο όταν έφτασε στο τέλος της η μεταπολεμική οικονομική άνθηση, ένα τέλος που σήμανε, συμπτωματικά, την “κρίση του κεϊνσιανικού κράτους πρόνοιας” (!). Με άλλα λόγια, η “εξαγγελία τους κράτους πρόνοιας” ισοδυναμούσε με την αποδοχή εκ μέρους των εθνικών κυβερνήσεων της κοινωνίας και της δημοκρατίας των μαζών. Αυτή η αποδοχή, όμως, ήταν απλώς τυπική, εφόσον οι υποτελείς μάζες συνέχισαν να είναι αποκλεισμένες από τα κέντρα πολιτικής εξουσίας: της εξουσίας να σχεδιάζεις και να εφαρμόζεις πολιτική. [10]
Συνεπώς, η αποδοχή της μαζικής δημοκρατικής συμμετοχής ισοδυναμούσε με την υπαγωγή της δυνητικής ρήξης στην υποχρέωση της υπευθυνότητας. Ο σκοπός ήταν να ενσωματωθεί η μαζική κοινωνία [11] στην πολιτική οικονομία του κεφαλαίου, προκειμένου να ανασχεθούν οι προσδοκίες της και να παραλύσει η ικανότητά της να επηρεάζει τις πολιτικές συνθήκες. [12] Έτσι, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν αντανακλούσε, όπως ισχυριζόταν ο Milward (1992), τις δημοκρατικές προσδοκίες των υποτελών μαζών ούτε στήριζε τη νομιμοποίηση των κρατών-μελών μέσω ενός κοινού σκοπού, δηλαδή της ευρωπαϊκής δέσμευσης στο κράτος πρόνοιας. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ήταν από τη σύλληψή της ένα “σχέδιο των ελίτ” (Anderson, 1997, σελ. 62) που βασιζόταν , όπως το έθεσε ο Πιερ Μαντές-Φρανς, πρώην πρωθυπουργός της Γαλλίας, στον “κλασικό φιλελευθερισμό του 19ου αιώνα” που σημαίνει ότι ο καθαρός και απλός ανταγωνισμός είναι ο καλύτερος από όλους τους κόσμους (παρατίθεται στον MacAllister, 1997, σελ. 17). [13]
Η εμφάνιση των υποτελών μαζών ως πολιτικής δύναμης κατά τον μεσοπόλεμο και ιδίως η απόπειρα να βρεθεί τότε μια –κεϊνσιανική-- λύση στην εμφάνισή τους, είναι σημαντικότατη για την κατανόηση του ευρωπαϊκού σχεδίου. Ο κίνδυνος της “κεϊνσιανικής” λύσης αποτέλεσε το επίκεντρο της δράσης του Μπέρναρντ Μπαρούχ, ενός στελέχους του Δημοκρατικού Κόμματος των ΗΠΑ. Διαμαρτυρήθηκε κατά της απόφασης του Ρούσβελτ να εγκαταλείψει τον κανόνα του χρυσού το 1933,* δηλώνοντας ότι “δεν είναι υπερασπίσιμη παρά μόνο ως νόμος του όχλου. Ίσως η χώρα δεν το γνωρίζει ακόμη, αλλά νομίζω πως βρισκόμαστε σε μια επανάσταση πιο δραστική από τη Γαλλική. Το πλήθος έχει καταλάβει τους κυβερνητικούς θώκους και προσπαθεί να καταλάβει και τον πλούτο. Ο σεβασμός στο νόμο και στην τάξη έχει χαθεί” (παρατίθεται στο Schlesinger, 1958, σελ. 202). Για τον Μπαρούχ, ορθώς, οι “υποτελείς μάζες” αποτελούν την πλειοψηφία και ένα φιλελεύθερο-δημοκρατικό σύστημα που βασίζεται στα δικαιώματα ιδιοκτησίας του κεφαλαίου χρειάζεται να υπερασπιστεί τον εαυτό του έναντι της κοινωνικής πλειοψηφίας, μέσω, π.χ., εξουσιών απόφασης εκτός δημοκρατικού πλαισίου, ιδίως στο πεδίο της νομισματικής πολιτικής. Η αποτυχία σ΄ αυτόν τον τομέα θα καθιστούσε το κόστος της δημοκρατίας μη ανεκτό στους κατόχους του αφηρημένου πλούτου (πρβλ. Brittan, 1977).
----------------------
*Δεν είναι τυχαίο που το ευρώ χαρακτηρίζεται σήμερα “κανόνας του χρυσού του 21 ου αιώνα”. (Σ.τ.μ.)
Στο γερμανικό πλαίσιο, ο Άλφρεντ Μίλερ-Άρμακ υποστήριξε το 1933 ότι το κοινοβουλευτικό σύστημα της Βαϊμάρης είχε αποτύχει εν όψει της οικονομικής κρίσης και ότι αυτή η κρίση αποκάλυψε τη χρησιμότητα και έφερε στην επιφάνεια, πράγματι, την αναγκαιότητα μιας αυταρχικής ηγεσίας (παρατίθεται στο Bruckner, 1978, σελ. 70). Μετά την απελευθέρωση από το ναζισμό, οι ανησυχίες του Μίλερ-Άρμακ παρέμειναν οι ΄ίδιες – η λύση που προτάθηκε άλλαξε. [15] Ο Μίλερ-Άρμακ --”πιθανώς ο Γερμανός με τη μεγαλύτερη επιρροή στις Βρυξέλλες” (Moss, 2000, σελ. 258) – εναντιώθηκε στον κρατικό έλεγχο των οικονομικών και κοινωνικών θεμάτων, αλλά δεν απεχθανόταν μια “συνειδητά κατευθυνόμενη οικονομία της αγοράς” (βλ. Muller-Armack, 1947, σελ. 95), και ως υπουργός Οικονομικών υποστήριξε ότι οι κεντρόφυγες δυνάμεις είχαν γίνει “ορατά μεγαλύτερες στην κατάσταση της ευημερίας”, πράγμα που καθιστούσε αναγκαία μια “πρόσθετη προσπάθεια για την ενσωμάτωση της κοινωνίας” μέσω πολιτικής ρύθμισης(πρβλ. Muller-Armack, 1960), ώστε να μην εμφανιστεί ο εφιάλτης μιας “παράλογης” μαζικής κοινωνίας. Αυτό οδήγησε στη σύλληψη της ενσωματωμένης κοινωνίας (formierte Gesellschaft). Ο Μίλερ-Άρμακ κάλεσε σε μια συνολική “κοινωνική πολιτική” (Gesellschaftspolitik), για συντονισμό της κοινωνικής με την οικονομική πολιτική, σε μια προσπάθεια να δημιουργηθεί μια κοινωνία που δεν θα αποτελούνταν πλέον από τάξεις, αλλά αντίθετα θα βασιζόταν στη συνεργασία μεταξύ όλων των ομάδων και συμφερόντων.
Όπως ανήγγειλε ο Γερμανός καγκελάριος Έρχαρτ το 1965 στο συνέδριο της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης: “Αυτή η κοινωνία, οι απαρχές της οποίας ήδη διακρίνονται στο σύστημα της ΄κοινωνικής οικονομίας της αγοράς΄ δεν συγκροτείται μέσω αυταρχικού καταναγκασμού, αλλά μέσω της δικής της ζωτικότητας, της δικής της βούλησης και από την αναγνώριση και την αυξανόμενη συνειδητοποίηση της αλληλεξάρτησης” (παρατίθεται στο Berghahn, 1986, σελ. 299). Για ορισμένους, αυτή η άποψη θύμιζε την ιδέα της Volksgemeinschaft [κοινότητας του λαού] της δεκαετίας του 1930, που αναδιατυπωνόταν τώρα ως ένα είδος βασισμένης στην αγορά κοινωνικο-οικονομικής Volksgemeinschaft (πρβλ.Mey, 1971). [16] Η γερμανική ιδέα μιας κοινωνικής οικονομίας της αγοράς αναγνωρίζει τη χρησιμότητα των ρυθμιστικών νόμων και θεσμών που αντί να παρεμβαίνουν στη διαδικασία της αγοράς, τη στηρίζουν στη βάση του νόμου. Με άλλα λόγια, αντί να επιτρέπει στη μαζική κοινωνία να παρεμβαίνει στην αγορά, η κοινωνική οικονομία της αγοράς μεταθέτει τη ρύθμιση της αγοράς σε μια Αρχή “εκτός δημοκρατικού πλαισίου” η οποία, στο όνομα της τεχνικής επάρκειας και ειδημοσύνης, ασκεί πολιτική εξουσία. Η γερμανική σύλληψη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ως μια υπερεθνικής ανταγωνιστικής αγοράς βασισμένης στο νόμο έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην οικοδόμηση και την εξέλιξη της ΕΟΚ. Οι φιλελεύθεροι τεχνοκράτες στη Γαλλία δεν εναντιώθηκαν σ΄ αυτό το “σχεδιασμό” και ο ντε Γκολ , όπως θα δειχθεί παρακάτω, αποκάλυψε τη λογική της συναίνεσής τους: θεωρούσαν πως η Συνθήκη της Ρώμης θα παρείχε ένα “εξωδημοκρατικό” πλαίσιο οικονομικής προσαρμογής.
Οι δύο περίοδοι, δηλ. αυτή της δεκαετίας του 1930 και της δεκαετίας του 1950, σχετίζονται μέσω του “προβλήματος” που η καθεμία επιδίωξε να αντιμετωπίσει με τον δικό της τρόπο.[17] Αυτό το “πρόβλημα” δημιουργείται με την ανεπιθύμητη παρέμβαση της μαζικής κοινωνίας στην καπιταλιστική σχέση. Ο Μπαρούχ εξέφρασε πολύ καλά αυτό το θέμα όταν υποστήριξε ότι “το πλήθος έχει καταλάβει τους κυβερνητικούς θώκους και προσπαθεί να αρπάξει τον πλούτο”. Η “απειλή” που δημιουργούσε αυτή η παρέμβαση για την κυβέρνηση της ατομικής ιδιοκτησίας διατυπώθηκε λιτά από τον Καρλ Σμιτ (1932, 1934a), τον νομικό φιλόσοφο του γερμανικού ναζισμού. Η συμβολή του Σμιτ ανήκει στέρεα στην παράδοση της αστικής πολιτικής σκέψης, η οποία προϋποθέτει ότι η σφαίρα της οικονομίας και αυτή της πολιτικής είναι ξεχωριστές οντότητες και η πολιτική θεωρία του αντιμετωπίζει το πολιτικό ως αύταρκες και αυτόνομο. Αυτό που καθιστά τη συμβολή του Σμιτ σημαντική είναι η επανεπινόηση της αυτονομίας του πολιτικού στο φόντο της ανάδυσης της μαζικής κοινωνίας, στις αρχές του περασμένου αιώνα. Η συνάφεια του έργου του [αρκετές δεκαετίες μετά] μπορεί να ιδωθεί στη νεοφιλελεύθερη ανάλυση και στις νεοφιλελεύθερες συνταγές για τη λύση της κρίσης του κεϊνσιανού κράτους πρόνοιας της δεκαετίας του 1970. Οι νεοφιλελεύθεροι σχολιαστές απηχούν την άποψη του Σμιτ όταν υποστηρίζουν ότι η κρίση του κράτους “πρόνοιας” ισοδυναμεί με κρίση “ακυβερνησίας”. Ο Μπρίταν (1977, σελ. 248) υποστήριζε ότι οι “υπερβολικές προσδοκίες γεννιούνται από τη δημοκρατική πλευρά του συστήματος” και ότι αυτές περιορίζουν τις σχέσεις ελευθερίας. Ο Κινγκ αναγνώριζε ότι η μη συμμόρφωση με τα δικαιώματα της ατομικής ιδιοκτησίας είχε αυξηθεί. Όπως το έθετε: “ο άντρας που εξαρτάται από τη σύζυγό του για να τον πάει στη δουλειά με τ΄ αυτοκίνητο βλέπει ότι αυτή αρνείται όλο και περισσότερο να το κάνει” (King, 1976, σελ. 12). Όποια κι αν ήταν τα συγκεκριμένα προβλήματα του Κινγκ, η γενική νεοφιλελεύθερη ιδέα περί ακυβερνησίας ήταν ότι η πολιτική αντίδραση στην ταξική σύγκρουση είχε υπονομεύσει την “οδηγητική ικανότητα” του κράτους (πρβλ. Brittan, 1977) ή, με τους όρους του Σμιτ, την ικανότητα του κράτους να λαμβάνει αποφάσεις.
Η νεοφιλελεύθερη απαίτηση να μειωθεί το κράτος στόχευε στον περιορισμό του ρόλου των πολιτικών αποφάσεων ιδίως στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής, αντικαθιστώντας τη διαδικασία διαμόρφωσης πολιτικής με ένα σύστημα βασισμένο σε κανονισμούς.[18]
Ο Σμιτ αντιλήφθηκε την κρίση μετά το 1919 ως αποσύνθεση της κοινωνικής, πολιτικής και πολιτισμικής δομής. Αυτή η αποσύνθεση θεωρήθηκε συνέπεια της εμφάνισης της κοινωνίας των μαζών και προκλήθηκε από την επιρροή που μπορούσε να ασκήσει στη δομή του “πολιτικού”. Θεσμικά, κατά τον Σμιτ, την κρίση προκάλεσε η κοινοβουλευτική δημοκρατία: το “πολιτικό” υποτάχθηκε , από τη μια, στις πλουραλιστικές απαιτήσεις και, από την άλλη, στα ειδικά ταξικά συμφέροντα της κοινωνικής ισότητας και της χειραφέτησης. Εν ολίγοις, ο Σμιτ υποστήριζε εμφατικά ότι το κοινοβουλευτικό σύστημα υπονόμευσε την ικανότητα του κράτους να λαμβάνει αποφάσεις, επειδή η “κοινωνία” είχε μετασχηματίσει το “πολιτικό” σε μια έκφραση διακριτών κοινωνικών συμφερόντων οδηγώντας στον κατακερματισμό του και συνεπώς στην αποσύνθεση του κεντρικού θεσμού που για τον Σμιτ είναι ικανός να διατηρεί την κοινωνική αρμονία. Το κράτος, λοιπόν, “κοινωνικοποιήθηκε” και ο κατακερματισμένος χαρακτήρας και η ταξικά διαιρεμένη κοινωνία αναπαραγόταν μέσα στο “πολιτικό”. Η “κοινωνικοποίηση του κράτους” υπονόμευσε τον κεντρικό και κύριο θεσμό που ήταν ικανός να λαμβάνει αποφάσεις. Εξ ου και η έκκληση του Σμιτ για την αποκατάσταση του πολιτικού, του κράτους, με έμφαση στο να απελευθερωθεί το κράτος από την κοινωνία. Αυτή η απελευθέρωση έπρεπε να βασιστεί στην εξάλειψη όλων των μορφών κοινωνικής σύγκρουσης, της σύγκρουσης δηλαδή που δεν επιτρέπεται και δεν διεξάγεται από το “πολιτικό”.
Εν συντομία, ο Σμιτ θεωρούσε ότι το πολιτικό βρίσκεται σε κρίση, επειδή η ικανότητά του να λαμβάνει πολιτικές αποφάσεις “αυτόνομα”, δηλαδή χωρίς την παρεμβολή των υποτελών μαζών, υπονομευόταν. Αντιθέτως, η κοινωνική σύγκρουση επέβαλε τις αποφάσεις στο κράτος, υπονομεύοντας το μονοπώλιό του ως μοναδικού “ικανού να αποφασίζει”. Μόνο υπ΄ αυτό τον όρο ο Σμιτ θεωρεί αληθινά κυρίαρχο το πολιτικό. Η Βαϊμάρη συνέβαλε στην αποσύνθεση του “πολιτικού”, επειδή η κοινωνία υπέταξε το κράτος στις απαιτήσεις της. Εν ολίγοις, ο Σμιτ αντιλαμβανόταν τον εκδημοκρατισμό της κοινωνίας ως μεγάλη απειλή για την ικανότητα του πολιτικού να διασφαλίσει τις σχέσεις ατομικής ιδιοκτησίας, του κεφαλαίου.
Παρόμοια ζητήματα για τη σχέση μεταξύ κοινωνίας και του “πολιτικού” επανεμφανίστηκαν το 1945. Η λύση τους βεβαίως έπρεπε να είναι διαφορετική από τη φασιστική αναδόμηση του πολιτικού όπως πραγματοποιήθηκε στο Fuhrerstaat. Αυτό δεν σημαίνει πως ο φασισμός δεν δίδαξε τίποτε! Οι πιστοί του αόρατου χεριού άντλησαν το μάθημά τους από τη ιστορία και το έκαναν αποκηρύσσοντας το δημοκρατικό εργατικό κίνημα για την υποτιθέμενη συνενοχή του στον ολοκληρωτισμό. Όπως το είδαν, ο εκδημοκρατισμός στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης έγινε η αιτία του ναζισμού και η αναδόμηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας έπρεπε να είναι μια δημοκρατία του πολιτικού. Με άλλα λόγια, μια δημοκρατία χωρίς δήμο, που νοείται ως όχλος. Όπως το διατύπωσε ένας Γερμανός ακαδημαϊκός τη δεκαετία του 1950, “ο εκδημοκρατισμός της κοινωνίας δημιουργεί τη βασική απειλή για τη δημοκρατία”. [19] Συνεπώς, ο ναζισμός δεν προκλήθηκε από την πολιτική προσπάθεια της Δεξιάς να εξασφαλίσει την καπιταλιστική εκμετάλλευση των εργαζομένων μέσω της τρομοκρατίας. Αλλά προέκυψε από τον “όχλο” που, λόγω της πολιτικής ανωριμότητάς του και των λαϊκίστικων κλίσεών του, θεωρείται ότι επηρεάζεται εύκολα και πείθεται να ακολουθήσει δαιμονικούς ηγέτες, επιτρέποντας να “αναδυθούν” ολοκληρωτικές δικτατορίες που καταστέλλουν την “ελευθερία και την ισότητα”. [20]Ιδού λοιπόν η αντιστροφή και μέσω αυτής η υιοθέτηση της άποψης του Σμιτ μετά το 1945: η δημοκρατία των μαζών που δεν ελέγχεται από συνταγματικές και θεσμικές διασφαλίσεις και η μαζική κοινωνία της οποίας οι δημοκρατικές ροπές αφήνονται ανεξέλεγκτες και χωρίς να παρακολουθούνται από τα παρατηρητικά μάτια του κράτους αποτελούν κίνδυνο για την ικανότητα του κράτους να εξασφαλίζει τα δικαιώματα της ατομικής ιδιοκτησίας. Συνεπώς, η διασφάλιση της δημοκρατίας απαιτεί να κρατηθεί η επιρροή της κοινωνίας πάνω στο “πολιτικό” στον κατώτερο δυνατό βαθμό -- και η μόνη εναπομένουσα πολιτική δραστηριότητα που μπορεί να περιμένει λογικά είναι η συμμετοχή στις εκλογές με την ιδιότητα του ψηφοφόρου. Άλλες μορφές κοινωνικο-πολιτικής κινητοποίησης χρειάζεται να αντιμετωπιστούν τουλάχιστον με καχυποψία: η σταθερότητα της δημοκρατίας απαιτεί το δημοκρατικό κράτος να υπερασπίζεται τον εαυτό του έναντι του εκδημοκρατισμού της κοινωνίας. Το οικονομικό “ισοδύναμο” του αδρανούς ή απο-δημοκρατικοποιημένου πολίτη είναι η καπιταλιστική ύπαρξη μιας ανθρώπινης κοινωνικής παραγωγικής δύναμης, ως εμπόρευμα μισθωτή εργασία, ο αποκαλούμενος ανθρώπινος συντελεστής της παραγωγής.
Εν συνόψει: μετά το 1945, τέθηκε ξανά το θέμα του συμβιβασμού της κοινωνίας των μαζών με τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα του κεφαλαίου. Το πρόγραμμα του Μίλερ-Άρμακ για μια κοινωνική οικονομία της αγοράς που θα έριχνε άγκυρα στην Ευρώπη έδινε τη λύση (Moss, 2000). Θα αναχαίτιζε και θα περιόριζε τη μαζική δημοκρατία συμβιβάζοντάς τη με την “τεχνοκρατική” κυβέρνηση ,υποβαθμίζοντας τις δημοκρατικές πλειοψηφίες σε αντικείμενα κοινωνικο-οικονομικής “καθοδήγησης” (πρβλ. Muller-Armack, 1947). Η τεχνοκρατική κυβέρνηση δεν σημαίνει ότι ο “μηχανισμός” του κράτους αντικαθιστά τον κανόνα του αόρατου χεριού, δηλαδή το “μηχανισμό της αγοράς”. Μάλλον, επιδιώκει να ρυθμίσει αυτό το μηχανισμό πιο αποτελεσματικά και ανταγωνιστικά μέσω ενός συστήματος κανόνων δικαίου και εξωδημοκρατικών θεσμικών συστημάτων ρύθμισης, ελέγχοντας τον αποκαλούμενο κεϊνσιανό πληθωρισμό μισθών, περιορίζοντας τη διαπραγματευτική δύναμη των συνδικάτων και προσαρμόζοντας τις δαπάνες του κράτους πρόνοιας στην αύξηση της παραγωγικότητας. Η τεχνοκρατική κυβέρνηση βασίζεται στην ιδέα του θεσμικά “εμπεδωμένου” και νομικά ρυθμισμένου οικονομικού φιλελευθερισμού. Το θέμα λοιπόν είναι το αποκαλούμενο θεσμικό πλαίσιο και η οργάνωσή του μέσα και μέσω της οποίας τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα του κεφαλαίου συντηρούνται και μέσω της οποίας εξασφαλίζεται η συσσώρευση στη βάση του νόμου και του χρήματος. Η διασφάλιση αυτή διατηρείται μέσω ενός θεσμικού και συνταγματικού πλαισίου που υποτίθεται ότι καθιστά διαχειρίσιμη την κοινωνική σύγκρουση, επιτρέποντας την ενσωμάτωση της μαζικής κοινωνίας στην καπιταλιστική σχέση, μέσω μιας ορθολογικής διοίκησης των οικονομικών υποθέσεων που περιορίζει μια πολιτική συμβιβασμού με την εργατική τάξη. Εν ολίγοις, ο χαρακτηρισμός της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης από τον Πίντερ (1968) ως “αρνητικής ολοκλήρωσης” είναι εύστοχος.
Στη σημερινή γλώσσα, η αρνητική ολοκλήρωση ονομάζεται απορρύθμιση. Ωστόσο, μια πιο κοντινή ματιά στην αποκαλούμενη απορρύθμιση των οικονομικών σχέσεων αποκαλύπτει ότι συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή ο σκληρός και πειθαρχικός έλεγχος της αγοράς εργασίας. Με άλλα λόγια, η ΕΟΚ δεν ιδρύθηκε απλώς για να προωθήσει την οικονομία της ελεύθερης αγοράς. Παρείχε και μια μέθοδο και, στο φόντο των μαζικών τάφων των δύο παγκοσμίων πολέμων, τη νομιμοποίηση για την αναχαίτιση της κοινωνίας των μαζών στη βάση της εμπορευματοποιημένης εργασίας.
Την ίδια στιγμή που οι δυτικοευρωπαϊκές κυβερνήσεις υιοθετούσαν το “κράτος πρόνοιας”, ακολουθούσαν τις σήμερα αποκαλούμενες νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές και δημιουργούσαν ένα υπερεθνικό πλαίσιο που υποστήριζε την απομόνωση της πολιτικής ρύθμισης της ελεύθερης αγοράς από τις δημοκρατικές απαιτήσεις των υποτελών μαζών. Πολλά έχουν ειπωθεί για τη σχεδιοποίηση [διαχείριση πόρων σύμφωνα με ένα σχέδιο οικονομικής και πολιτικής ανάπτυξης] της Γαλλίας. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι ισοδυναμούσε με το σοσιαλισμό, άλλοι είδαν μια σαφή γραμμή εξέλιξης ανάμεσα στον ιταλικό φασισμό και το πιο “πολιτισμένο” πρόγραμμα σχεδιοποίησης της Γαλλίας (πρβλ. Agnoli, 1997). Όπως και να έχει, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι Γάλλοι σχεδιαστές είδαν τη δημιουργία των ευρωπαϊκών δομών σαν μέσο επιβολής στη γαλλική βιομηχανία της απαίτησης να αυξηθεί η παραγωγικότητα της εργασίας έτσι ώστε να γίνει πιο ανταγωνιστική απέναντι στη Γερμανία και μετά το 1958 παγκοσμίως. [22] Όπως είπε ο ντε Γκολ (1971, σελ. 143): “ο διεθνής ανταγωνισμός ... πρόσφερε ένα μοχλό για να διεγείρουμε τον επιχειρηματικό μας τομέα, να τον αναγκάσουμε να αυξήσει την παραγωγικότητα εξ ου και η απόφασή μου να προωθήσω την Κοινή Αγορά που ακόμη ήταν στα χαρτιά”.
Το κίνητρο του ντε Γκολ να κρατήσει τη Γαλλία μέσα στην ΕΟΚ, μια ΕΟΚ στην οποία, βεβαίως, θα ηγούνταν η Γαλλία, σχετιζόταν με τα οφέλη που παρείχε η Ευρώπη για την εγχώρια αντιμετώπιση των εργαζομένων. Εν ολίγοις, έβλεπαν πως η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση θα διασφάλιζε, με μια άγκυρα, τον περιορισμό των δημοκρατικών προσδοκιών της κοινωνίας εντός του νόμου του κεφαλαίου.[23]
Το δεύτερο χαρακτηριστικό της μεταπολεμικής περιόδου ανοικοδόμησης αναφέρεται σε δύο συσχετιζόμενα θέματα. Είναι, από τη μια, η προσπάθεια να ενσωματωθεί η εργατική τάξη στις καπιταλιστικές σχέσεις μέσω των υποσχέσεων για πλήρη απασχόληση και κοινωνική πρόνοια και με την αποδοχή των μαζικών δημοκρατικών δικαιωμάτων πολιτικής συμμετοχής. Από την άλλη, υπάρχει η απομόνωση του “πολιτικού” από τη μαζική δημοκρατική επιρροή μέσω της δημιουργίας μιας ευρωπαϊκής άγκυρας που στηρίζει αυτή την απομόνωση, επιταχύνει μια πολιτική “αρνητικής ολοκλήρωσης” -- καλύτερα : μια βασισμένη σε κανονισμούς πολιτική “απορρύθμισης”-- ως άμυνα έναντι του φάσματος μιας δυνητικά “παράλογης” μαζικής κοινωνίας που σπάει τα αναχώματα του αστικού κόσμου της γενικευμένης πρόνοιας, μέσω του διαβόητου φαινομένου της διάχυσης. Η “Ευρώπη” παρέχει το πλαίσιο οικονομικής προσαρμογής βασισμένης στο νόμο και ελεγχόμενης από κρατικές γραφειοκρατίες και το μεγάλο κεφάλαιο. Εστιάζει στην οικονομική πολιτική ως μια τεχνοκρατική άσκηση που ρυθμίζει την ελευθερία της αγοράς μέσω θεσμικά “εμπεδωμένων” και συνταγματικά περιφρουρημένων “κανόνων” που μένουν μακριά από τη δημοκρατική επιρροή των μαζών και διαφεύγουν από το βεληνεκές των εδαφικά οργανωμένων εργατικών τάξεων της Ευρώπης, οι οποίες σηκώνουν το βάρος της οικονομικής προσαρμογής ανταγωνιζόμενες η μία την άλλη.[24]
Γιατί έπρεπε να γίνει έτσι; Η σοβαρότητα με την οποία η αστική τάξη βλέπει τη δημοκρατική δύναμη των υποτελών μαζών εκτιμήθηκε ορθά από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ. Υποστήριζε, στα 1899, ότι η αστική τάξη, σε καιρούς ενός “δημοκρατικού μαζικού κινήματος” θα απέρριπτε το φιλελεύθερο δημοκρατικό κράτος και θα ανακαλούσε το αστυνομικό κράτος. Όπως έλεγε, “παρόλο που, σύμφωνα με τη μορφή της, η κοινοβουλευτική δημοκρατία χρησιμεύει για να εκφράζονται στο επίπεδο του κράτους τα συμφέροντα όλης της κοινωνίας, ως κοινωνία προϋποτίθεται ότι είναι η καπιταλιστική. Οι τυπικά δημοκρατικοί θεσμοί καθίστανται έτσι , όσον αφορά το περιεχόμενό τους, εργαλεία της άρχουσας τάξης και των συμφερόντων της. Αυτό μπορεί να το δει κανείς καθαρά στην αντίδραση της αστικής τάξης απέναντι στην πιο μικρή ένδειξη ότι η δημοκρατία μετασχηματίζεται σε εργαλείο των πραγματικών συμφερόντων των υποτελών μαζών: η αστική τάξη αντιδρά θυσιάζοντας τις δημοκρατικές μορφές και τους αντιπροσωπευτικούς οργανισμούς του κράτους” (Λούξεμπουργκ, 1974, σελ. 389 κ.ε., μτφρ. του συγγραφέα). Πολύ μεγάλη η διορατικότητα της Λούξεμπουργκ. Ωστόσο, μετά την απελευθέρωση από τον ιταλικό φασισμό και τον γερμανικό ναζισμό, δεν μπορούσαν εύκολα να επιστρέψουν στο αστυνομικό κράτος για να αναχαιτίσει τους στόχους των δημοκρατικών πλειοψηφιών. Ενάντια στις κομμουνιστικές προσδοκίες, η υπόσχεση του κράτους πρόνοιας ήταν μια παραχώρηση που άξιζε τον κόπο, για να εξασφαλίσει την ενσωμάτωση της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης στις καπιταλιστικές σχέσεις.
Όμως, αυτή η υπόσχεση έμεινε στο “εσωτερικό”. Δεν αντανακλάστηκε στις συνθήκες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Βεβαίως, η ευρωπαϊκή αστική τάξη διαφωνεί μεταξύ της για τη μορφή που θα έπρεπε να πάρει η Ευρώπη. Κάθε εθνική αστική τάξη επιδιώκει μονίμως πλεονεκτήματα και ταυτόχρονα επιδιώκει να εκφράσει το συλλογικό ταξικό της συμφέρον απέναντι στην εργατική τάξη. [25] Εν ολίγοις, η ευρωπαϊκή αστική τάξη , αντί να καταφύγει σε ένα αστυνομικό κράτος, αποδέχθηκε τη μαζική δημοκρατία και επιδίωξε να την αναχαιτίσει προληπτικά μέσω της “Ευρώπης”. Η δημιουργία της ΕΟΚ μοιάζει με “προληπτική αντεπανάσταση” (βλ. Agnoli, 1995) ενάντια στις δημοκρατικές πλειοψηφίες, δηλ. στις εργατικές τάξεις των χωρών της Ευρώπης. Η άλλη πλευρά της αποδοχής της μαζικής δημοκρατίας στο εσωτερικό των χωρών είναι ο έλεγχος της εργατικής τάξης μέσω της Ευρώπης. Το προηγούμενο απόσπασμα του ντε Γκολ δείχνει τη σημασία αυτής της άποψης. Και ο Χάγιεκ, όπως αναφέρει ο Άντερσον (1997, σελ. 130), ήταν ο προφήτης αυτού του οράματος.
Το όραμα για μια υπερεθνική Ευρώπη το συνέλαβε ο Χάγιεκ τη δεκαετία του 1930. Υποστήριξε ότι τα εθνικά κράτη έπρεπε να συνενωθούν για να δημιουργήσουν ένα ομοσπονδιακό διακρατικό σύστημα. Η διευθέτηση αυτή υιοθετήθηκε γιατί θα εμπόδιζε την πληθωριστική ζήτηση που για τον Χάγιεκ ήταν συνέπεια της πόλωσης των ταξικών σχέσεων μέσα στα ανεξάρτητα εθνικά κράτη. Η εγκαθίδρυση ενός υπερεθνικού πολιτικού πλαισίου υιοθετήθηκε ως μέσο που θα ενθάρρυνε την ανταγωνιστικότητα, ενάντια στις εθνικές πολιτικές οικονομικού προστατευτισμού.
Θα υποστήριζε την αποπολιτικοποίηση των οικονομικών σχέσεων, ενάντια στην ισχύ των “ειδικών συμφερόντων” (δηλ. ενάντια στις υποτελείς μάζες) που υποτάσσουν το εθνικό κράτος σε μια πολιτική διαχείρισης της πληθωριστικής ζήτησης και θα εξάλειφε τους περιορισμούς στην κίνηση του κεφαλαίου, της εργασίας και των εμπορευμάτων. Επιπλέον, το υπερεθνικό πλαίσιο θα περιόριζε το εύρος της ρύθμισης της οικονομικής ζωής, θα αποθάρρυνε την αλληλεγγύη της εργατικής τάξης μέσω του εθνικού κατακερματισμού και θα “καθιστούσε δυνατή τη δημιουργία κοινών κανόνων δικαίου, ένα ενιαίο νομισματικό σύστημα και τον κοινό έλεγχο των επικοινωνιών” (Hayek, 1939, σελ. 255). Το υπερεθνικό πλαίσιο λοιπόν υιοθετήθηκε ως τρόπος να κρατηθούν οι μάζες μακριά από τα κέντρα λήψης των αποφάσεων και ως μηχανισμός που θα εξασθένιζε τη δυνατότητα της εργατικής τάξης να αναγκάζει τις κυβερνήσεις να δίνουν εγγυήσεις πρόνοιας και απασχόλησης, προκειμένου να την καθησυχάζουν και να μετριάζουν τις απαιτήσεις της. Η ισχύς που έχει ο “όχλος” να στρεβλώνει τις σχέσεις ελευθερίας θα περιοριζόταν σημαντικά και θα υπονομευόταν.
Το υπερεθνικό πλαίσιο λοιπόν “παρείχε ένα ορθολογικό πλαίσιο εντός του οποίου η ατομική πρωτοβουλία θα έχει το μέγιστο δυνατό εύρος” (στο ίδιο, σελ. 268). Κανένα εμπόδιο δεν θα έμπαινε σ΄ αυτό που σήμερα ορίζεται ως απορρύθμιση και ευελιξία των μισθών. Όπως το είδε ο Χάγιεκ “ακόμη και νόμους που αφορούν τον περιορισμό της παιδικής εργασίας ή των ωρών εργασίας είναι δύσκολο να τους φέρει σε πέρας το ξεχωριστό κράτος” (στο ίδιο, σελ. 260). Δίνει ιδιαίτερη προσοχή στο ότι σε μια υπερεθνική ένωση τα ξεχωριστά κράτη “δεν θα έχουν τη δυνατότητα να ακολουθούν ανεξάρτητη νομισματική πολιτική” (στο ίδιο, σελ. 259). Κατά την άποψή του, δεν πρέπει να εμπιστευθεί κανείς στις εθνικές κυβερνήσεις τη νομισματική πολιτική , ακόμη κι αν δεσμευθούν σε μια πολιτική σταθερότητας των τιμών. Οι πολιτικοί, υποδεικνύει, πάντα κυβερνούν έχοντας στο μυαλό τους τις επόμενες εκλογές, κάτι που εκμαυλίζει ακόμη και τους ορκισμένους “μονεταριστές” και ενδίδουν στη “λαϊκή πίεση”, οδηγώντας σε μια πολιτική συμβιβασμού και συνεπώς στην ενσωμάτωση της εργατικής τάξης στις καπιταλιστικές σχέσεις βάσει υλικών παραχωρήσεων.
Επιπλέον, η νομισματική πολιτική πάντα απαιτεί ένα στοιχείο κρίσης και συνεπώς παρέχει τη διακριτική ευχέρεια στις κυβερνήσεις να την καταχρώνται, προκειμένου να διατηρούν τη δημοτικότητά τους. Μια υπερεθνική λειτουργία της νομισματικής πολιτικής, σε συνδυασμό με μια ανεξάρτητη τράπεζα που δεν επηρεάζεται από εγχώριους υπολογισμούς, θα περιόριζε το ρόλο των πολιτικών αποφάσεων και θα απομόνωνε, άρα, τις οικονομικές αποφάσεις από την “κεϊνσιανή” αντίδραση στην κοινωνική σύγκρουση. Αντίθετα, η νομισματική πολιτική θα ήταν βασισμένη σε κανόνες και προστατευμένη από τη “στρεβλωτική” επιρροή των αιτημάτων της εργατικής τάξης. [26] Στη συνέχεια, η απομάκρυνση της κεντρικής τράπεζας από την πολιτική επιρροή θα της παρείχε ένα καθεστώς παρόμοιο με αυτό των δικαστών, ανεξάρτητο από τα καθιερωμένα φιλελεύθερα-δημοκρατικά συστήματα, εκδιώκοντας τον “όχλο” από τους κυβερνητικούς θώκους (πρβλ. Μπαρούχ). Η νομισματική πολιτική θα απελευθερωνόταν από τις μάζες και τις προσδοκίες τους. Η ελευθερία θα αποκαθίστατο και μαζί μ΄ αυτήν η αληθινή δημοκρατία της αγοράς, δηλαδή η δημοκρατία της προσφοράς και της ζήτησης , όπου όσοι δεν λαμβάνουν υπόψη τους τη λειτουργία της αγοράς εργασίας θα τιμωρούνται από το αόρατο χέρι.
Εν ολίγοις, η εσωτερική πολιτική λιτότητας θα δενόταν γερά σε ένα υπερεθνικό καθεστώς, ένα καθεστώς σχεδιασμένο να παρέχει “σταθερότητα” (Stabilitatsgemeinschaft, πρβλ. Muller-Armack, 1971). Κατά την άποψη του Μίλερ-Άρμακ, η “σταθερότητα” σημαίνει χαμηλό πληθωρισμό, ισχυρό νόμισμα, ανταγωνιστικό εργατικό κόστος και ένα αποτελεσματικό και επαρκές εργατικό δυναμικό, η ικανότητα του οποίου να διεκδικεί τα αιτήματά του περιορίζεται από την “Ευρώπη”.

Συμπέρασμα

Σε διάκριση με τους Μαντέλ και Πουλαντζά, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν προωθείται ούτε από την οικονομική αναγκαιότητα ούτε απλά είναι μια δι-εθνική διευθέτηση μεταξύ εθνικών κρατών. Το παρόν άρθρο υποστήριξε ότι η ώθηση προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν μπορεί να αναχθεί ούτε σε μια οικονομική λογική ούτε να περιοριστεί σε μια πολιτική ανάλυση που προϋποθέτει το εθνικό κράτος ως κυρίαρχη μορφή. Η πολιτική οικονομία της καπιταλιστικής αναπαραγωγής υπερβαίνει τα εθνικά σύνορα και το ζήτημα της εθνικής ενσωμάτωσης του κράτους δεν μπορεί “να διαχωριστεί από το ζήτημα της ολοκλήρωσης του διεθνούς κρατικού συστήματος” (Clarke, 1988, σελ. 179). Η δημοκρατία της αγοράς στηρίζεται μέσω των πολιτικών εγγυήσεων των δικαιωμάτων ατομικής ιδιοκτησίας, καθιστώντας το πολιτικό και το οικονομικό διακριτές μορφές του ταξικού ανταγωνισμού ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία (Burnham, 1995). Η ορμή προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση πρέπει κατά συνέπεια να διατυπωθεί με ταξικούς όρους. Η “εθνική” εγγύηση των δικαιωμάτων της ατομικής ιδιοκτησίας τρέφεται μέσω της “Ευρώπης”, που προστατεύει το νόμο της αγοράς από τις εθνικά οργανωμένες μάζες – μια προληπτική αντεπανάσταση βασισμένη σε νόμους, περιορίζοντας τις δημοκρατικές προσδοκίες των μαζών εντός της δημοκρατίας της αγοράς μέσω της “Ευρώπης”.
Η τρέχουσα οικοδόμηση της Ευρώπης αναγεννά την αντεπανάσταση που άρχισε στη δεκαετία του 1950 και το κάνει σε διαφορετικό πλαίσιο που ορίζεται από τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου και από τη διαρκή κρίση καπιταλιστικής συσσώρευσης σε παγκόσμια κλίμακα. Ο Gill, π.χ., βλέπει την ΟΝΕ σαν μια θεσμική διευθέτηση “σχεδιασμένη να απομονώσει βασικές οικονομικές υπηρεσίες, ιδίως τις Κεντρικές Τράπεζες, από την παρεμβολή των εκλεγμένων πολιτικών” (1992, σελ. 168). Ωστόσο, με την ΟΝΕ, η “συγκεντροποίηση της μη ελεγχόμενης διαδικασίας αποφάσεων βρίσκεται ακριβώς σε εκείνους τους τομείς όπου το ίδιο το καπιταλιστικό έθνος-κράτος πάντα αντιστεκόταν αποφασιστικά στη δημοκρατική επέκταση: τη νομισματική πολιτική” (Gowan, 1997, σελ. 97). Η σημασία της ΟΝΕ συνεπώς δεν έγκειται στο ότι δεν λογοδοτεί δημοκρατικά, ενώ προηγουμένως υπήρχε δημοκρατική λογοδοσία ως προς τη νομισματική πολιτική [εννοεί στα πλαίσια του έθνους-κράτους]. Ούτε απλώς η ΟΝΕ θέτει δεσμευτικούς “περιορισμούς στην κρατική ισχύ” (Gill, 1992, σελ.. 178 και ο ίδιος 1998). Μάλλον η σημασία της ΟΝΕ έγκειται στο ότι τα εθνικά κράτη δεν μπορούν πλέον, με δική τους πρωτοβουλία, να λύσουν τις ταξικές συγκρούσεις μέσω της πιστωτικής επέκτασης ή της νομισματικής υποτίμησης. Η ΟΝΕ, λοιπόν, ενσαρκώνει τη νεοφιλελεύθερη πολιτική της ελευθερίας της αγοράς που συνδέεται με τις αντιλήψεις του Χάγιεκ, μέσω της δημιουργίας των ευρωπαϊκών υπερεθνικών θεσμικών μηχανισμών που περιορίζουν τη δυνατότητα να εφαρμοστεί επεκτατική οικονομική πολιτική από τις εθνικές κυβερνήσεις ως αντίδραση στους εργατικούς αγώνες. Ο Hix (1999, σσ. 299-300) συνοψίζει πολύ καλά την αναμενόμενη συμβολή των εργαζομένων στη σταθερότητα της ΟΝΕ: “μια νομισματική ένωση θα έπρεπε να είναι ικανή να προσαρμόζεται είτε μέσω της μετακίνησης των εργαζομένων από τα κράτη σε ύφεση στα κράτη με υψηλή οικονομική μεγέθυνση είτε μέσω της ευελιξίας στην αγορά εργασίας, με μείωση μισθών και εργατικού κόστους σε κράτη με ύφεση για να προσελκύσουν κεφαλαιακές επενδύσεις”.
Ωστόσο, η ΟΝΕ δεν παρέχει θεσμική ρύθμιση στο ζήτημα των εργαζομένων. Αντίθετα, θα μπορούσε να μεγεθύνει και να μεταβιβάσει τις “περιφερειακές” ταξικές συγκρούσεις σε όλη την Ε.Ε. Ότι αυτό συμβαίνει αναγνωρίζεται από τους αρχιτέκτονες της ΟΝΕ και γι΄ αυτό δίνεται ιδιαίτερη σημασία στο ρόλο και τη λειτουργία της δημοσιονομικής πολιτικής. Οι χώρες που συμμετέχουν στην ΟΝΕ χάνουν τον έλεγχο της νομισματικής πολιτικής και δεν μπορούν πλέον να χρησιμοποιούν την υποτίμηση της ισοτιμίας για να προσαρμόσουν την αύξηση της παραγωγικότητας στα παγκόσμια ανταγωνιστικά επίπεδα. Η μακρο-οικονομική προσαρμογή στα κράτη-μέλη θα πρέπει να βασιστεί στην μεγαλύτερη παραγωγικότητα της εργασίας και αυτό σημαίνει ανταγωνιστικό κόστος εργασίας. Τι θα γίνει αν δεν επιτευχθεί αυτή η προσδοκία; Τα κράτη-μέλη διατηρούν την ευθύνη για τη δημοσιονομική πολιτική. Ταυτόχρονα, η Ένωση έχει την εξουσία του συντονισμού και της εποπτείας και την ικανότητα να υπαγορεύει τροποποιήσεις της δημοσιονομικής πολιτικής και να εφαρμόζει κυρώσεις ενάντια σε κυβερνήσεις που δεν ακολουθούν τις συστάσεις [σήμερα αλλάζει και αυτό, επιδιώκεται να αναλάβει πλήρως τις εξουσίες επί του προϋπολογισμού των κρατών ένας επίτροπος με απόλυτες εξουσίες (σ.τ.μ.)]. Η ΟΝΕ προωθεί ξεκάθαρα τη δημοσιονομική λιτότητα ως εγγύηση και ως όρο για τη σταθερότητα της νομισματικής ένωσης. Ωστόσο, στην ΟΝΕ, η ικανότητα των εθνικών κυβερνήσεων να αντιδρούν στις ταξικές συγκρούσεις με τη δημοσιονομική επέκταση είναι ταυτόχρονα περιορισμένη και αυξημένη. Η αυστηρότητα του Συμφώνου Σταθερότητας που θεσμοποίησε ένα σφιχτό δημοσιονομικό καθεστώς ως γενικό χαρακτηριστικό της ΟΝΕ αυξάνεται επειδή, όπως αναφέρει ο Garret (1994, σελ. 49), η ΟΝΕ δημιουργεί “ισχυρό κίνητρο στα κράτη-μέλη να λειτουργούν σαν τζαμπατζήδες στην ένωση διατηρώντας μεγάλα ελλείμματα του προϋπολογισμού”, εξαπλώνοντας το “κόστος” διαχείρισης των περιχαρακωμένων ταξικών σχέσεων στην Ευρώπη, μέσω των επιπτώσεων αυτού του είδους της δημοσιονομικής επέκτασης, στο ευρώ. Το Σύμφωνο Σταθερότητας προστατεύει την ΟΝΕ από τέτοιες εξελίξεις, η ενσωμάτωσή του στην ΟΝΕ σημαίνει αναγνώριση του “κινδύνου” η εθνική δημοσιονομική επέκταση να δημιουργήσει “μεγάλη απειλή για τη συνολική νομισματική σταθερότητα” της Ένωσης (Emerson, 1992, σελ. 100). Το κρίσιμο ζήτημα , άρα, για τη σταθερότητα της ΟΝΕ είναι η δημοσιονομική πολιτική και μέσω αυτής η αναχαίτιση της ταξικής σύγκρουσης μέσω “ισοσκελισμένων” προϋπολογισμών σε όλη την Ε.Ε.
Τι θα συμβεί όμως αν ένα κράτος-μέλος αντιδράσει στην ταξική σύγκρουση με δημοσιονομική σπατάλη; Θα σταθεροποιηθεί με δημοσιονομικές μεταβιβάσεις από άλλα κράτη-μέλη ή θα έπρεπε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, παρά το ότι δεν έχει αυτή την εντολή, να επιτρέψει τη χρηματιστικοποίηση του συσσωρευμένου εθνικού χρέους; Θα ήταν θεμιτές τέτοιες αντιδράσεις, δεν θα “καλούσαν” τα κράτη-μέλη να υιοθετήσουν “μη βιώσιμα” δημοσιονομικά μέτρα για να αναχαιτίσουν τους ταξικούς αγώνες; Τι δύναμη κυρώσεων θα είχε η Ε.Ε.; Η αναστολή της ιδιότητας του μέλους της ΟΝΕ σε ένα τέτοιο κράτος-μέλος θα υπονόμευε την ΟΝΕ και θα μπορούσε να οδηγήσει στη διάλυση της Ε.Ε., η δε αναχρηματοδότηση του κράτους-μέλους θα ενίσχυε την απειλή νομισματικής αστάθειας σ΄ όλη την Ευρώπη με τον ίδιο τρόπο που “μη βιώσιμα” εθνικά επίπεδα δημοσίου χρέους βάζουν σε κίνδυνο το σκοπό της φειδωλής κυκλοφορίας χρήματος σε ευρωπαϊκή κλίμακα.
Εν ολίγοις, η ΟΝΕ απλώς παρέχει μια υπερεθνική άγκυρα για την εφαρμογή της πολιτικής της λιτότητας. Το αν αυτή η “άγκυρα” εκπληρώνει το σκοπό της δεν εξαρτάται από την μελωδία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αλλά από την έκβαση των ταξικών αγώνων. Η ΟΝΕ μεταβιβάζει και μεγεθύνει τις εγχώριες ή περιφερειακές εξεγέρσεις σε όλη την Ευρώπη και συνεπώς καθιστά τα ευρωπαϊκά κράτη πιο εξαρτημένα το ένα από το άλλο. Η αποτυχία στην αναχαίτιση των εργαζόμενων σε ένα κράτος-μέλος θα έχει δυσμενείς συνέπειες σε όλα τα άλλα. Με άλλα λόγια, κάθε εθνικό κράτος δεν ανταγωνίζεται απλώς με τα άλλα για ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα [27] αλλά επίσης εξαρτάται από τα άλλα για την αναχαίτιση των ταξικών αγώνων. Στη βιβλιογραφία για τη διαχείριση του παγκόσμιου χρέους, αυτό το θέμα αντιμετωπίζεται βάσει του “ηθικού κινδύνου” (πρβλ. Benson, 1995): θα έπρεπε η Ε.Ε, να ανεχθεί επεκτατικές δημοσιονομικές αντιδράσεις στην ταξική σύγκρουση από ένα κράτος-μέλος, δημιουργώντας συνεπώς ένα προηγούμενο που θα ενθάρρυνε την “προσδοκία” να επαναληφθεί μια παρόμοια αντίδραση στο μέλλον; Ή θα έπρεπε το κράτος-μέλος , εν όψει των περιχαρακωμένων ταξικών σχέσεων, να αφεθεί να χρεοκοπήσει; Έτσι όμως θα υπήρχε μεγάλη πίεση προς τη δημιουργία αυτού που καταδίκαζε ο Χάγιεκ δηλ. μια ευρωπαϊκή δημοσιονομική δικαιοδοσία που θα συμπληρώνει το νομισματικό φεντεραλισμό. Όποια κι αν είναι η αντίδραση, ποιος θα σταματήσει τον κόσμο που τρέχει προς την πόρτα όταν η εξέλιξη γίνεται απεχθής;
Στο παρελθόν αυτό το έκανε το κράτος, και όπως γνώριζε πολύ καλά ο Άνταμ Σμιθ [28]μόνο το κράτος έχει την εξουσία να επιβάλει στην αστική κοινωνία τον κανόνα στον οποίο βασίζεται η δική της ύπαρξη, τον κανόνα της ατομικής ιδιοκτησίας και άρα το δικαίωμα του κεφαλαίου να εκμεταλλεύεται την εργατική δύναμη προς χάριν της συσσώρευσης. Ποιο είναι το όνομα του κράτους που κατέχει, σύμφωνα με τον Σμιτ[29], την κυριαρχία να κηρύξει “κατάσταση έκτακτης ανάγκης” ώστε όλοι να ακολουθήσουμε την οδηγία του αόρατου χεριού και να συμπεριφερόμαστε ως απλές προσωποποιήσεις των καπιταλιστικών ανταλλακτικών σχέσεων;
Συνοπτικά, η σταθερότητα της ΟΝΕ εξαρτάται από την συναίνεση της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης. Η αποτυχία ενός κράτους-μέλους να αναχαιτίσει τη “δική του” εργατική τάξη έχει δαπανηρές συνέπειες σε όλα τα άλλα κράτη-μέλη. Ο πρώην πρόεδρος της Μπούντεσμπανκ Χανς Τιτμάγιερ, το είδε αυτό πολύ καθαρά όταν είπε ότι η “διατήρηση της νομισματικής ένωσης μπορεί να χρειάζεται μεγαλύτερη αλληλεγγύη από ό,τι στην αρχή της” (παρατίθεται στο Eltis, 2000, σελ. 146). Με λίγα λόγια, ο ιστός της ΟΝΕ εμφανίζεται δυνατός, αλλά οι αρμοί είναι αδύναμοι. Οι αρμοί έχουν μεγάλη σημασία. Το πρόβλημα της Ευρώπης δεν λύνεται με την ΟΝΕ. Αντιθέτως, μ΄ αυτήν εμφανίζεται.
Σημειώσεις
1.Είμαι ευγνώμων στους Γουλιέλμο Καρσέντι και Μπέρνι Μος για τα βαθυστόχαστα σχόλιά τους σε ένα πρώτο σχέδιο αυτής της εργασίας. Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω τους δύο εξωτερικούς εισηγητές για τα βοηθητικά τους σχόλια και τον Νικ Χάμερ της σύνταξης για τις πολύτιμες συμβουλές του. Το άρθρο ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι του 2000.
2.Βλ. Committee (1980, ιδίως σσ. 19-20) και Emerson et al (1992).
3.Γι΄ αυτό, βλ. π.χ. Moss (2000).
4.Ως ανταπόκριση σε αναφορά εξωτερικού κριτή, η επιχειρηματολογία μου αφήνει κατά μέρος το ζήτημα πώς διαφορετικές ιδεολογίες διαμόρφωσαν τις θεσμικές εξελίξεις. Περί αυτού, βλ. Moss (2000). Επίσης , θα κάνω μόνο σύντομες αναφορές στις αντιπαλότητες μεταξύ εθνικών αστικών τάξεων. Ο αστός είναι, σύμφωνα με το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, κοσμοπολίτης και, σε σχέση με το ευρώ, όπως υποστηρίζει πειστικά ο Carchedi (1997, σσ. 100-1), “η ηγεσία των Γερμανών γίνεται δεκτή, επειδή το λογαριασμό τον πληρώνουν οι εργαζόμενοι”. Τέλος, για λόγους χώρου και σαφήνειας, δεν αναλύεται ο χωρισμός ανάμεσα στην παραγωγική και τη νομισματική συσσώρευση σε παγκόσμια κλίμακα σε σχέση με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση τα τελευταία τριάντα χρόνια. Γι΄ αυτό βλ. Ιδίως τη συμβολή των Bellofore (1999) & Bonefeld (2001).
5.Για μια ανάλυση της ιμπεριαλιστικής φύσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, βλ. Carchedi (1997) & Carchedi/Carshedi (1999).
6.Αυτό το τμήμα αντλεί από Holloway & Picciotto (1980)
7.Ο Κιντλμπέργκερ (1969) υποστήριξε παρόμοια σε σχέση με την αμερικανική πολιτική αρένα. Βλ. επίσης Murray (1971). Την εμφανή περίσσεια του έθνους-κράτους και τη συνακόλουθη διεθνοποίησή του, στην οποία δίνεται τόση έμφαση στη βιβλιογραφία για την παγκοσμιοποίηση, ο Μαντέλ τις έβλεπε σαν συνέπεια της συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, ανεξαρτήτως μορφής, δηλαδή είτε ως αυξητικής της αμερικανικής ηγεμονίας είτε ως εξευρωπαϊσμού του κεφαλαίου.
8.Όπως το έβλεπε ο ντε Γκολ, “η ΕΚ είναι το άλογο και το κάρο. Η Γερμανία είναι το άλογο και η Γαλλία είναι ο αμαξάς” (παρατίθεται στο Connolly, 1995, σελ. 7). Η ιδέα πως η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση σχετίζεται με την αναχαίτιση του “γερμανικού επεκτατισμού μετά δυσκολίας καλύπτει το επεκτατικό σχέδιο της ίδιας της Γαλλίας, ένα σχέδιο το οποίο (λόγω της ανεπαρκούς οικονομικής βαρύτητας της Γαλλίας) θα μπορούσε να υλοποιηθεί μόνο μέσα σε ένα νέο πλαίσιο “συνεργασίας” με άλλες πρώην αποικιοκρατικές δυνάμεις, δηλ. μέσα στην ενωμένη Ευρώπη” (Carchedi/Carchedi, 1999, σελ. 120). Για τη σχέση με τη Γερμανία, βλ. Huffschmid (1994) και βλ. Burnham (1990) σε σχέση με τη Βρετανία. Ένας εξωτερικός κριτής σχολίασε ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση αφορούσε, κυρίως για τη Γαλλία, την αναχαίτιση της Γερμανίας. Το απόσπασμα του ντε Γκολ το λέει με απλά λόγια. Ωστόσο, το απόσπασμα κάνει επίσης αναφορά στο γερμανικό άλογο, με το οποίο, υποθέτω, ο ντε Γκολ εννοούσε τη γερμανική οικονομική ισχύ την οποία η Γαλλία, σαν αμαξάς, ήθελε να κρατήσει υπό σφιχτό έλεγχο. Την εποχή των διαπραγματεύσεων για τη Συνθήκη της Ρώμης, το γερμανικό άλογο ήταν σε θαυμάσια φόρμα. Γι΄ αυτό βλ. π.χ. Altvater et al (1979) & Graf (1992).
9.Γι΄ αυτό σε σχέση με τη Βρετανία, βλ. Glyn (1995) & Mathews (1968). Βλ. Altvater et al (1979) σε σχέση με τη Γερμανία.
10.Ως προς αυτό, βλ. Agnoli (1990,2000). Βλ. επίσης , π.χ., τον γερμανικό Βασικό Νόμο του 1949 [σύνταγμα] όπου το Κοινοβούλιο τοποθετείται στον πυρήνα της εξουσίας του κράτους. Ωστόσο, αν επρόκειτο να θέσει τις βασικές κατευθυντήριες της πολιτικής, θα λειτουργούσε κατά παρέκκλιση του συντάγματος. Δηλ. θα ενεργούσε αντισυνταγματικά. Ο Βασικός Νόμος εκχωρεί απόλυτα τη διαμόρφωση των κατευθυντήριων αρχών της πολιτικής στον Γερμανό καγκελάριο, τον επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας. Όσον αφορά το ευρωπαϊκό πλαίσιο, “η ευρωπαϊκή δημόσια εξουσία δεν προέρχεται από το λαό, αλλά διαμεσολαβείται από τα κράτη. Εφόσον οι συνθήκες δεν έχουν εσωτερική αλλά εξωτερική αναφορά δεν αποτελούν έκφραση αυτοδιάθεσης μιας κοινωνίας ως προς τη μορφή και τους σκοπούς της πολιτικής ενότητάς της” (Grimm, 1997, σελ. 249). Το πολυσυζητημένο θέμα του δημοκρατικού ελλείμματος στην Ε.Ε. βρίσκεται εκτός της σκοπιάς αυτής της εργασίας, βλ. ωστόσο υποσ. 23.
11.Η λέξη “μάζα/μαζικός” έχει μια επαναστατική συνήχηση και υποδεικνύει “συλλογικότητα΄, “ενότητα βάσει προσδοκιών και σκοπού” και “αλληλεγγύη”. Συντηρητικοί σχολιαστές αναφέρονται στη “μάζα” χρησιμοποιώντας τον όρο “όχλο”, “πλήθος” ή “Menge” [σύνολο, πλήθος, στα γερμανικά] που σημαίνει στην καλύτερη περίπτωση “ακυβερνησία” “χάος” και ένα είδος “κοινωνικής ανωριμότητας” που μπορούν εύκολα να το εκμεταλλευτούν δαιμονικοί και χαρισματικοί “ηγέτες” και γι΄ αυτό το λόγο οι συντηρητικοί σχολιαστές απαιτούν να ηγούνται των μαζών οι “υπεύθυνες” ελίτ! Βλ. Luxemburg, The Mass Strike, ως οδηγό για τη σημασία του όρου “μάζα” όπως χρησιμοποιείται στο παρόν άρθρο.
12. Γι΄ αυτό σε σχέση με την άνοδο του κεϊνσιανισμού, βλ. Holloway (1995). Ο κεϊνσιανισμός, όπως καθιστά σαφές ο Νέγκρι (1968), αποτελούσε μια αντίδραση στην ανεπιθύμητη παρέμβαση της μαζικής κοινωνίας στην καπιταλιστική σχέση και είναι η οικονομική έκφραση της συγκράτησης της μαζικής κοινωνίας μέσα στο πλαίσιο της ατομικής ιδιοκτησίας.
13.Ο Milward (1992) αντιτείνει ότι η μεταπολεμική ανοικοδόμηση βασίστηκε στην πλήρη ενσωμάτωση των αγροτών , των εργατών και της μικροαστικής τάξης στο πολιτικό έθνος. Και τα κράτη-μέλη επέλεξαν την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ως μέσο ενσωμάτωσης των κοινωνικών μαζών σε μια βάση ευημερίας. Στην αφήγηση του Μίλγουορντ, η “Ευρώπη” προέρχεται από εσωτερικές πολιτικές επιλογές. Παρόμοια, ο Moravcsik (1999). Σε αντίθεση με τον Μίλγουορκ, το παρόν άρθρο υποστηρίζει ότι η αποκαλούμενη ενσωμάτωση της μαζικής κοινωνίας στο πολιτικό έθνος περιορίστηκε προληπτικά μέσω της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης που διασφάλισε την κεφαλαιακή συσσώρευση με μια θεσμική άγκυρα που ήταν σχεδιασμένη να μειώνει τις κοινωνικές προσδοκίες.
14.Μετά το 1945, ο Μίλερ-Άρμακ διατύπωσε την ιδέα της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς και στη δεκαετία του 1950 ήταν ο υπεύθυνος πολιτικών μελετών του υπουργού Οικονομικών Λούντβιχ Έρχαρτ. Μαζί με τον Έρχαρτ, συμμετείχε στον στενό κύκλο του Χάγιεκ, όπου συζητήθηκε το εκλογικό σύνθημα “κοινωνική οικονομία της αγοράς” με το σωστό του όνομα : Ordnungpolitik, (πολιτική νοικοκυροσύνης) ή νοικοκυρεμένος φιλελευθερισμός. Γι΄ αυτό, σε σχέση με ΟΝΕ, βλ. Bonefeld (1998).
15.Αυτό το τμήμα αντλεί από Berghahn (1986).
16.Για άλλους, αυτό το συντηρητικό όραμα της κοινωνίας ισοδυναμούσε με τη χρυσή εποχή του καπιταλισμού όπου, αντί του κοινωνικού αποκλεισμού και της περιθωριοποίησης, όλοι υποστηρίζονταν ως μέλη του εθνικού σκάφους (βλ. Reich, 1992). Αυτή η επιχειρηματολογία δεν μπορεί να αποτιμηθεί εδώ. Βλ. ωστόσο, Bonefeld (2000).
17.Βλ. Gambino (1996, σελ. 48) για ένα ισχυρό επιχείρημα, δηλαδή ότι “ο φασισμός και ο ναζισμός δεν ήταν στις απαρχές τους χαλαρές εκδοχές του φορντισμού, αλλά αναγκάστηκαν να γίνουν χάρη στους κοινωνικούς αγώνες και σ΄ αυτούς της εργατικής τάξης κατά τη δεκαετία του 1930, στις ΗΠΑ.
18.Γι΄ αυτή την αντικατάσταση, βλ. Burnham (2000).
19.O Hennis παρατίθεται από Agnoli (1997, σελ. 136).
20. Η αστική ιστοριογραφία για το ναζισμό ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να τεκμηριώσει μια στενή σχέση ανάμεσα στο ναζισμό και την εργατική τάξη, επιδιώκοντας να εξαγνίσει την αστική τάξη από οποιαδήποτε σχέση με τον αποκαλούμενο “ολοκληρωτισμό”. Για τον Nolte (1982), ο ναζισμός ισοδυναμεί με ένα “αριστερό κόμμα” ή κίνημα. Στο βρετανικό πλαίσιο, ο Brittan (1977, σελ 275) κάνει προσεκτικά τη διάκριση ανάμεσα σ΄ εκείνους που “ασχολούνται με τα δικά τους” και στους “φασίστες αριστερούς φοιτητές”. Ο εχθρός, συνεπώς, πάντα βρίσκεται στην αριστερά. Επ΄ αυτού Bologna (1994). Βλ. επίσης Bonefeld (1999).
21.Βλ. Burnham (1942) για μια ανάλυση της τεχνοκρατίας και του κοινωνικο-πολιτικού σχεδίου της.
22.Η απαίτηση του Μπρέτον Γουντς για πλήρη μετατρεψιμότητα του γαλλικού φράγκου, π.χ., έναντι του δολαρίου εφαρμόστηκε το 1958.
23.Η βιβλιογραφία για το αποκαλούμενο δημοκρατικό έλλειμμα της Ε.Κ./Ε.Ε. είναι τεράστια. Συνολικά, αυτή η βιβλιογραφία δεν αφορά τη “δημοκρατία” όπως νοείται σαν κυριαρχία του λαού, αλλά την έλλειψη “νομιμοποίησης” των θεσμών της Ε.Ε. Εν ολίγοις, το έλλειμμα δεν αφορά έλλειμμα κυριαρχίας των μαζών, δηλ. το δικαίωμα τους στην αυτοδιάθεση, αλλά, αντίθετα, τη νομιμοποίηση της Ε.Ε. έναντι των αδρανών και εδαφικά οργανωμένων πολιτών. Για το ζήτημα της νομιμοποίησης, βλ. Beethan & Lord (1998).
24.Για μια πρόσφατη υιοθέτηση αυτού, βλ. Bernholz (1992) & Keech (1995). Για μια εκτίμηση σε σχέση με την ΟΝΕ, βλ. Bonefeld (1998).
25.Γι΄ αυτό σε σχέση με την ΟΝΕ, βλ. Carchedi (1997) & Bonefeld/Burnham (1996). Βλ. Connolly (1995) για μια στοχαστική, αν και προκατειλημμένη και βαθιά ιδεολογική αφήγηση των ενδο-ιμπεριαλιστικών αντιπαλοτήτων ανάμεσα στα ευρωπαϊκά έθνη-κράτη σχετικά με τη νομισματική ενοποίηση, ειδικά την ΟΝΕ.
26.Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ο Χάγιεκ αποκήρυξε τις απόψεις της νεότητάς του, της δεκαετίας του 1930. Φοβούμενος ότι ένα ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα θα ήταν επιρρεπές στον πληθωρισμό, υποστήριξε να εκδίδεται χρήμα από ανταγωνιζόμενες ιδιωτικές τράπεζες (Hayiek, 1978). Η αλλαγή της άποψής του θα μπορούσε κάλλιστα να είχε εκφραστεί με την ανησυχία του ότι η νομισματική ένωση θα μπορούσε να συμπληρωθεί με τον “δημοσιονομικό φεντεραλισμό”, οδηγώντας σε ένα υπερεθνικό σύστημα αναδιανομής που συνδέεται με τον κεϊνσιανισμό. Η ιδέα της Θάτσερ (1988) ότι μια ολοκληρωμένη Ευρώπη θα επέβαλλε το “σοσιαλισμό” στα κράτη-μέλη εκφράζει την ίδια ανησυχία. Ωστόσο, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση χαρακτηρίστηκε, από τη σύλληψή της ακόμη, από την αρνητική ολοκλήρωση (βλ. Moss, 1998).
Πρόσφατες προτάσεις της γαλλικής κυβέρνησης για υπερεθνική ευθύνη για την ανεργία βρήκαν ελάχιστη υποστήριξη και μπορεί να υποστηριχθεί ότι τέτοιες προτάσεις γίνονται για να κατευναστούν εγχώριες συγκρούσεις, και με πλήρη επίγνωση ότι θα απορριφθούν από τα άλλα κράτη-μέλη. Για τις εγχώριες ελίτ που επιδιώκουν να διατηρήσουν τη νομιμοποίησή τους, οι “Βρυξέλλες” παίζουν το ρόλο ενός χρήσιμου αποδιοπομπαίου τράγου.
27. Όπως το έθεσε ο Γερμανός καγκελάριος Γκέρχαρτ Σρέντερ, “Η εβδομάδα των 35 ωρών στη Γαλλία είναι καλό πράγμα για την απασχόληση στη Γερμανία” (Economist, 5/2/2000, σελ. 43).
28.Περί αυτού, βλ. Bonefeld (2000).
29.Στο έργο του Political Theology ο Καρλ Σμιτ (1934b) όρισε την “κυριαρχία” ως εξής: “Κυρίαρχος είναι όποιος αποφασίζει να κηρυχθεί κατάσταση έκτακτης ανάγκης”.

Αναφορές

Agnoli, J. (1990) Die Transformation der Demokratie, Qa ira, Freiburg,
Agnoli, J, (1995) Der Staat des Kapitals, Qa ira, Freiburg.
Agnoli, J. (1997) Faschismus ohne Revision, Qa ira, Freiburg.
Agnoli, J. (2000)
΄The State, the Market and the End of History΄, in
Bonefeld and Psychopedis (eds) 2000.
Altvater, E,, Hoffmann, J, and W. Semmler (1979) Vom
WirtschaftswunderzurWirtschaftskrise, OUe &Wblter, Berlin.
Anderson, P. (1997)
΄The Europe to Come΄, in Gowan, P, and P
Anderson (eds) 1997.
Bernholz, P, (1992)
΄Constitutional Aspects of European Integration΄,
in Borner, S, and H. Grubel (eds) the European Community after
1992, Macmillan, London.
Beetham, D, and C. Lord (1998) Legitimacy and the , Lor^man, London,
Bellofiore, R, (ed) (1999) Global Capital, Capital Restructuring and the
Changing Patters of Labour, Edward Elgar, Cheltenham,
Benson, G, (1995)
΄Saftey Nets and Moral Hazards in Banking΄, in
Sawamoto, K,, Nokajima, Z, and H, Tuguchi (eds) Financial
Stability in a Changing Financial Environment, Macmillan, London.
Berghahn,V, (1986) The Americanisation of West German Industry, 194s
-1973, Berg, Oxford,
Bologna, S, (1994)
΄Nazism and the Working Class, 1933-93΄, Common
Sense,no. 16.
Bonefeld, W. (1998)
΄The Politics of European Monetary Union΄,
Economic andPoliticalWeekly, vol, 33, no, 35,
Bonefeld, W, (1999)
΄On Fascism΄, Comnion Sense, no, 24.
Bonefeld, W. (2000)
΄The Spectre of Globalisation΄, in Bonefeld and
Psychopedis (eds) 2000,
Bonefeld, W, (ed) (2001) The Politics of Europe,
΄bA.acm\\\an,\j:indon.
Bonefeld, W. and P, Burnham (1996)
΄Britain and the Politics ofthe
European Exchange Rate Mechanisrh
΄, Capital & Class, no, 60.
Bonefeld, W, and K, Psychopedis (eds) (2000) The Politics of Change,
Macmillan, London,
Brittan, S. (1977) TTze Economic Consequences of Democracy,Temple
Smith, London.
Bruckner, P, (1978) Vkrsuch, uns und anderen die Bundesrepublik zu
erklaren,Wagenbach, Berlin.
Burnham, J. (1942) The Managerial Revolution,"Putman,
΄Landon.
Burnham, P, (1990) The Political Economy of Postwar Reconstruction,
Macmillan, London,
Bumham, P, (1995)
΄Capital, Crisis and the International State System,
in Bonefeld, W, and J, Holloway (eds) Global Capital, National State
and the Politics of Money, Macmillan, London,
Burnham, P. (2000)
΄Globalisation, Depoliticisation and ΄modern΄
economic Management
΄, in Bonefeld and Psychopedis (eds) 2000.
Carchedi, B. and G. Carchedi (1999)
΄Contradictions of European
Integration
΄, Capital & Class no. 67.
Carchedi, G. (1997)
΄The EMU. Monetary Crisis, and the Single European
Currency
΄, Capital & Class no. 63.
Clarke, S. (19SS) Keynesianism, Monetarism and the Crisis of the State,
Edward Elgar, Aldershot.
Connolly, B. (1995) The Rotten Heart of Europe, Faber, London.
Committee (1989) Committee for the Study of Economic and Monetary
Union in Europe, Report on Economic and Monetary Union in the
European Community, Office of Official Publications of the EC,
Ltixembourg.
De Gaulle, C. (1971) Memoirs of Hope: Renewal and Endeavour, Simon
and Schuster, London.
Eltis,W. (2000)
΄British EMU Membership would Create Instability and
Destroy Employment
΄, in Baimbridge, M. et al (eds). The Impact of
the Euro, Macmillan, London.
Emerson, M. et a! (1992) One Market, One Money, Oxford University
Press, Oxford.
Gambino, F. (1996)
΄A Critique of the Fordism of the Regulation
School
΄, Common Sense, no. 19.
Garret, G. (1994)
΄The Politics of Maastricht΄, in Eichengreen, B. and
J. Frieden (eds) 1994, The Political Economy of European Monetary
Integration,Westview, Bolder.
Gill, S. (1992)
΄The Emerging World Order and European Change΄, in
Socialist Register 1992, Merlin, London.
(1998)
΄European Governance and New Constitutionalism:
Economic and Monetary Union and Alternatives to Disciplinary
Neoliberalism in Europe
΄, New Political Economy vol. 3, no. i.
Glyn, A. (1995)
΄Social Democracy and Full Employment΄, Nezo Left
Review no. 211.
Gowan, P. (1997)
΄British Euro-solipsism΄, in Gowan, P. and P. Anderson
(eds) 1997.
Gowan, P. and P.Anderson (eds) (1997) The Question of Europe,Yerso,
London.
Graf,W. (ed) (1992) The Internationalization of the German Political
Economy, Macmillan, London.
Grimm, D (1997)
΄Does Europe Need a Constitution?΄, in Gowan, P.
and P. Anderson (eds) 1997.
Hayek, F. (1939)
΄The Economic Conditions of Interstate Federalism΄,
in Hayek (1949) Individualism and Economic Order, Routledge and
Kegan Paul, London.
European integration: the market, the political and class 141
Hayek, F, (1978) Denationalization of Money. The Argument Refined
Hobart Paper 70, Institute of Economic Affairs, London,
Hix, S, (1999) The Political System of the European Union, Macmillan,
London.
Holloway, J, (1995)
΄The Abyss Opens:The Rise and Fall of Keynesianism΄,
in Bonefeld, W, and J. Holloway (eds). Global Capital,
National State and the Politics of Money, Macmillan, London,
Holloway, J, and S. Picciotto (1980)
΄Capital, the State and European
Integration
΄, Research in Political Economy, vol, 3,
Huffschmid, J, (1994) Wem gehort Europa?, 2 vols,, Distel Verlag,
Heilbronn,
Keech,W.R, (1995) Economic Politics,The Cost of Democracy, Cambridge
UP, Cambridge.
King,A, (1976)
΄The Problem ofOverload΄, in ibid, (ed,) WhyisBritain
Becoming Harder to Govern, BBC-Books, London,
Kindleberger, CP, (1969) American Busings Abroad^sXe UP. New Haven,
Luxemburg, R, (1974) Soziakeform oderRevolution,in GesammelteWerke
vol, 1/1, Dietz, Berlin,
Mandel, E, (1967)
΄International Capitalism and "Supranationality"΄,
Socialist Registeri967,
΄bAerVa\,΄L,ond6n.
(1970) Europe versus America?,
΄Hev/΄Leil Books, London,
(1975) I-ate Capitalism, New Left Books, London,
Matthews, R, (1968)
΄Why has Britain Had Full Employment since the
War
΄, Economic Journal, no, 78.
McAllister, R, (1997) From EC to EU, Routledge, London,
Mey, H. (1971)
΄Markwirtschaft und Deniokratie΄, Vierteljahrsheftefiir
Zeitgeschichte, no. 2.
Milward,A,S, (1992) The European Rescue ofthe Nation State,RoTxdedge,
London.
Moravscsik, A, (1999) The Choice for Europe, UCL Press, London.
Moss, B, (1998)
΄Is the European Comrnunity Politically Neutral΄, in
Moss,B, andj, Aiichie (eds) The Single European Currency in Natioiial
Perspective, Macmillan, London,
(2000)
΄The European Community as Monetarist
Construction
΄, Journal of European Area Studies, vol. 8, no. 2,
Muller-Armack,A, (1947) Wirschaftslenkung und Marktwirtschaft,Vex\ag
fur Wirtschaft und Sozialpolitik, Haniburg.
. (i960) Studien zur sozialen Marktwirtschaft, Institut fur
Wirtschaftspolitik,Koln, •
(1971) Stabilitdt in Europa: Strategienundlnstitutionenfur
eine europaische Stabilitatsgemeinschaft, Econ Verlag, Dusseldorf.
Murray, R, (1971)
΄The Interriationalization of Capital and the Nation-
State
΄, New Left Reviezv, no, 67,
Negri, A. (1968)
΄Keynes and the Capitalist Theory of the State΄, in
ibid.. Revolution Retrieved, Red Notes, London, 19S8.
Nolte, E. (1982) Marxism, Easdsm, ColdWhr,
΄Van Gorcum, Assen.
Pinder, S. (196S)
΄Positive and Negative Integration΄, TheWbrldToday,
vol. 24, no. 3.
Poulantzas, N. (1975)
΄The Intemationalisation of capitalist relations
and the nation state
΄, in ibid.. Economy and Society, Classes in
Contemporary Capitalism, New Left Books, London.
Reich, R. (1992) TheWork of Nations, New York, Vintage.
Schlesinger,A. (1958) The Coming of the New DeahThe Age of Roosevelt,
Houghton Mifflin, Boston.
Schmitt, C. (1932) DerBegriff des Politischen, 3rd ed. 1963, Duncker
& Humblot, Berlin.
(1934a) LegaiitdtundLegitimitat,4Xhed. i988,Duncker&
Humblot, Berlin.
Schmitt, C. (1934b) Politisehe Theologie, 5th edn. 1990, Duncker
Humblot, Berlin.
Thatcher, M. (1988)
΄The European Family of Nations΄, in Holmes,
M. (ed) TheEuroscepticalReader,Ma.crm\\2in,
΄LonAon.

*Καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Γιορκ.
Μετάφραση Α. Αλαβάνου


ΟΝΕ ΚΑΙ ΤΑΞΙΚΗ ΠΑΛΗ [1]
Werner Bonefeld 
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Οι ακόλουθες τέσσερις προτάσεις συνοψίζουν το  κύριο επιχείρημα του κειμένου. Η εισαγωγή καταλήγει σε μια σχετικά συμβατική διαπίστωση πάνω στην ΟΝΕ εν είδη περίληψης.
1)  «Το χρήμα δεν είναι πράγμα, αλλά κοινωνική σχέση» (Marx, 1977)
2)  «Η εξουσία την οποία ασκεί κάθε άτομο πάνω στη δραστηριότητα των άλλων ή πάνω στο συνολικό κοινωνικό πλούτο ενυπάρχει σε αυτό υπό τη μορφή της κατοχής ανταλλακτικής αξίας, χρήματος. Το άτομο φέρει την κοινωνική εξουσία, καθώς και τον δεσμό του με την υπόλοιπη κοινωνία, μέσα στην τσέπη του» (Marx, 1977)
3)  «Αν και η πολιτική συγκρότηση του κράτους πραγματοποιείται σε εθνική βάση, ο ταξικός του χαρακτήρας δεν ορίζεται με εθνικούς όρους, ο καπιταλιστικός νόμος της ιδιοκτησίας και της σύμβασης υπερβαίνει τα εθνικά νομικά συστήματα και το παγκόσμιο χρήμα υπερβαίνει τα εθνικά νομίσματα» (Clarke, 1992)
4)  Η ΟΝΕ εστιάζει την προσαρμογή σε «δύο κύρια κανάλια: α) η εργασία μπορεί να μεταναστεύσει, β) οι μισθοί μπορούν να αλλάξουν». (Currie, 2000)
Η παρατήρηση είναι η εξής:
Η Νομισματική Ένωση υποκαθιστά τα εθνικά νομίσματα με ένα ενιαίο νόμισμα. Με άλλα λόγια, αντικαθιστά τις διάφορες αρχές λήψης αποφάσεων με μία, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Οι χώρες μέλη χάνουν τον έλεγχο της νομισματικής πολιτικής και δεν είναι πλέον σε θέση να χρησιμοποιούν την υποτίμηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας για την προσαρμογή της εθνικής παραγωγικότητας στο διεθνές ανταγωνιστικό περιβάλλον. Τα εθνικά νομίσματα, όπως το γερμανικό μάρκο, δεν υπάρχουν πλέον. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι από την άποψη της συμβατικής κυριαρχίας πάνω στη νομισματική της πολιτική, ούτε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας υπάρχει. Ωστόσο, η δημοσιονομική πολιτική, η φορολογική πολιτική και η εθνική οικονομική πολιτική παραμένουν αρμοδιότητα του κάθε κράτους μέλους, αν και το πλαίσιο άσκησης τους περιορίζεται και καθορίζεται από το Σύμφωνο Σταθερότητας. Οι πολιτικές που αφορούν την αγορά εργασίας παραμένουν εξ ολοκλήρου εθνική αρμοδιότητα.
Ο Padoa Schioppa περιγράφει με περιεκτικό τρόπο την απώλεια και διατήρηση «τομέων της πολιτικής», όταν λέει ότι «η αρχή της επικουρικότητας και όχι ο Λεβιάθαν είναι το σύνθημα της Ευρωπαϊκής πολιτικής ένωσης» (Padoa Schioppa, 1994). Η αρχή της επικουρικότητας, που λέει ότι λαμβάνουν βοήθεια όσοι βοηθούν τον εαυτό τους, διατηρεί για/, ή «προσφέρει» στην εργασία την «εθνική περιοχή» ως το «πλαίσιο» διεξαγωγής των δημοκρατικών συγκρούσεων πάνω στην οικονομική προσαρμογή. Η συνεχιζόμενη διατήρηση της «εδαφικοποίησης» των εργατικών τάξεων της Ευρώπης είναι σημαντική για τον κατακερματισμό της αντίστασης στη λιτότητα, είναι χρήσιμη γιατί παρουσιάζει την απαίτηση για υψηλότερη παραγωγικότητα της εργασίας με όρους «εθνικού συμφέροντος» και συμβάλλει στη συγκράτηση της δυσαρέσκειας για τις επιδεινούμενες συνθήκες ζωής εντός των εθνικιστικών πλαισίων. Οι εργάτες ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλο στη βάση της κοινής αγοράς και του κοινού νομίσματος, την ίδια στιγμή που παραμένουν εγκλωβισμένοι στα όρια του έθνους κράτους, κάτι που με τη σειρά του χρησιμεύει ως προϋπόθεση για τη διαθεσιμότητα φτηνής εργατικής δύναμης και τη σύγκλιση των διαφορετικών εκφράσεων της «περιφερειακής πολιτικής».
Κατά πόσο η ΟΝΕ θα είναι «λειτουργική» όσον αφορά την επιβολή της απορρύθμισης της εργασίας και τον κατακερματισμό της αντίστασης είναι ένα άλλο ερώτημα με το οποίο ωστόσο δεν θα ασχοληθούμε εδώ. Δεν υπάρχει κάποιο σινικό τείχος που να απομονώνει το κύκλωμα του χρήματος από την ταξική πάλη. Οι «τοπικοί αγώνες» γενικεύονται μέσα από το κύκλωμα του χρήματος (Holloway, 2000).
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το κύριο μέρος κάνει μια ανασκόπηση των απόψεων που συνηγορούν υπέρ της ΟΝΕ, εστιάζοντας στην πολιτική της επικουρικότητας. Στα συμπεράσματα κάνουμε ορισμένες πολιτικές παρατηρήσεις.
Η αρχή της επικουρικότητας της ΟΝΕ δομείται ξεκάθαρα με ιεραρχικό τρόπο. Αυτή η ιεραρχία δεν δομείται από τα κάτω προς τα πάνω, αλλά αντίθετα, από πάνω προς τα κάτω. Η νομισματική πολιτική δεν οργανώνεται με στόχο να διευκολύνει την προσαρμογή όσων κρατών εμφανίζουν συγκριτικά χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας στα διεθνή επίπεδα ανταγωνιστικότητας, διαμέσου, για παράδειγμα, της υποτίμησης του νομίσματος. Η προσαρμογή διαμέσου της νομισματικής πολιτικής λαμβάνει τέλος. Αντίθετα, η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας είναι αυτή που πρέπει να προσαρμοστεί στην ακολουθούμενη νομισματική πολιτική σε υπερεθνικό επίπεδο. Με άλλα λόγια, η προσαρμογή αναμένεται από την εργασία. Η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας είναι ο μοναδικός και σημαντικότερος μηχανισμός προσαρμογής της ΟΝΕ. Αυτό από μόνο του δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη: το κεφάλαιο πρέπει να συσσωρεύεται. Αυτό είναι το «κοινό αγαθό» [bonum commune] της καπιταλιστικής μορφής της κοινωνικής αναπαραγωγής (Agnoli, 2003). Το ειδοποιό χαρακτηριστικό της ΟΝΕ είναι ότι αυτό το κοινό αγαθό στηρίζεται σε μια υπερεθνική δομή, η οποία δεν είναι μόνο θεσμικά απομακρυσμένη από τις ευρωπαϊκές εργατικές τάξεις, αλλά δομείται με τέτοιο τρόπο ώστε να υπονομεύει την πανευρωπαϊκή ταξική αλληλεγγύη, αυξάνοντας τον ανταγωνισμό στο εσωτερικό της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης για την εύρεση εργασίας σε επιδεινούμενες συνθήκες. Η ΟΝΕ είναι το μέσο και η μέθοδος για την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και αυτό το κάνει διατηρώντας την επιβολή της πειθαρχίας με εθνικούς όρους υπό τη μορφή διακριτών και ανταγωνιζόμενων αγορών εργασίας (Bonefeld, 2001).
Στην αρχή της επικουρικότητας εστιάζει ο Padoa-Schioppa (1994): η ΟΝΕ βασίζεται σε ένα συλλογικό μηχανισμό λήψης αποφάσεων, ο οποίος προωθεί την ευρωπαϊκή πολλαπλότητα και τον κατακερματισμό των εργατικών τάξεων, ενώ την ίδια στιγμή υπονομεύει την εθνική πολλαπλότητα στη λήψη αποφάσεων για χάρη ενός συλλογικού ηγεμόνα ή, όπως το θέτει, ενός «συλλογικού πρίγκιπα» (ό.π). Για αυτόν η προσωποποίηση του μακιαβελικού πρίγκιπα είναι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα [ΕΚΤ]. Επεκτείνοντας τη μεταφορά του, η δημοσιονομική πολιτική εμφανίζεται ως η αυλή του πρίγκιπα και η Τέταρτη Τάξη[2] αποτελείται από την πολλαπλότητα των εθνικά πειθαρχημένων και διαχωρισμένων εργατικών τάξεων.
Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΑΙ Η ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Το μοναδικό καθήκον της ΕΚΤ είναι η εγγύηση της  σταθερότητας των τιμών. Οι υποστηρικτές της ΟΝΕ ισχυρίζονται ότι η νομισματική πολιτική θα είναι τόσο πιο αξιόπιστη όσο λιγότερο υπόκειται η ΕΚΤ σε πολιτικές επιρροές. «Ένας από τους τρόπους ενίσχυσης της αξιοπιστίας αυτού του στόχου (δηλ. της σταθερότητας των τιμών) είναι η ανάθεση της ευθύνης της νομισματικής πολιτικής σε ένα θεσμό που δεν υπόκειται σε πολιτικές πιέσεις (Padoa-Schioppa, 1994). Έτσι, η νομισματική πολιτική και η δημοκρατία φαίνεται να αλληλοαποκλείονται . Η χάραξη της νομισματικής πολιτικής, για να είναι αξιόπιστη, θα πρέπει να διεξάγεται σε ένα πεδίο εξωτερικό ως προς τις δημοκρατικές πολιτικές διαδικασίες. Η πολιτική φαίνεται να καθιστά αναξιόπιστη τη νομισματική πολιτική, ή τουλάχιστον δημιουργεί τον κίνδυνο πολιτικής χειραγώγησης και κρατικής παρέμβασης, κάτι που απορρίπτεται γιατί υπονομεύει τη δημοκρατία της αγοράς ή, όπως το θέτει ο φον Μίζες (1944), οδηγεί στο σχεδιασμένο χάος.
Οι αρχιτέκτονες της ΟΝΕ θεωρούν την οικονομία αυτορυθμιζόμενη και η οικονομική αποτυχία θεωρείται ότι οφείλεται στην έλλειψη προσαρμογής στις σχέσεις προσφοράς και ζήτησης. Έτσι, θεωρείται ζωτικής σημασίας η απομάκρυνση της πολιτικής επιρροής από την νομισματική πολιτική. Η ΕΚΤ «δεν μπορεί να λαμβάνει εντολές από οποιοδήποτε δημοκρατικό σώμα… σαν να ήταν δικαστήριο και όχι εργαλείο δημόσιας πολιτικής» (Grahl, 1997). Η ΕΚΤ «απαγορεύεται να δανείζει άμεσα τις κυβερνήσεις σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο» και είναι «υποχρεωμένη να αποφεύγει τη χρηματοδότηση των δημόσιων ελλειμμάτων». Εν συντομία, η ΕΚΤ εμποδίζεται να στηρίζει «ανεύθυνες» κυβερνήσεις και αντίθετα επιφορτίζεται με το καθήκον να αντιδρά όταν τα κράτη μέλη εφαρμόζουν επεκτατική δημοσιονομική πολιτική ως απάντηση στις κοινωνικές διεκδικήσεις. Με βάση αυτήν την οπτική, η ΟΝΕ παρέχει θεσμικά κατοχυρωμένους «κανόνες» που δεν επηρεάζονται από μαζικές δημοκρατικές διεκδικήσεις. Η ΟΝΕ βασίζεται στην ιδέα του θεσμικά «εμπεδωμένου» και νομικά ρυθμιζόμενου οικονομικού φιλελευθερισμού (Bonefeld 2002). Το ζήτημα, σε αυτήν την περίπτωση, είναι το αποκαλούμενο θεσμικό πλαίσιο και η οργάνωση του, μέσω του οποίου διατηρούνται το καπιταλιστικό δικαίωμα της ιδιοκτησίας και μέσω του οποίου η συσσώρευση θωρακίζεται στη βάση του νόμου και του χρήματος.
Για τους υποστηρικτές της ΟΝΕ, «οι κοινωνικές προσδοκίες βρίσκονται στην καρδιά του πληθωρισμού» (Padoa Schioppa, 1994). Εφόσον, σύμφωνα με τους υποστηρικτές αυτής της άποψης, ο πληθωρισμός οφείλεται στις προσδοκίες και εφόσον οι οικονομικές σχέσεις είναι αυτορυθμιζόμενες και  οι κυβερνήσεις δεν είναι πλέον υπεύθυνες για τη νομισματική πολιτική, οποιαδήποτε οικονομική αποτυχία μέσα στην ΟΝΕ θα αντανακλά την ελλιπή προσαρμογή των δημοκρατικών πλειοψηφιών, οι οποίες έχουν απαιτήσεις που ξεπερνούν τα «όρια της αγοράς». Η ευθύνη της «αποτυχίας», τότε, προκαλείται από «τις παράλογες απαιτήσεις των μισθωτών» (Williams etal, 1991). Έτσι, η ΟΝΕ γίνεται το μέσο και η μέθοδος για την πειθάρχηση των κοινωνικών διεκδικήσεων και προσδοκιών στο πλαίσιο της αγοράς, το οποίο είναι η δημοκρατία της προσφοράς και της ζήτησης.
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Η ΟΝΕ υπερθεματίζει την ανάγκη για δημοσιονομική αυστηρότητα ως αποτέλεσμα και προϋπόθεση της σταθερότητας της νομισματικής ένωσης. Η δημοσιονομική πολιτική τοποθετείται στην διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο έθνος κράτος και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ΟΝΕ αποκλείει τη μετάθεση της ευθύνης της δημοσιονομικής πολιτικής στην Ένωση. Την ίδια στιγμή, η Ένωση εμπλέκεται στη χάραξη της δημοσιονομικής πολιτικής. Η Ένωση έχει την εξουσία συντονισμού και επιτήρησης, τη δυνατότητα να προτείνει τροποποιήσεις της δημοσιονομικής πολιτικής και να επιβάλλει κυρώσεις σε κυβερνήσεις που δεν συμμορφώνονται με τα προτεινόμενα μέτρα. Η περίσταση κατά την οποία η δημοσιονομική πολιτική είναι ευθύνη και της Ένωσης και των κυβερνήσεων είναι συμπτωματική. Για τους υποστηρικτές της ΟΝΕ, το κρίσιμο ζήτημα για τη σταθερότητα της είναι η δημοσιονομική πολιτική και διαμέσου αυτής η υπαγωγή της ταξικής σύγκρουσης στην αναγκαιότητα των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών σε όλο το πλάτος της ΕΕ. Ένας τρόπος για να εξασφαλισθεί η συγκράτηση της δημοσιονομικής πολιτικής στα πλαίσια που θέτει η ΟΝΕ θα ήταν η ανάληψη της ευθύνης για τη χάραξή της εξ ολοκλήρου από την Ένωση. Ωστόσο, αυτή η λύση απορρίφθηκε γιατί απαιτεί την ομοσπονδιοποίηση σε δημοσιονομικό επίπεδο ως συμπλήρωμα της νομισματικής ομοσπονδίας και κατ’ επέκταση τη δημιουργία ενός υπερεθνικού συστήματος αναδιανομής. Από την άλλη, το να αφεθεί η χάραξη της δημοσιονομικής πολιτικής εξ ολοκλήρου στα χέρια του κάθε κράτους μέλους εμπεριέχει τον κίνδυνο του δημοσιονομικού εκτροχιασμού.[3] Η λύση της διατήρησης της ευθύνης της δημοσιονομικής πολιτικής σε εθνικό επίπεδο εντός ενός υπερεθνικού πλαισίου κανόνων συντονισμού υπονομεύει τη δυνατότητα δημοσιονομικού εκτροχιασμού σε εθνικό επίπεδο και εμποδίζει την πλήρη μετάθεση της δημοσιονομικής αναδιανομής στο υπερεθνικό επίπεδο. Αυτός ο τρόπος χειρισμού της δημοσιονομικής πολιτικής είναι μια απάντηση στον «κίνδυνο» οι εθνικές κυβερνήσεις να καταφύγουν σε επεκτατικά δημοσιονομικά μέτρα ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης με την εργασία. Αυτός ο κίνδυνος αυξάνεται επειδή τα κράτη μέλη, διατηρώντας την ευθύνη σχεδιασμού της δημοσιονομικής πολιτικής, μπορεί να αυξήσουν τα ελλείμματα του προϋπολογισμού τους εις βάρος της Ένωσης. Η δημοσιονομική επέκταση σε εθνικό επίπεδο ίσως αποτελέσει «μείζονα απειλή για τη συνολική νομισματική σταθερότητα» της Ένωσης (Emerson 1992). Επιπλέον, το κόστος χρηματοδότησης του ελλείμματος θα μετακυλιόταν στις άλλες χώρες μέλη (Eichengreen, 1994). Όπως το θέτει ο Padoa-Schioppa (1994), το ερώτημα είναι «κατά πόσο η Ένωση διατρέχει σημαντικό κίνδυνο υπονόμευσης από την ανεξαρτησία και την έλλειψη συντονισμού στη χάραξη του προϋπολογισμού μεταξύ των κρατών μελών». Ένα κράτος που απαντά στην ταξική σύγκρουση με αύξηση των δημοσίων δαπανών θα πρέπει να σταθεροποιείται με την μεταφορά πόρων από άλλα κράτη μέλη ή θα πρέπει η ΕΚΤ, παρά το γεγονός ότι δεν επιτρέπεται να το κάνει, να έχει τη δυνατότητα χρηματοδότησης του αυξανόμενου δημόσιου χρέους; Σε περίπτωση όμως που νομιμοποιηθούν τέτοιου είδους απαντήσεις, αυτό δεν θα είναι μια «πρόσκληση» και στα υπόλοιπα κράτη μέλη να υιοθετήσουν επεκτατικά δημοσιονομικά μέτρα για την αντιμετώπιση των εργατικών αγώνων; Αν αφήσουμε στην άκρη το Σύμφωνο Σταθερότητας, ποιός κατέχει με τη βεμπεριανή προοπτική το νόμιμο μονοπώλιο της βίας, δηλαδή την πολιτική κυριαρχία να εγκαλεί στην δημοσιονομική τάξη όσα κράτη μέλη την παραβιάζουν;
Ο αποκλεισμός της δημοσιονομικής ομοσπονδιοποίησης ως συμπλήρωμα της νομισματικής ομοσπονδίας και η πρόληψη του δημοσιονομικού εκτροχιασμού ήταν ζητήματα ζωτικής σημασίας για τους αρχιτέκτονες της ΟΝΕ. Οι ρυθμίσεις για την περίοδο μετάβασης στην ΟΝΕ, δηλαδή τα κριτήρια σύγκλισης, και το Σύμφωνο Σταθερότητας στοχεύουν ενάντια σε αυτό που αποκαλείται «ελλειμματικές πολιτικές προϋπολογισμού σε ένα κράτος μέλος». Αυτές οι πολιτικές φαίνεται να οδηγούν είτε στην «αδυναμία αποπληρωμής είτε στη χρηματοδότηση του χρέους» η οποία θα αποτελούσε «μείζονα απειλή για τη συνολική νομισματική σταθερότητα» (Ευρωπαϊκή Οικονομία, 1990). Με αυτήν την οπτική, και όπως κάνουν όντως σαφές και τα κριτήρια του Μάαστριχτ, οποιαδήποτε άνοδος του χρέους ανεξάρτητα από την αιτιολογία της καθίσταται μη ανεκτή. Όπως καθιστά σαφές ο Emerson (1992), «η δημοσιονομική πειθαρχία ορίζεται ως η αποφυγή της δημιουργίας δυσβάστακτου δημόσιου χρέους» και η μετάβαση στην ΟΝΕ «ενισχύει την αποτελεσματικότητα της εθνικής δημοσιονομικής πολιτικής για την επίτευξη σταθερότητας», απαιτώντας το στενό έλεγχο των κρατών μελών «ώστε η δημοσιονομική επέκταση να μην αποκτήσει συστηματικά το χαρακτήρα «ικετεύω–το–γείτονα». Εν συντομία, «η επιτήρηση θα πρέπει να διορθώνει την τάση υπέρμετρης διόγκωσης των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού» και η ΟΝΕ βασίζεται «στην δημοσιονομική πολιτική για τη μείωση του ελλείμματος του προϋπολογισμού». Έτσι, η ΟΝΕ απαγορεύει την εφαρμογή αντικυκλικής[4] δημοσιονομικής πολιτικής κεϋνσιανού χαρακτήρα και επιφορτίζει τη δημοσιονομική πολιτική με το καθήκον του ελέγχου των δημοσίων δαπανών. Εξαιτίας της επιμονής της Γερμανίας, η οποία φοβόταν ότι η ύπαρξη κρατών μελών με αυξημένο δημόσιο χρέος θα εξασθενίσει την ισχύ του ευρώ, η ΕΕ συμφώνησε στο Σύμφωνο Σταθερότητας, το οποίο μετατρέπει τα κριτήρια σύγκλισης[5] σε μόνιμο οικονομικό καθεστώς, η τήρηση του οποίου επιτηρείται από την Κομισιόν και την ΕΚΤ και ενισχύεται με την επιβολή προστίμου έως και 0,5% του ΑΕΠ σε όσα κράτη αθετούν το Σύμφωνο. Ωστόσο, κατόπιν επιμονής της γαλλικής πλευράς, το Συμβούλιο των Υπουργών έχει το δικαίωμα να εξαιρέσει με πλειοψηφία όσες χώρες εμφανίζουν υπερβολικό έλλειμμα αλλά διαθέτουν το ελαφρυντικό του σοβαρού καθοδικού κύκλου της οικονομίας. Ο ορισμός του «σοβαρού» καθοδικού κύκλου είναι βέβαια ζήτημα αντικρουόμενων ερμηνειών και ενδοϊμπεριαλιστικών σχέσεων εξουσίας. Επιπλέον, λόγω της μυστικότητας των συνεδριάσεων του Συμβουλίου μπορεί κάλλιστα να φαίνεται ότι η απόρριψη μιας αίτησης εξαίρεσης αντιστοιχεί σε ήττα του αιτούμενου μέλους. Το κατά πόσο όμως η αίτηση για εξαίρεση όντως καταψηφίστηκε είναι ένα διαφορετικό ερώτημα. Και ακόμη και αν ισχύει αυτό, ποιος θα κατηγορήσει την καταψηφισμένη κυβέρνηση επειδή προσπάθησε να πείσει τους «άλλους» για την αναγκαιότητα της εξαίρεσης της; Οι «Βρυξέλλες» παίζουν το ρόλο του χρήσιμου αποδιοπομπαίου τράγου για τις εθνικές ελίτ που προσπαθούν να διατηρήσουν τη νομιμοποίηση τους. Ο εξευρωπαϊσμός  της εθνικής δημόσιας πολιτικής δεν απομονώνει μόνο την εθνική πολιτική από τις δημοκρατικές πλειοψηφίες, αλλά παρέχει επίσης και το μέσο για τον κατευνασμό των συγκρούσεων στο εσωτερικό του κάθε κράτους μέλους.
Η ΟΝΕ έτσι υποστηρίζεται ως ένα «πλαίσιο κινήτρων και περιορισμών» που «θέτει τους όρους χάραξης των εθνικών προϋπολογισμών, για τους οποίους οι λέξεις κλειδιά θα είναι αυτονομία (για να ανταποκρίνονται στα ιδιαίτερα προβλήματα κάθε χώρας), πειθαρχία (για την αποφυγή των υπερβολικών ελλειμμάτων) και συντονισμός (για τη διασφάλιση της συνολικά κατάλληλης πολιτικής της Κοινότητας) (Emerson 1992). Εν ολίγοις, η διατήρηση της δημοσιονομικής εξουσίας στα έθνη κράτη είναι τυπική την ίδια στιγμή που η Ένωση δεν έχει δημοσιονομικές ευθύνες. Το καθήκον της είναι η διασφάλιση της εφαρμογής περιοριστικών πολιτικών από τα κράτη μέλη. Έτσι, η ένωση έχει την εξουσία να πειθαρχεί όσα κράτη εμφανίζουν δημοσιονομική χαλαρότητα, ενώ τα κράτη μέλη διατηρούν την «εξουσία» εφαρμογής μιας «υπεύθυνης» δημοσιονομικής πολιτικής ως αποτέλεσμα της πολιτικής τους κυριαρχίας. Σε αυτήν την περίπτωση, η επικουρικότητα σημαίνει ότι οι εθνικές και ευρωπαϊκές ελίτ ορίζουν αυτό που είναι δημοσιονομικά επιτρεπτό, ενώ τα κράτη μέλη διατηρούν την εξουσία χάραξης μιας υπεύθυνης δημοσιονομικής πολιτικής που αναδιανέμει το εισόδημα από την εργασία στο κεφάλαιο. Έτσι, η ΟΝΕ απορρίπτει εμφανώς τη δημοσιονομική ομοσπονδία, αλλά δίνει στην Ένωση την εξουσία να επιτηρεί και να συντονίζει τη δημοσιονομική πολιτική των κρατών μελών, να υποδεικνύει τις κατάλληλες τροποποιήσεις στη βάση των κοινών κανόνων και τελικά να επιβάλει πρόστιμο σε όσα κράτη δεν συμμορφώνονται. Το πρόβλημα που δημιουργείται για το ρεφορμιστικό εργατικό κίνημα είναι ότι ούτε η εθνική κυβέρνηση ούτε η Ένωση φαίνονται να είναι υπεύθυνες για την ακολουθούμενη δημοσιονομική πολιτική. Επιπλέον, αυτή η ρύθμιση ευνοεί τις πλουσιότερες χώρες έναντι των φτωχότερων με μικρότερη φορολογική βάση
Όποια και αν είναι τα «σχεδιαστικά λάθη» του Συμφώνου Σταθερότητας, τα οποία και έγιναν εμφανή αυτή τη χρονιά[6], όταν η Γερμανία δέχτηκε προειδοποιήσεις σχετικά με τη δημοσιονομική πολιτική της, ο πρωταρχικός στόχος του Συμφώνου είναι ξεκάθαρος και είναι ο εξής: η επικερδής εκμετάλλευση της εργασίας πρέπει να επικυρώσει στο παρόν τη συναφθείσα υποθήκη πάνω στη μελλοντική της εκμετάλλευση. Οι γερμανικές διαμαρτυρίες δεν εμπεριείχαν, όσο έντονη κι αν ήταν η αντίδραση έναντι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ούτε την πολιτικοποίηση της δημοσιονομικής πολιτικής ούτε την απαίτηση για αλλαγή των δημοσιονομικών κανόνων. Η γερμανική αντίδραση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν αμφισβήτησε την απαίτηση για δημοσιονομική πειθαρχία. Η γερμανική κυβέρνηση ζήτησε «ελαστικότερη» ερμηνεία του Συμφώνου Σταθερότητας. Ωστόσο τι σημαίνει ελαστικότητα; Η ελαστικότητα δεν γίνεται αντιληπτή ως «δημοσιονομική σπατάλη». Μάλλον, η γερμανική κυβέρνηση απαίτησε μεγαλύτερο χώρο για ελιγμούς μέσα σε ένα πλαίσιο κανόνων. Με άλλα λόγια, η γερμανική κυβέρνηση κατηγόρησε την Ευρώπη για ανελαστική ερμηνεία του Συμφώνου Σταθερότητας. Έτσι, η ταξική σύγκρουση μεταμορφώθηκε σε σύγκρουση μεταξύ του γερμανικού κράτους και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Αυτή η μεταμόρφωση εξυπηρετεί την άμβλυνση της κοινωνικής σύγκρουσης γύρω από την πολιτική δημοσιονομικής πειθαρχίας, καθώς η ίδια η κυβέρνηση έχει τη δυνατότητα να αρθρώνει την αποστροφή της έναντι της αυστηρότητας των κανόνων της δημοσιονομικής πολιτικής.
Εν συντομία, η κυβέρνηση εμφανίζεται ως υπερασπιστής των διεκδικήσεων της εργατικής τάξης για δημοσιονομική αναδιανομή, ως ο υπέρμαχος του λαού, μεταφέρει τη μάχη στις Βρυξέλλες και πιέζει τις «Βρυξέλλες» να κάνουν το θαύμα: την υιοθέτηση μιας πιο ελαστικής ερμηνείας του Συμφώνου Σταθερότητας και τη διατήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας την οποία απαιτεί το Σύμφωνο. Αυτό που ενδιαφέρει βέβαια την κυβέρνηση περισσότερο είναι η διατήρηση της δημοτικότητας της, ειδικά αν πλησιάζουν εκλογές. Η τοποθέτηση της δημοσιονομικής πολιτικής στο κατώφλι μεταξύ εθνικής κυριαρχίας και ευρωπαϊκών κανονισμών παρέχει όντως περισσότερο χώρο για κυβερνητικούς ελιγμούς με στόχο τη ρύθμιση της ταξικής σύγκρουσης! Η γερμανική κριτική στην ανελαστική ερμηνεία του ΣΣ έκανε την κυβέρνηση να φαίνεται ότι εκφράζει τη δυσαρέσκεια εκ μέρους των πολιτών της. Εν τω μεταξύ, η γερμανική κυβέρνηση δεν παρεκκλίνει από τους στόχους της, τον ισοσκελισμό του προϋπολογισμού και την προώθηση μεγαλύτερης ελαστικότητας εκεί που το απαιτεί η ΟΝΕ, δηλαδή στην αγορά εργασίας και το πεδίο της παραγωγής (Beck et al, 2002; Claussen, 2002). Να αναμένουμε περισσότερες αντιπαραθέσεις πάνω στο ΣΣ, καθώς επίσης και ότι αυτό θα τροποποιηθεί με στόχο όχι τη μεγαλύτερη δημοσιονομική ελαστικότητα, αλλά τη μεγαλύτερη προσαρμογή αυτών πάνω στην εργασία των οποίων στηρίζεται ο πλούτος των εθνών.
Συνοψίζοντας, για τους υποστηρικτές της, η ΟΝΕ φαίνεται να παρέχει ισχυρά κίνητρα για μεγαλύτερη ελαστικότητα της εργασίας με όρους και μισθολογικής και εργασιακής κινητικότητας. Ο αυξημένος ανταγωνισμός εντός της ΕΕ «θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη αντιστοιχία μισθών και ανεργίας», με «την ελαστικότητα της αγοράς εργασίας και κυρίως την ελαστικότητα του μισθού,… να είναι το πιο σημαντικό εργαλείο προσαρμογής»(Emerson, 1992). Η σταθερότητα της ΟΝΕ εξαρτάται από την ετοιμότητα της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης να υποταχθεί σε μια πολιτική νομισματικής σταθερότητας σε όλη την Ευρώπη μέσω της παραγωγικότερης χρησιμοποίησης της παραγωγικής της δύναμης με αντάλλαγμα την επιδείνωση των συνθηκών ζωής της. Η πολιτική της ΟΝΕ δεν θα αλλάξει επειδή οι κυβερνήσεις θα προσποιηθούν τους υπερασπιστές των συμφερόντων της εργατικής τάξης. Αυτή η αλλαγή θα πρέπει να επέλθει από την ίδια την ευρωπαϊκή εργατική τάξη. Ο εθνικός κατακερματισμός των ταξικών σχέσεων στην Ευρώπη δεν ωφελεί την εργασία. Αντίθετα, οδηγεί σε ενδοταξικές συγκρούσεις, συγκρούσεις τις οποίες η ΟΝΕ ενθαρρύνει και το κεφάλαιο περιμένει να εκμεταλλευθεί. Όπως το έθεσε ο γερμανός καγκελάριος κ. Σρέντερ «η εβδομάδα των 35 ωρών εργασίας στη Γαλλία είναι κάτι καλό για την απασχόληση στη Γερμανία (The Economist, Φεβρουάριος 2000).
ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑ
Οι υποστηρικτές της ΟΝΕ τη θεωρούν ένα μηχανισμό που θα προσαρμόσει την κατανάλωση της εργατικής τάξης στην αύξηση της παραγωγικότητας. Τα κριτήρια σύγκλισης και το Σύμφωνο Σταθερότητας υποτάσσουν τις χώρες με σχετικά υψηλό κόστος εργασίας σε αυτές με χαμηλό. Εξαιτίας της δημοσιονομικής πειθαρχίας που επιβάλλει η ΟΝΕ και του γεγονότος ότι η υποτίμηση του νομίσματος καθίσταται ανέφικτη, «η ελαστικότητα της σχέσης μισθών – τιμών παραμένει το κύριο εργαλείο προσαρμογής ως υποκατάστατο της ονομαστικής συναλλαγματικής ισοτιμίας» (Emerson, 1992). Επιπλέον, η μετανάστευση της εργασίας αναμένεται να προσαρμόσει ανάλογα την πίεση που ασκεί η ανεργία στους εθνικούς προϋπολογισμούς. Εν συντομία, η ΟΝΕ εγγράφει σε θεσμική μορφή αυτό που το κεφάλαιο και το έθνος κράτος αναζητούσαν μάταια τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Οι εθνικές κυβερνήσεις βλέπουν την ΟΝΕ ως ένα ισχυρό μέσο για την απορύθμιση της κοινωνικής πρόνοιας, την ενίσχυση του πειθαρχικού ρόλου της αγοράς και την αναδιανομή πλούτου από την εργασία στο κεφάλαιο.
Η ΟΝΕ δίνει έμφαση στην απορύθμιση, στην ελαστικοποίηση, στην πειθάρχηση των μισθωτών, στην κινητικότητα της εργασίας και ιδιαίτερα στη μείωση του κόστους εργασίας. Η συμπίεση του κόστους εργασίας είναι «προϋπόθεση για τη σχετική μείωση των τιμών που απαιτείται για την αποκατάσταση της ανταγωνιστικής θέσης των κρατών μελών και για την εξισορρόπηση παραγωγής και απασχόλησης» και «η κινητικότητα, ειδικά η κινητικότητα της εργασίας, ίσως επιλύσει το πρόβλημα μέσω της μετανάστευσης» (Emerson, 1992). Πιστεύεται ότι «οι απαιτήσεις των μισθωτών θα επηρεαστούν από την ύπαρξη μιας αξιόπιστης νομισματικής ένωσης καθώς θα συνειδητοποιήσουν ότι οι υπερβολικές αυξήσεις των μισθών δεν θα συνοδεύονται από υποτιμήσεις (ό.π). Με άλλα λόγια, το κόστος με όρους παραγόμενου προϊόντος και απασχόλησης ίσως να μην είναι υψηλό αν η εργατική τάξη αποδεχθεί τη συμπίεση του μισθού και αν είναι πρόθυμη να υποβληθεί σε πιο επικερδή και αποτελεσματική εκμετάλλευση. Αν απουσιάζει αυτή η προθυμία, θα αυξηθεί η ανεργία και ίσως προκύψει η «ανάγκη» για μετανάστευση. Ο ίδιοι οι εργοδότες θα βοηθηθούν από την ΟΝΕ, επειδή η ήττα τους στη σύγκρουση με την εργασία με στόχο τη μείωση του εργασιακού κόστους θα ισοδυναμεί με απώλεια της ανταγωνιστικότητας. Έτσι, η ΟΝΕ θεωρείται ότι ωθεί τους εργοδότες να καταβάλλουν μεγαλύτερες προσπάθειες για τη μείωση του κόστους εργασίας. Όπως το έθεσε ο Henning (2000), «γνωρίζοντας ότι η πολιτική των συναλλαγματικών ισοτιμιών δεν είναι πλέον σε θέση να αναστρέψει τις αρνητικές επιπτώσεις της αύξησης των μισθών και των τιμών πάνω στην ανταγωνιστικότητα, οι επιχειρήσεις και τα συνδικάτα θα πρέπει να επιδεικνύουν μεγαλύτερη υπευθυνότητα».
Συνοψίζοντας, η αρχιτεκτονική της νομισματικής ένωσης φαίνεται όντως να επαληθεύει την οπτική του Padoa-Schioppa που βλέπει την ΟΝΕ ως μια μοντέρνα εκδοχή του μακιαβελικού ηγεμόνα. Η αυλή του ηγεμόνα είναι η δημοσιονομική πολιτική που στέκει στο κατώφλι μεταξύ έθνους κράτους και Ένωσης. Οι υπήκοοι του ηγεμόνα είναι οι ευρωπαϊκές εργατικές τάξεις, οι οποίες είναι εδαφικά διαχωρισμένες σε φέουδα, δηλαδή σε έθνη κράτη. Η θέση τους είναι αυτή των δημοκρατικά ενταγμένων πληβείων, δημοκρατικά ενταγμένων στη δημοκρατία της αγοράς.
Η κοινωνική και η εργασιακή πολιτική παραμένουν θεσμική ευθύνη του κάθε κράτους μέλους, επιτρέποντας έτσι τον κατακερματισμό των εργατικών κινημάτων και όχι την ενοποίηση τους σε πανευρωπαϊκή βάση. Η ΟΝΕ παρέχει το θεσμικό πλαίσιο και για την αναδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων και για τη νεοφιλελεύθερη μεταρρύθμιση του κράτους πρόνοιας.
Ο Stephen Gill υποστηρίζει ότι οι θεσμικές ρυθμίσεις της ΟΝΕ «στοχεύουν στην απομόνωση των σημαντικότερων οικονομικών φορέων, ειδικά των Κεντρικών Τραπεζών, από την επιρροή των εκλεγμένων κυβερνήσεων» (Gill, 1992). Ωστόσο, τροποποιώντας το επιχείρημα του Gill, στην ΟΝΕ «η συγκέντρωση της λήψης αποφάσεων εντοπίζεται σε εκείνο ακριβώς τον τομέα τον οποίο το έθνος κράτος προσπαθούσε ανέκαθεν να κρατήσει με νύχια και με δόντια μακριά από το δημοκρατικό έλεγχο: τη νομισματική πολιτική (Gowan, 1996). Έτσι, ο υπερεθνικός χαρακτήρας της ΟΝΕ είναι σημαντικός όχι επειδή καθιστά μη ελέγξιμο δημοκρατικά κάτι που πριν ήταν κάτω από δημοκρατικό έλεγχο. Αντίθετα, είναι σημαντικός επειδή τα έθνη κράτη, με δική τους πρωτοβουλία και προθυμία, έχουν εκχωρήσει την δυνατότητα ενσωμάτωσης της εργασίας στην καπιταλιστική σχέση μέσω της επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής, της πληθωριστικής διάβρωσης των πραγματικών μισθών και της νομισματικής υποτίμησης. Η ΟΝΕ, λοιπόν, χρησιμοποιεί πολιτικές λιτότητας για να εξασφαλίσει την υποταγή της εργασίας σε εθνικό επίπεδο. Οδηγεί στην εξάλειψη και των τελευταίων υπολειμμάτων κεϋνσιανισμού και των κατακτήσεων του ευρωπαϊκού εργατικού κινήματος που σχετίζονταν με αυτόν. Επίσης, αποπολιτικοποιεί την οικονομική πολιτική, εμφανίζοντας τη νομισματική πολιτική ως κάτι που κινείται πέραν της πολιτικής διαμάχης. Αντίθετα, η νομισματική πολιτική φαίνεται ως κάτι καθαρά «τεχνικό» που πρέπει να αφήνεται στην αρμοδιότητα των ειδικών, η κρίση των οποίων είναι πολιτικά αμερόληπτη (Burnham, 2000). Με άλλα λόγια, η ταξική πολιτική κρύβεται πίσω από το μανδύα της τεχνοκρατίας (Bonefeld, 2002). Για όσες κυβερνήσεις συναντούσαν δυσκολίες στην επιβολής της νομισματικής πειθαρχίας, η ΟΝΕ προσφέρει τη χρυσή ευκαιρία της από τα έξω επιβολής της πειθαρχίας. Η εκχώρηση της νομισματικής πολιτικής στην Ευρώπη, εμπεδώνει έτσι την εκμετάλλευση της εργασίας στα κράτη μέλη.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Ο Άνταμ Σμιθ ήταν βέβαιος ότι ο καπιταλισμός δημιουργεί τον πλούτο των εθνών. Ο Χέγκελ συμφώνησε αλλά προσέθεσε ότι η συσσώρευση πλούτου καθιστά αυτούς, των οποίων η κοινωνική αναπαραγωγή εξαρτάται από την πώληση της εργατικής τους δύναμης, απροστάτευτους μέσα σε ένα πλαίσιο επιδεινούμενων συνθηκών ζωής. Κατέληξε ότι παρά τη συσσώρευση πλούτου, η αστική κοινωνία θα συναντήσει τεράστια δυσκολία στην πειθάρχηση των εξαρτημένων μαζών, και είδε τη μορφή κράτος ως μέσο άμβλυνσης του κοινωνικού ανταγωνισμού, ως μέσο συγκράτησης των εξαρτημένων μαζών. Ο Ρικάρντο διατύπωσε το συμπέρασμα ότι οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις οδηγούν αναγκαστικά στην παραγωγή «πλεονάζοντος πληθυσμού». Ο Μαρξ ανέπτυξε αυτή την ενόραση και έδειξε ότι το ιδανικό των ίσων δικαιωμάτων είναι στην πραγματικότητα ένα αστικό δικαίωμα. Όσον αφορά το περιεχόμενο του είναι δίκαιο της ανισότητας (Μαρξ, 1968). Ενάντια στην αστική μορφή της τυπικής ισότητας, υποστήριξε ότι ο κομμουνισμός βασίζεται στην ισότητα του ατόμου, δηλαδή στην ισότητα των ατομικών ανθρώπινων αναγκών.
Στο δοκίμιο αναφέρθηκαν συχνά οι όροι δημοκρατική πλειοψηφία και δημοκρατικές αρχές. Ο εκδημοκρατισμός των ανθρώπινων κοινωνικών σχέσεων διανοίγει την κατάλληλη προοπτική για τον αγώνα για μια κοινωνική Ευρώπη, μια Ευρώπη στην οποία η ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός είναι προϋπόθεση για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων. Θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη το ζήτημα του δημοκρατικού ελλείμματος στην Ευρώπη γενικά αλλά και στην ΟΝΕ ειδικότερα. Ωστόσο, στη σχετική συζήτηση η δημοκρατία δεν γίνεται κατανοητή ως η κυριαρχία του λαού ή, όπως θα το είχε θέσει ο Μαρξ, ως η κοινωνία των ελεύθερων και ίσων. Συνήθως αφορά την έλλειψη νομιμοποίησης των θεσμών της ΕΕ. Με άλλα λόγια, το δημοκρατικό έλλειμμα δεν γίνεται αντιληπτό ως έλλειμμα του δικαιώματος αυτοκαθορισμού, αλλά ως έλλειμμα νομιμοποίησης της ΕΕ έναντι των εδαφικά ταξινομημένων υπηκόων. Ωστόσο, πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη αυτή τη συζήτηση. Μια δημοκρατική Ευρώπη πρέπει να σημαίνει τον πλήρη εκδημοκρατισμό όλων των κοινωνικών δυνάμεων, θέτοντας τες στην υπηρεσία των ανθρώπινων αναγκών. Συνοψίζοντας, η αντιπαράθεση για το δημοκρατικό έλλειμμα θα πρέπει καταρχήν να ενταχθεί στην μεγάλη ευρωπαϊκή παράδοση της σκέψης του Διαφωτισμού: Αμφισβητήστε τα πάντα! Δεύτερον, θα πρέπει να οδηγηθεί μέχρι τις τελικές λογικές συνέπειες της: στη δημοκρατική οργάνωση της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας από τους ίδιους τους παραγωγούς.
Επιπλέον, η κριτική της ΟΝΕ από τη θέση του «εθνικού σοσιαλισμού» παρουσιάζει, εκούσια ή ακούσια, τη φρίκη του παρελθόντος ως λύση στο παρόν. Η κριτική της ΟΝΕ δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα υπεράσπιση του έθνους κράτους. Μια τέτοια κριτική εμποδίζει την κατανόηση της ουσίας του πολιτικού στην αστική κοινωνία. Η πολιτική είναι το σύστημα κατάληψης, διατήρησης και άσκησης της εξουσίας. Ίσως είναι αναγκαίο να απορρίψουμε τη νεοφιλελεύθερη πολιτική ή την πολιτική του Τρίτου Δρόμου. Όσο αναγκαία και κατανοητή και αν είναι αυτή η απόρριψη, δεν αρκεί. Αυτό που πρέπει να γίνει αντιληπτό είναι ότι η βάση συγκρότησης του πολιτικού στην αστική κοινωνία δεν εντοπίζεται στην πολιτική τάξη. Αυτό που πρέπει να γίνει αντικείμενο άρνησης είναι η μορφή κράτος, την οποία ο Μαρξ συνόψισε ως: «η συγκέντρωση της αστικής κοινωνίας». Εν συντομία, η δυσαρέσκεια με την πολιτική τάξη αντιστοιχεί, παραφράζοντας το Μαρξ, σε μια κριτική των μορφών εμφάνισης, παραβλέπει την κοινωνική συγκρότηση της ύπαρξης τους και εξαιτίας αυτού επιβεβαιώνει το κράτος σαν «ένα ανεξάρτητο ον που διαθέτει τις δικές του διανοητικές, ηθικές και φιλελεύθερες βάσεις» (Μαρξ 1968). Αντιστοιχεί, έτσι, σε μια εξέγερση υπέρ ενός ενάρετου κράτους, ενός κράτους δηλαδή που θα διασφαλίζει το κοινό αγαθό της αστικής κοινωνίας. Εντός της καπιταλιστικής μορφής της κοινωνικής αναπαραγωγής, αυτό το κοινό αγαθό είναι η κοινότητα του αφηρημένου πλούτου για το καλό τη καπιταλιστικής συσσώρευσης. Η κριτική του ευρώ δεν μπορεί να είναι υποστήριξη της λίρας. Η ιστορία των εθνικών νομισμάτων ήταν ανέκαθεν η ιστορία της παγκόσμιας αγοράς.
Επιπλέον, η ιδέα του Τρίτου Δρόμου[7] θα πρέπει να ξεσκεπαστεί ώστε να αποκαλυφθεί το νόημα της, δηλαδή ότι το χρήμα δεν είναι ένα πράγμα αλλά μια κοινωνική σχέση, μια σχέση της αφηρημένης εργασίας. Επιπλέον, και χωρίς κακοπροαίρετους συνειρμούς, η ιδέα του Τρίτου Δρόμου αναδύθηκε για πρώτη φορά στην Ιταλία στις αρχές του 1930ς. Ο υποστηρικτής της ήταν ο Μουσολίνι. Τώρα στις αρχές του νέου αιώνα και πέρα από την παραδοσιακή αντίθεση μεταξύ καπιταλισμού και σοβιετικού κομμουνισμού, το νόημα του Τρίτου Δρόμου συνεπάγεται κάτι άλλο. Ποιο είναι το αντίπαλο δέος στην απεριόριστη παγκόσμια συσσώρευση του κεφαλαίου; Είναι το έθνος κράτος, το οποίο αν μετασχηματιστεί ώστε να διαθέτει νέες ρυθμιστικές εξουσίες θα είναι σε θέση να καταστήσει το κεφάλαιο υπηρέτη της ισότητας των ανθρώπινων αναγκών; Κάτι  φαίνεται να μην πηγαίνει  καλά με τον Τρίτο Δρόμο.
Η πάλη για το σοσιαλισμό είναι μια πάλη πάνω στις αρχές της κοινωνικής οργάνωσης της εργασίας. Αντί για μια κοινωνική πραγματικότητα στην οποία τα προϊόντα της κοινωνικής εργασίας εμφανίζονται να κυριαρχούν πάνω στον Άνθρωπο αντί να κυριαρχούνται από αυτόν, η κοινωνική αναπαραγωγή πρέπει να «ελέγχεται από αυτόν» (Μαρξ 1983). Η πολιτική της ΟΝΕ δείχνει ότι η πολιτική εποχή προς την οποία κινούμαστε δεν θα είναι ιδιαίτερα «φιλάνθρωπη». Η σύγκριση με τον μακιαβελικό ηγεμόνα την οποία κάνει ο Padoa Schioppa αποτελεί δείκτη ανησυχίας για το μέλλον, εφόσον είναι εντελώς διαχωρισμένος από τους υποτιθέμενους, εθνικά οργανωμένους, άρχοντες, δηλαδή από τις απαιτήσεις και τις προσδοκίες των πληθυσμών. Ειδικά σε δύσκολους καιρούς, πρέπει να επιμείνουμε στον θεωρητικό και πρακτικό προσανατολισμό προς την ουτοπία μιας κοινωνίας ελεύθερων και ίσων. Αν δεν επιδιώκουμε την άρνηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής δεν θα πρέπει να μιλάμε για ελευθερία και ειρήνη. Για να το θέσουμε διαφορετικά, αυτοί που επιθυμούν σοβαρά την ελευθερία και την ισότητα ως κοινωνικά άτομα, αλλά δεν επιθυμούν την αποσταθεροποίηση του καπιταλισμού αντιφάσκουν με τον εαυτό τους. «Όσο πιο αδύνατη φαντάζει η προοπτική του σοσιαλισμού, τόσο πιο επείγουσα και αναγκαία καθίσταται η υπεράσπιση του» (Horkheimer, 1974).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Agnoli, J. (2003), 'Emancipation: Paths and Goals', in Bonefeld, W. and S. Tischler (eds.) What is to be Done?, Ashgate, Aldershot.
Anderson, P. (1996), 'The Europe to Come', in P. Gowan and P. Anderson (eds.) 1996, The Question of Europe, Verso, London.
Beck, S., Caglar, G. and Ch. Scherrer (2002), Nach der New Economy. Perspektiven der deutschen Wirtschaft, Westf„lisches Dampfboot, M_nster.
Bonefeld, W. (2001), European Monetary Union: Ideology and Class', in Bonefeld, W. (ed.), The Politics of Europe, Plagrave, London.
Bonefeld, W. (2002), 'European Integration: the market, the political, and class', Capital & Class, no. 77.
Burnham, P. (2000), 'Globalization, Depoliticization and "Modern" Economic Management', in Bonefeld, W. and K. Psychopedis (eds.), The Politics of Change, Palgrave, London.
Clarke, S. (1992), 'The Global Accumulation of Capital and the Periodisation of the Capitalist State Form', in Bonefeld, W. etal (eds.) Open Marxism, vol. I, Pluto, London.
Claussen, D. (ed.) (2002), Transformation der Arbeit, Verlag Neue Kritik, Frankfurt.
Currie, D. (2000), 'EMU: Threats and Opportunities for Companies and National Economies', Baimbridge, M. etal (eds.) (2000), The Impact of the Euro, Palgrave, London.
Eichengreen, B. (1994), 'Fiscal Policy and European Monetary Union', in B. Eichengreen and J. Frieden (eds.) The Political Economy of European Monetary Integration, Westview, Bolder.
Emerson, M. (ed.) (1992), One Market, One Money, Oxford University Press, Oxford.
European Economy, (1990), 'One Market, One Money', 44, October.
Gowan, P. (1996), 'British Euro-solipsism', In P. Gowan and P. Anderson (eds.) The Question of Europe, Verso, London.
Gill, S. (1992), 'The Emerging World Order and European Change', in R. Miliband and L. Panitch (eds.), Socialist Register 1992, Merlin, London.
Gowan, P. (1996), 'British Euro-solipsism', In P. Gowan and P. Anderson (eds.) The Question of Europe, Verso, London.
Grahl, J. (1997), After Maastricht, Lawrence & Wishart, London.
Henning, C.R. (2000), 'US-EU Relations after the Inception of the Monetary Union', in Henning C.R. and T. Padoan, Transatlantic Perspectives on the Euro, Brookings, Washington.
Holloway, J. (2000), 'Zapata in Wallstreet', in Bonefeld, W. and K. Psychopedis (eds.) The Politics of Change, Palgrave, London.
Horkheimer, M. (1974), Notizen 1950 bis 1989 und D„mmerung. Notizen in Deutschland, Fischer, Frankfurt.
Marx, K. (1968), Kritik des Gothaer Programms, MEW 19, Dietz, Berlin.
Marx, K. (1973), Grundrisse, Penguin, London.
Marx, K. (1977), Das Elend der Philosophie, MEW 4, Dietz, Berlin.
Marx, K. (1983), Capital, vol. I, Lawrence & Wishart, London.
Padoa-Schioppa, T. (1994), The Road to Monetary Union, Clarendon Press, Oxford.
von Mises, L. (1944), Planned Chaos, The Foundation for Economic Education, New York.
Williams, J., K. Williams and C. Haslam (1991), 'Leap before you look', in A. Amin and M. Dietrich (eds.) Towards a New Europe?, Edward and Elgar, Aldershot

[1] [ΣτΜ] Το παρόν κείμενο με αγγλικό τίτλο “Class and EMU” πάρθηκε από το διαδικτυακό περιοδικό Commoner (www.commoner.org.uk) και συγκεκριμένα από το τεύχος νο 5, Φθινόπωρο του 2002, το οποίο έχει ως θεματική τις κρίσεις.
[2] [ΣτΜ] Ο όρος Τέταρτη Τάξη (Fourth Estate) είθισται να σημαίνει στην τρέχουσα χρήση του τον Τύπο (βλ. Τέταρτη Εξουσία κοκ), κάτι που σε αυτό το σημείο του κειμένου δεν φαίνεται να βγάζει κάποιο νόημα. Μία άλλη ερμηνεία που είναι και η πιο ταιριαστή είναι το προλεταριάτο, η μάζα των πληβείων, με τις άλλες τρεις τάξεις, να είναι οι ευγενείς, ο κλήρος και η τάξη των εμπόρων-τεχνιτών. Αυτές ήταν οι επίσημα αναγνωρισμένες τρεις Τάξεις, ενώ ο όρος Τέταρτη Τάξη χρησιμοποιήθηκε από ορισμένους συγγραφείς του 18ου αιώνα για να αναφερθούν στο κομμάτι της κοινωνίας που δεν συμπεριλαμβανόταν σε καμία από τις παραπάνω τρεις τάξεις αλλά ήταν και το πολυπληθέστερο.
[3] [ΣτΜ] Ως δημοσιονομικό εκτροχιασμό μεταφράζω τον όρο «fiscal free-riding». Γενικά, ο όρος free-riding αναφέρεται σε όσους κάνουν χρήση κοινών αγαθών χωρίς να πληρώνουν το κόστος που τους αναλογεί (π.χ. οι «λαθρεπιβάτες» των μέσων μαζικής μεταφοράς), με αποτέλεσμα να ζημιώνουν έμμεσα το κοινωνικό σύνολο.
[4] [ΣτΜ] Αντικυκλική πολιτική σημαίνει ότι μπροστά σε μια ύφεση το κράτος εφαρμόζει επεκτατικά δημοσιονομικά και νομισματικά μέτρα (αύξηση των δημόσιων δαπανών, μείωση επιτοκίων κτλ) με στόχο την τόνωση της ανάπτυξης και την αποφυγή του καθοδικού κύκλου της ύφεσης (εξού και ο όρος «αντικυκλική»).
[5] [ΣτΜ] Τα κριτήρια σύγκλισης είναι: ετήσιο έλλειμμα του εθνικού προϋπολογισμού μικρότερο από 3% του ΑΕΠ και δημόσιο χρέος μικρότερο από 60% του ΑΕΠ. Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης τέθηκε σε ισχύ από το 1997.
[6] [ΣτΜ] Το 2002 η Γερμανία δέχτηκε προειδοποιήσεις από την ΟΝΕ επειδή το έλλειμμα της πλησίαζε το όριο που έθετε το Σύμφωνο Σταθερότητας
[7] [ΣτΜ] Ο Τρίτος Δρόμος είναι μια μοντέρνα εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας, με βασικό θεωρητικό εκπρόσωπο τον Anthony Giddens, που προέκυψε στα τέλη της δεκαετίας του ’90 και επιχειρεί να εμπλουτίσει την οικονομία της αγοράς με δημοκρατικό περιεχόμενο, ενσωματώνοντας και στοιχεία από τα λεγόμενα νέα κοινωνικά κινήματα.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου