ΣΧΕΔΙΟ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗΣ ΣΥΡΙΖΑ - ΔΙΑΛΟΓΟΣ


ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗΣ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ ΚΑΙ ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΕΚΔΟΧΕΣ ΑΡΙΣΤΕΡΟΥ ΡΕΥΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΡΗΣ ΑΝΑΣΥΝΘΕΣΗΣ

Η Iskra δημοσιεύει ολόκληρο το σχέδιο Διακήρυξης το οποίο επεξεργάστηκε η Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ είχε προκληθεί επ'αυτού συζήτηση και στην ΚΠΕ του ΣΥΝ.
Ταυτόχρονα, η Iskra δημοσιεύει και τις τρείς προσθήκες και εναλλακτικές εκδοχές του Αριστερού Ρεύματος του ΣΥΝ και της Πρωτοβουλίας για την Αριστερή Ανασύνθεση του ΣΥΝ, οι οποίες έχουν τοποθετηθεί με μπλέ γράμματα στα αντίστοιχα κεφάλαια του σχεδίου Διακήρυξης (Κεφάλαιο 5 και Κεφάλαιο 6 σημείο 3 και σημείο 13).
Ως γνωστόν αυτές οι προσθήκες και εναλλακτικές εκδοχές περιείχοντο, επί της ουσίας, στο κείμενο συμβολής στη Διακήρυξη, που είχε καταθέσει το Αριστερό Ρεύμα στην ΚΠΕ του ΣΥΝ.
Κύκλοι του Αριστερού Ρεύματος του ΣΥΝ τόνιζαν στην Iskra ότι οι τρείς αυτές προσθήκες και εναλλακτικές εκδοχές δεν είναι οι μόνες διαφοροποιήσεις του Αριστερού Ρεύματος επί του σχεδίου Διακήρυξης αλλά αυτές είναι, ίσως, οι πλέον κύριες και χαρακτηριστικές. Οι ίδιοι κύκλοι τόνιζαν, επί παραδείγματι, την προβληματικότητα της θέσης στο Κεφάλαιο 6, σημείο 4, που κάνει λόγο για την ανάγκη "δίκαιης δημοσιονομικής εξισορρόπησης", την οποία, μάλιστα, τη θέτει σε ίση μοίρα, στο πλαίσιο του εθνικού σχεδίου που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ, με τους στόχους της κοινωνικής ανόρθωσης, της παραγωγικής ανασυγκρότησης κλπ.
Ανεξάρτητα από τις διαφορετικές προθέσεις των συντακτών, τέτοιου είδους διατυπώσεις παραπέμπουν αθέλητα στα περί "δίκαιης δημοσιονομικής εξυγίανσης" των κυρίαρχων κύκλων, που καθίστανται το πρόσχημα για να προωθούνται, στο όνομα των ελλειμάτων, "δίκαιες" πολιτικές λιτότητας, τις οποίες πληρώνουν κατά κύριο λόγο τα μικρομεσαία εισοδήματα.
Το παρακάτω σχέδιο Διακήρυξης του ΣΥΡΙΖΑ (το οποίο παρατηρητές της Αριστεράς έλεγαν ότι ως βάση για ουσιαστική περαιτέρω επεξεργασία, αλλαγές προσθήκες, συμπληρώσεις και τροποποιήσεις, κινείται σε θετική κατεύθυνση) μαζί με τις προσθήκες και εναλλακτικές εκδοχές του Αριστερού Ρεύματος και της Αριστερής Ανασύνθεσης, ίσως και με πρόσθετες συμπληρώσεις από άλλες πλευρές του ΣΥΡΙΖΑ, θα αξιοποιηθεί ως βάση πλατιάς συζήτησης και επεξεργασίας στις Συνελεύσεις των οργανώσεων του ΣΥΡΙΖΑ , στην πορεία προς την Πανελλαδική Σύσκεψη του τελευταίου.
ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗΣ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ ΜΕ ΤΙΣ ΤΡΕΙΣ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΕΚΔΟΧΕΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΕΡΟΥ ΡΕΥΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΗΣ ΑΝΑΣΥΝΘΕΣΗΣ ΕΧΕΙ ΩΣ ΕΞΗΣ:
ΣΧΕΔΙΟ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗΣ
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΙ ΘΕΛΕΙ Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ -ΠΟΙΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ, ΤΙ ΕΠΙΔΙΩΚΟΥΜΕ, ΤΙ ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ, ΤΙ ΖΗΤΑΜΕ-
1. ΠΡΟΟΙΜΙΟ
Η ελληνική κοινωνία ζει μια πρωτοφανή σε ένταση και έκταση κρίση, τη χειρότερη που γνώρισε μεταπολιτευτικά. Τα λαϊκά στρώματα έχασαν και εξακολουθούν να χάνουν τα εισοδήματά τους, εργατικά δικαιώματα δεκαετιών ακυρώθηκαν και ακυρώνονται, η κοινωνία αποσυντίθεται, η δημοκρατία περιστέλλεται, η οικονομία ακολουθεί καθοδικό σπιράλ θανάτου ενώ ο ομαλός τρόπος ζωής όλων μας αποδιαρθρώνεται. Το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα διεφθαρμένο, ανίκανο και πλήρως υποταγμένο στα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, ενόσω προωθεί με όλα τα μέσα την καταστροφή, εξαντλεί τα όριά του και αποσταθεροποιείται. Ζούμε το τέλος μιας εποχής. ζούμε τις ωδίνες που θα γεννήσουν μια νέα. Εκείνοι που κυβερνούν αρχίζουν να μην μπορούν να κυβερνήσουν όπως πριν. εκείνοι που κυβερνώνται αρχίζουν να μη θέλουν να κυβερνηθούν όπως πρώτα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ με την τριπλή σημαία του βρίσκεται εδώ για να βάλει τέλος στην προϊούσα εξαθλίωση, για να εκφράσει πολιτικά τον κόσμο της εργασίας και την ανάγκη να αναδειχθεί αυτός ο κόσμος σε ηγετική δύναμη της κοινωνίας, για να εκφράσει, επιπλέον, την ανάγκη να υπερβεί η ελληνική κοινωνία τις πατριαρχικές και ανδροκρατικές πρακτικές που συντείνουν στην αποδοχή συντηρητικών αντιλήψεων ενώ σε εποχές κρίσης κινδυνεύουν να γίνουν ακραίες, για να εκφράσει, τέλος, την ανάγκη ριζικής οικολογικής αναμόρφωσης της παραγωγής και της κατανάλωσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ βρίσκεται εδώ για να οργανώσει τη δημοκρατική ανατροπή, για να ανοίξει τον δρόμο σε μια κυβέρνηση της Αριστεράς, στηριγμένης σε ένα ευρύ μέτωπο κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, μιας κυβέρνησης που θα θέσει τη χώρα σε νέα τροχιά. Για να επιτύχουμε αυτόν τον μεγάλο στόχο, συμβάλλουμε με όλες τις δυνάμεις μας στην ανάπτυξη ενός ισχυρού κοινωνικού κινήματος και ενός μεγάλου πολιτικού κινήματος, επιμένουμε στην ανάγκη για κοινή δράση και συμπαράταξη της Αριστεράς, αναλαμβάνοντας τις σχετικά πρόσφορες πρωτοβουλίες, ισχυροποιούμε και διευρύνουμε τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ ως τον πολιτικό φορέα που θα εμπνεύσει, θα κινητοποιήσει και θα συμβάλει καθοριστικά στην ενότητα και στην οργάνωση των λαϊκών δυνάμεων, αποσκοπώντας στην οικονομική, κοινωνική, πολιτική και πολιτιστική ανασυγκρότηση της χώρας, αποσκοπώντας σε μια χειραφετημένη Ελλάδα της εργασίας, της δικαιοσύνης και της δημιουργικότητας μέσα σε μια ριζικά διαφορετική Ευρώπη.
2. Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΡΙΣΗ
Η κρίση που ζούμε, που ξεκίνησε ως κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και μετατράπηκε σε κρίση δημόσιου χρέους οδηγώντας στα προγράμματα λιτότητας, τείνει να προσλάβει οικουμενικές διαστάσεις, θίγοντας με τον έναν ή τον άλλο τρόπο κάθε χώρα και αγγίζοντας κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής. Τόσο η κρίση των τραπεζών όσο και η κρίση των κρατών είναι εκφράσεις της δομικής κρίσης του καπιταλισμού, όπως αυτή ξέσπασε μετά από τρεις δεκαετίες συσσώρευσης κερδών, μέσα από την τεράστια αναδιανομή πλούτου και εξουσιών υπέρ του κεφαλαίου που οργάνωσε ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός σε παγκόσμια κλίμακα.
Αλλά πλέον η κρίση βαθαίνει και διευρύνεται διαρκώς περισσότερο, με σκοτεινό μέλλον και χωρίς ορατή έκβαση, με εξαιρετικά επικύνδυνα ενδεχόμενα να ανοίγονται μπροστά μας. Βαθαίνει και διευρύνεται, μάλιστα, με τρόπους που φαίνεται να απαγορεύουν κάθε είδους επιστροφή στην πρότερη κατάσταση, όπου το κράτος διατηρούσε τη δυνατότητα να παρεμβαίνει ώστε κάπως να εξισορροπεί τις απαιτήσεις του κεφαλαίου με τα κοινωνικά αιτήματα και να αποκαθιστά ανεκτές μορφές συναίνεσης τουλάχιστον με τα μεσαία στρώματα, με τρόπους που καταστρέφουν τους αποκατεστημένους όρους πολιτικής εκπροσώπησης και τα ίδια τα συνταγματικά και εν γένει θεσμικά θεμέλια των κοινωνιών, με τρόπους που θίγουν ολόπλευρα κάθε έκφανση της κοινωνικής και προσωπικής ζωής και την ίδια την ηθική σφαίρα, με τρόπους, τελικά, που διαγράφουν κάθε ελπίδα ότι θα ανακτήσουμε αυτούσια εκείνα που χάσαμε. Με αυτήν την έννοια, δεν μας επιτρέπεται να αναπολούμε κανένα παρελθόν, οφείλουμε να αποποιηθούμε κάθε νοσταλγία. Για να σταματήσει η κρίση και για να ξαναγεννηθεί η ελπίδα, η πορεία που ακολούθησε ο κόσμος μέχρις εδώ πρέπει να αλλάξει ριζικά κατεύθυνση στο σύνολό της. Στο σύνολό της: σε κάθε χώρα, σε κάθε κοινωνικό χώρο, σε κάθε τομέα της κοινωνικής ζωής. Να αλλάξει παντού, με τα πρόσφορα κάθε φορά μέσα, με όλες τις δυνάμεις που μπορούν να επιστρατευθούν. Μόνον έτσι θα μπορέσουν να οδηγηθούν οι λαοί σε έναν ριζικά καινούργιο κόσμο, σε έναν κόσμο αλληλεγγύης, σε έναν κόσμο ουσιαστικής δημοκρατίας, πραγματικής ισότητας και ελευθερίας, σε έναν κόσμο καθολικής δικαιοσύνης. Η ευθύνη για αυτήν την ριζική αλλάγη, για την οικοδόμηση αυτού του νέου κόσμου, είναι ευθύνη των λαών της Γης και των αγώνων τους. Δηλαδή είναι ευθύνη δική μας.
Σήμερα, το παγκοσμιοποιημένο μεγάλο κεφάλαιο με τις διάφορες συνιστώσες του εξακολουθεί να εξαντλεί τα περιθώρια κερδοφορίας από τις χώρες του λεγόμενου «τρίτου κόσμου», οδηγώντας τους λαούς στην πλήρη εξαθλίωση και προξενώντας τα μεγάλα ρεύματα της οικονομικής μετανάστευσης. Οι τοπικοί πόλεμοι εξαπλώνονται, νέοι εξαπολύονται, οι εστίες έντασης πολλαπλασιάζονται και στους οικονομικούς μετανάστες προστίθενται οι μετανάστες-πρόσφυγες, θύματα των πολέμων. Ο θρησκευτικός φανατισμός, ως λαϊκή αλλά και αντιδημοκρατική ιδεολογία, δεν υποχωρεί. Παράλληλα, νέοι πρωταγωνιστές και αναδυόμενες περιφερειακές δυνάμεις έχουν εμφανιστεί στη διεθνή σκηνή ενώ ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων οξύνεται και η ηγεμονία των ΗΠΑ αμφισβητείται. Ακόμη και ένας γενικευμένος πόλεμος που θα 'ξεπεράσει' την κρίση πριμοδοτώντας τις βιομηχανίες του πολέμου και όλες τις επιχειρήσεις που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα μαζί του, θα υποτάξει χώρες, θα καταστρέψει παραγωγικές δυνάμεις, θα αποδεκατίσει τους λαούς και θα ανοίξει με το πέρας του το ελντοράντο της 'ανοικοδόμησης' συνιστά πλέον ενδεχόμενο που δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Αλλά, από την άλλη μεριά, οι εξελίξεις αυτές προκαλούν ισχυρές αντιστάσεις. Η απαίτηση για ειρήνη εξαπλώνεται και δυναμώνει, μεγάλες απεργίες σαρώνουν χώρες ολόκληρες, οι πλατείες των μεγάλων πόλεων του πλανήτη καταλαμβάνονται με αίτημα την κοινωνική δικαιοσύνη, η ταξική σκοπιά διαδίδεται μαχητικά ακόμη και στις ΗΠΑ, η αραβική άνοιξη ανοίγει την πύλη της δημοκρατίας σε χώρες της γειτονιάς μας ενώ στη Λατινική Αμερική λαοί περπατούν νέους ελπιδοφόρους δρόμους ενόσω οι χώρες τους προωθούν περιφερειακές ολοκληρώσεις προς προοδευτική κατεύθυνση. Ο κόσμος ολόκληρος είναι σήμερα σε αναβρασμό και βρίσκεται μπροστά σε ένα εξαιρετικά κρίσιμο σταυροδρόμι.
Αναζητώντας διαρκώς νέα πεδία κερδοφορίας, το κεφάλαιο έχει στραφεί προς τις αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης. Αποσκοπεί να εξομοιώσει τελικά την Ευρώπη ολόκληρη με τις χώρες του «τρίτου κόσμου» και να επαναφέρει τις σχέσεις κεφαλαίου-εργασίας σε σχέσεις ανάλογες με εκείνες που χαρακτήριζαν την Αγγλία τον 19ο αιώνα. Έτσι, το κοινωνικό κράτος διαλύεται, η δημόσια περιουσία εκποιείται προς όφελος των ιδιωτών κεφαλαιούχων, το κόστος της εργασιακής δύναμης συμπιέζεται στο έπακρο και η ανεργία εκτινάσσεται σε πρωτοφανή επίπεδα. Η εξυπηρέτηση των αναγκών των «αγορών» ανάγεται σε υπέρτατο νόμο, η καταστροφή των κοινωνιών παρουσιάζεται σαν επακόλουθο μιας αναπόδραστης φυσικής ροπής, και τα θύματα της κρίσης θεωρούνται υπεύθυνα των θεομηνιών που τα πλήττουν. Καθώς το προηγούμενο πλαίσιο κοινωνικής συναίνεσης καταστρέφεται χωρίς να οικοδομείται κάποιο νέο, ο αυταρχισμός εντείνεται. Η κοινοβουλευτική δημοκρατία σε χώρες της Ευρώπης τείνει να μετατραπεί σε επίφαση δημοκρατίας, με υποβαθμισμένα κοινοβούλια, με πρωθυπουργούς που υπηρετούν αγόγγυστα τις οικονομικά κυρίαρχες δυνάμεις, με συρίκνωση των δημοκρατικών θεσμών σε όλα τα επίπεδα, εθνικά και ευρωπαϊκά, με όξυνση της καταστολής. Το «ευρωπαϊκό κεκτημένο», που δεν ήταν άλλο από τις δημοκρατικές και κοινωνικές κατακτήσεις των ευρωπαϊκών λαών μετά την ήττα του ναζισμού και του φασισμού, ποδοπατείται ανενδοίαστα, οι προπαγανδιζόμενες άλλοτε συγκλίσεις μισθών, συντάξεων και κοινωνικών παροχών έχουν ξεχαστεί ενώ οι θεσμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποτάσσονται στην πολιτική βούληση των μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών και κυρίως της Γερμανίας με λίγες και πολύ δειλές ακόμη αντιστάσεις. Το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως διακριτής οικονομικο-πολιτικής οντότητας προμηνύεται δυσοίωνο καθώς η ευρωζώνη εξελίσσεται σε ζώνη γερμανικής οικονομικής επικυριαρχίας, αν όχι καταναγκασμού, που οδηγεί σε ασφυξία τις πιο αδύναμες χώρες και σε όλο μεγαλύτερες ανισότητες ενώ η Γερμανία προωθεί την ηγεμονία της και στο πολιτικό επίπεδo. Σε αυτές τις συνθήκες, οι αντιθέσεις μεταξύ των χωρών που συναποτελούν την Ευρώπη εντείνονται ενώ κάθε χώρα της βυθίζεται στην κρίση με τους δικούς της ρυθμούς και τις δικές της ιδιαιτερότητες.
Το μεγάλο κεφαλαίο, οι πολιτικές δυνάμεις που το εκφράζουν και ο εγχώριος δικομματισμός αντιμετώπισαν τη χώρα μας ως το πειραματόζωο όπου θα μπορούσαν να δοκιμαστούν εργαστηριακά οι νέες συνταγές. Με μοχλό εκβιασμού το δημόσιο χρέος που είχαν συνάψει αλόγιστα και με το αζημίωτο οι κυβερνήσεις του δικομματισμού, η Ελλάδα οδηγήθηκε στη νέα περίοδο του καθεστώτος των μνημονίων. Την καταστροφή αισθάνεται άμεσα ολόκληρος ο ελληνικός λαός στις πόλεις και στην ύπαιθρο. Πρωτοφανής ανεργία, δραματική μείωση μισθών και συντάξεων, αύξηση τιμών, κλείσιμο χιλιάδων μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, κατάργηση συλλογικών συμβάσεων και γενικότερα διάλυση των εργασιακών σχέσεων, καταστροφή του ασφαλιστικού συστήματος και της δημόσιας υγείας, πόλεμος ενάντια στην παιδεία και την έρευνα, μετανάστευση του επιστημονικού δυναμικού, ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας. Η δυνατότητα εκπλήρωσης κάθε κοινωνικής ανάγκης περνάει μέσα από την αγορά: σε λίγο οι επιχειρηματίες θα καθορίζουν το πόσο θα πληρώνουμε το νερό, τον ήλιο και τον αέρα. Και βέβαια, τα μνημόνια αντί να μειώσουν το χρέος το εκτινάσουν στα ύψη, αντί να οδηγούν στην ανάπτυξη οδηγούν στην ύφεση και στον οικονομικό μαρασμό ενώ η διάλυση των προηγούμενων σχέσεων και του μέχρι πρόσφατα αποκατεστημένου τρόπου ζωής βρίσκει κάποιες φορές ως αποδιοπομπαίο τράγο τους πρόσφυγες και τους μετανάστες και μεταφράζει την απόγνωση σε στήριξη της ναζιστικής συμμορίας που παριστάνει την 'αντισυστημική' πολιτική δύναμη. Παράλληλα, η προπαγάνδα που ασκούν σχεδόν δικτατορικά τα κυρίαρχα ΜΜΕ επιδιώκει να αδρανοποιήσει τον κόσμο που χάνει το παρόν και το μέλλον του. Είναι προπαγάνδα που επιδιώκει να αποκρύψει την τεράστια αναδιανομή πλούτου και εξουσιών που έχει ήδη συντελεστεί και εξακολουθεί να συντελείται προς όφελος του κεφαλαίου, να αποκρύψει ότι όλα γίνονται για την εξασφάλιση του κέρδους, ότι όλα γίνονται για την απόλυτη κατίσχυση του κεφαλαίου επάνω στις δυνάμεις της εργασίας.
Όμως το πείραμα καθυπόταξης του ελληνικού λαού δεν κύλησε ομαλά. Το πειραματόζωο αντέδρασε. Παρά την πλύση εγκεφάλου από τα ελεγχόμενα ΜΜΕ, παρά τη συντριπτική κοινοβουλευτική πλειοψηφία των μνημονιακών κομμάτων, παρά τον χημικό πόλεμο στις διαδηλώσεις και παρά τις δικαστικές διώξεις, ο ελληνικός λαός δεν υπέκυψε. Με απεργίες, καταλήψεις, διαδηλώσεις, συλλαλητήρια, πολιτική ανυπακοή, πολύμορφες διαμαρτυρίες, αλλά και με την ανάπτυξη μορφών αλληλεγγύης ασυμβίβαστες με τον ατομικισμό και την ανταγωνιστικότητα, ο λαός μας αντιστάθηκε. Και όχι μόνον αντιστάθηκε, αλλά κατέγραψε σημαντικές πολιτικές νίκες. Ανάγκασε την κυβέρνηση Παπανδρέου σε αναδίπλωση, με ανασχηματισμό πρώτα και παραίτηση κατόπιν, και την κυβέρνηση Παπαδήμου σε παραίτηση και προκήρυξη εκλογών. Στις εκλογικές αναμετρήσεις που ακολούθησαν, κανείς δεν τόλμησε να υπερασπιστεί ανοιχτά τα μνημόνια. Ακόμη κι αυτοί που ανέλαβαν να κυβερνήσουν υπό την εποπτεία της τριαρχίας των δανειστών προεκλογικά έλεγαν και υπόσχονταν εντελώς άλλα.
Στις τελευταίες εκλογές ένας σχηματισμός της Αριστεράς εκτινάχθηκε στο 27%, παρά τον φόβο που καλλιεργήθηκε συστηματικά και με όλα τα μέσα από τους ισχυρούς στην Ελλάδα και την Ευρώπη, παρά την απροκάλυπτη συκοφαντία και παρά την ασίγαστη προσπάθεια να του φορτώσουν την ευθύνη για όλα τα δεινά. O ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, ο πολιτικός φορέας που πέτυχε αυτό το αποτέλεσμα, πρωταγωνιστεί στην πολιτική σκηνή και διεκδικεί μια κυβέρνηση της Αριστεράς γιατί έχει να προτείνει μια εντελώς διαφορετική έξοδο από την κρίση, μια πορεία που θα αποσοβήσει την καταστροφή, μια νέα πορεία για την Ελλάδα, αλλά και για την Ευρώπη. Για αυτόν τον λόγο η κατακόρυφη άνοδός του φοβίζει τους ακόμη ισχυρούς.
2. ΟΙ ΚΑΤΑΒΟΛΕΣ ΜΑΣ
Οι καταβολές του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ μπορούν να ανιχνευθούν στο εργατικό και το ευρύτερο λαϊκό κίνημα του τέλους του 19ου αίωνα και των αρχών του 20ου, στους αγώνες που είχαν αναληφθεί από τότε για να εκφραστούν οι δυνάμεις της εργασίας και να ενωθεί ο ελληνικός λαός ενάντια στην οικονομική εκμετάλλευση και την πολιτική καταπίεση. Μετά την εποποιία της Εθνικής Αντίστασης και τη συνολική αλλαγή του πολιτικού τοπίου που εκείνη επέφερε, μετά τα όσα πέτυχε το ΕΑΜ για την ενότητα και την απελευθέρωση του λαού μας, οι διεθνώς κυρίαρχες δυνάμεις οδήγησαν τη χώρα στον εμφύλιο όπου η Αριστερά γνώρισε την ήττα. Όμως, παρά την τρομοκρατία που άσκησε το μετεμφυλιακό κράτος και παρακράτος, όπως κορυφώθηκε με τη δικτατορία των συνταγματαρχών, η Αριστερά δεν εξαφανίστηκε αλλά συνέχισε να υφαίνει τους δεσμούς της με τον ελληνικό λαό. Η ενότητα που είχε σφυρηλατήσει η ΕΔΑ και η σημαντική εκλογική επιτυχία της το 1958, αλλά και το γεγονός ότι η Ένωση Κέντρου περιλάμβανε γνήσια δημοκρατικές δυνάμεις, οι αγώνες υπέρ της αυτοδιάθεσης της Κύπρου, υπέρ της προστασίας τους Συντάγματος και της δωρεάν παιδείας, οι λαϊκές αντιδράσεις στην αποστασία του 1965, η αντίσταση στη δικτατορία, το φοιτητικό κίνημα, η εξέγερση του Πολυτεχνείου και οι αγώνες ενάντια στον ιμπεριαλισμό κατέστησαν ξανά την Αριστερά και όσους ή όσες περπάτησαν μαζί της έκφραση των ζωογόνων δυνάμεων της ελληνικής κοινωνίας.
Αλλά ταυτόχρονα η Αριστερά κερματίστηκε. Το ΚΚΕ γνώρισε αλλεπάλληλες διασπάσεις, ένα μέρος από τις δυνάμεις που είχαν στρατευθεί στο ΕΑΜ σαγηνεύτηκε από την «Αλλαγή» που υποσχέθηκε το ΠΑΣΟΚ ενώ μικρότερες δυνάμεις της Αριστεράς συγκρότησαν αυτοτελείς οργανώσεις. Έτσι, η καθαυτό πολιτική δύναμη της Αριστεράς μειώθηκε σημαντικά μολονότι η ίδια διατηρούσε το ηθικό πλεονέκτημα και οι ιδέες της τουλάχιστον μέρος της παλιάς τους αίγλης. Το φαινόμενο εντάθηκε με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Σε διεθνή κλίμακα, ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός και η παγκοσμιοποίηση που συντελέστηκε υπό την αιγίδα του θριάμβευαν μέχρι σημείου να κηρύξουν το «τέλος της Ιστορίας» ενώ η παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία -και στη χώρα μας το ΠΑΣΟΚ- αφομοιώθηκε στην αντίστοιχη πολιτική σχεδόν εξ ολοκλήρου. Στις αρχές του 21ου αιώνα, η Αριστερά στη χώρα μας -αλλά και σε πολλές χώρες του κόσμου- βρέθηκε σχετικά περιθωριοποιημένη και κατακερματισμένη ενώ ο δικομματισμός διατηρούσε την πλήρη πολιτική πρωτοβουλία, με εκλογικά ποσοστά πάνω από 80%.
Παρ' όλα αυτά ωστόσο, η σπίθα της αντίστασης κρατήθηκε αναμμένη ενώ η Ιστορία αρνιόταν να τελειώσει: ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός δημιουργούσε ισχυρές κοινωνικές αντιστάσεις καθώς συσσώρευε δεινά, ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων, δημιουργώντας κρίσεις και εξαπολύοντας τοπικούς πολέμους -κάποιους από αυτούς έξω από την πόρτα μας- προκαλούσε τη γέννηση ισχυρών κινημάτων υπέρ της ειρήνης. Μια νέα δυναμική άρχισε να συνενώνει με τρόπους ανέκδοτους πολιτικές δυνάμεις της Αριστεράς, πολλούς και διαφορετικούς κοινωνικούς φορείς, αγωνιστές, καλλιτέχνες και διανοούμενους, γυναίκες και άντρες, λίγο πολύ σε όλες τις χώρες του κόσμου. Τα συνθήματα «Ο άνθρωπος πάνω από τα κέρδη» και «Ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός» αντήχησαν σε παγκόσμια κλίμακα, συνεγείροντας τους νέους και τις νέες και ανοίγοντας μια νέα σελίδα στην ιστορία της Αριστεράς.
Αυτή η νέα σελίδα γράφτηκε με πολλούς τρόπους στη χώρα μας. Στο πλαίσιό της, οι νέες ιδέες, τα νέα αιτήματα και οι νέες μορφές οργάνωσης συνδέθηκαν με τις ιδιαίτερες εδώ συνθήκες και την πορεία που είχαν ακολουθήσει οι συνιστώσες της Αριστεράς ώστε να οδηγηθούμε πρώτα στον Χώρο Διαλόγου και Κοινής Δράσης ως ευρύ πεδίο θεωρητικής και ιδεολογικής ζύμωσης, συμμετοχής στους κοινωνικούς αγώνες και ανάπτυξης πολιτικών πρωτοβουλιών, στη συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ κατόπιν και σε εκείνη του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ πιο πρόσφατα. Η πορεία αυτή στηρίχτηκε στην κοινή και από κοινού αποδοχή των αγωνιστικών παραδόσεων του λαού μας, στην κοινή και από κοινού ένταξη στους αγώνες για εθνική ανεξαρτησία, δημοκρατία, λαϊκή κυριαρχία, ελευθερία, ισότητα, αλληλεγγύη, δικαιοσύνη, κοινωνική προκοπή και κονωνική απελευθέρωση, στην ενεργό συμμετοχή στο εργατικό και στο ευρύτερο λαϊκό κίνημα, στις ποικίλες εκλογικές και πολιτικές αναμετρήσεις, στις ευρωπορείες και στο διεθνές κίνημα ενάντια στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, στην ενεργό συμμετοχή στα κοινωνικά φόρα, στις οικολογικές και στις πολιτιστικές πρωτοβουλίες. Έτσι αγωνιστές και αγωνίστριες από διάφορους χώρους και οργανώσεις της Αριστεράς, τον κομμουνιστικό, τον σοσιαλιστικό και τον δημοκρατικό, εκείνον της κομμουνιστικής και εκείνον της αριστερής ανανέωσης, τον ριζοσπαστικό, τον αντικαπιταλιστικό, τον επαναστατικό και τον ελευθεριακό, συνδικαλιστές και συνδικαλίστριες του εργατικού και του αγροτικού κινήματος, νέες και νέοι, άνθρωποι της τέχνης, των γραμμάτων και της διανόησης, πολλοί και πολλές από εκείνους που δημιούργησαν το μεγάλο κίνημα της Παιδείας, πολλές και πολλοί από το φεμινιστικό και το οικολογικό κίνημα, συναντήθηκαν και ένωσαν τις δυνάμεις τους. Πρόκειται για ένταξη και συμμετοχή που συνιστούσε και συνιστά για όλους εμάς, γυναίκες και άντρες, λόγο πολιτικής ύπαρξης και αξία ζωής.
Πατώντας στέρεα στην κοινή δράση, ο ΣΥΡΙΖΑ και ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ κατόρθωσαν να συνθέσουν δημιουργικά, σε ένα ιδιαίτερα ευρύ πλαίσιο, απόψεις με διαφορετικές ιδεολογικές και οργανωτικές αφετηρίες και διαφορετικές πολιτικές καταβολές, αναγνωρίζοντας και μη συγκαλύπτοντας τις διαφορές και σεβόμενοι πάντα τις διακριτές ιδεολογικές και θεωρητικές ευαισθησίες.
Η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ και του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ από την ίδρυσή τους μέχρι σήμερα δεν υπήρξε ούτε εύκολη ούτε ευθύγραμμη. Ο φορέας γνώρισε κρίσεις και στιγμές αδράνειας, διαφωνίες, αποχωρήσεις, διασπάσεις. Κατόρθωσε όμως να ξεπεράσει τα εμπόδια επειδή υπερίσχυσε στους κόλπους του η ανάγκη της ένταξης στο λαϊκό κίνημα, η ανάγκη να υιοθετηθούν και να υποστούν συνθετική επεξεργασία τα αντίστοιχα αιτήματα, η ανάγκη για ενότητα και κοινή δράση της Αριστεράς και όσμωσης των ιδεών της με το λαό. Όταν ξέσπασε η μεγάλη καπιταλιστική κρίση, ο ΣΥΡΙΖΑ πρώτα και ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ κατόπιν απέδειξαν ότι διαθέτουν τα ερμηνευτικά εργαλεία για να αναλύσουν τόσο την ίδια όσο και την πορεία και τις επιπτώσεις της και μπόρεσαν να διαμορφώσουν τη δική τους εναλλακτική πρόταση, σε αντίθεση με τον νεοφιλελευθερισμό που το μόνο που είχε και έχει να προτείνει είναι η άνευ όρων και άνευ ορίων εξαθλίωση της κοινωνίας προς όφελος του κεφαλαίου και στόχο τη μεγιστοποίηση του κέρδους. Όπως απέδειξαμε όλοι μαζί από κοινού ότι διαθέτουμε και το αγωνιστικό φρόνημα, την πείρα και την οργανωτική ικανότητα που απαιτούν οι αντίστοιχοι αγώνες.
Μαχόμενος πάντα για την ενότητα ολόκληρης της Αριστεράς, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ διεκδικεί σήμερα κυβέρνηση της Αριστεράς που θα στηρίζεται σε μια νέα, πλατειά και ισχυρή κοινωνική και πολιτική πλειοψηφία ώστε να υπηρετηθούν αποτελεσματικά τα λαϊκά συμφέροντα. Τα συνθήματα που βροντοφώναξαν σε δρόμους και σε πλατείες οι λαοί του κόσμου «Ο άνθρωπος πάνω από τα κέρδη» και «Ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός» ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ τα μετατρέπει σε πολιτική πρόταση και στρατηγικό στόχο.
3. Ο ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΩΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΣ ΣΤΟΧΟΣ
Ο «άλλος κόσμος» που «είναι εφικτός» είναι ο «κόσμος» του σοσιαλισμού με δημοκρατία και ελευθερία. Είναι ο «κόσμος» όπου όντως ο «άνθρωπος» και οι ανάγκες του είναι «πάνω από τα κέρδη», γιατί το «κέρδος» έχει πάψει να αποτελεί κινητήρια δύναμη της κοινωνίας. Είναι ο «κόσμος» που δυσκολεύεται να επικαλεστεί το ιστορικό όνομά του γιατί αυτό έχει συκοφαντηθεί από πολλές και διαφορετικές μεριές. Είναι ο «κόσμος» που έχει αρχίσει να υπερβαίνει αυτή τη δυσκολία, απαιτώντας την εκ νέου σηματοδότηση του ονόματος στις συνθήκες του 21ου αιώνα.
Για μας ο σοσιαλισμός δεν είναι ο εξωραϊσμός του καπιταλισμού ούτε η δήθεν 'φιλολαϊκή' διαχείρισή του. Ο καπιταλισμός συνιστά σύστημα εκμετάλλευσης που στηρίζεται στην κοινωνική παραγωγή με στόχο και κίνητρο το ιδιωτικό κέρδος, σύστημα που εμείς αντιμαχόμαστε. Για μας ο σοσιαλισμός είναι μορφή οργάνωσης της κοινωνίας που βασίζεται στην κοινωνική -και όχι κρατική- ιδιοκτησία και διαχείριση των παραγωγικών μέσων ενώ απαιτεί τη δημοκρατία σε όλα τα κύτταρα και όλους τους αρμούς της δημόσιας ζωής, προκειμένου οι εργαζόμενοι να είναι σε θέση να σχεδιάζουν, να διευθύνουν, να ελέγχουν και να προστατεύουν, με τα εκλεγμένα όργανά τους, την παραγωγή κατευθύνοντάς την στην ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών. Αλλά ταυτόχρονα, ο σοσιαλισμός δεν είναι για μας η αντιγραφή μοντέλων που επεδίωξαν να στηριχθούν σε τέτοιες ιδέες, αλλά τις παρερμήνευσαν, τις διαστρέβλωσαν και τελικά, για πολλούς και σύνθετους λόγους, αυτοκαταστράφηκαν. Οφείλουμε, επί ποινή επανάληψης των ίδιων λαθών, να μάθουμε όσα περισσότερα και όσο πληρέστερα μπορούμε από αυτό το μεγάλο τόλμημα και από αυτήν τη μεγάλη ιστορική εμπειρία, με τα καινοτόμα επιτεύγματα και τις καταλυτικές, τελικά, αποτυχίες.
Για μας ο σοσιαλισμός είναι άρρηκτα δεμένος με την ενεργητική συμμετοχή όλων στις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές υποθέσεις και κατοχυρώνει την αντίστοιχη διάχυση της εξουσίας. Ο σοσιαλισμός είναι άρρηκτα δεμένος με τη δημοκρατία. Δημοκρατία τυπική αλλά κυρίως ουσιαστική, δημοκρατία έμμεση, μέσω αντιπροσώπευσης, αλλά και δημοκρατία άμεση, με την ενεργό συμμετοχή όλων. Η δημοκρατία συνιστά παραγωγική δύναμη, όπου η συλλογικότητα αναδεικνύει έμπρακτα την υπεροχή της έναντι της ατομικότητας και η αλληλεγγύη τη δύναμή της έναντι του ανταγωνισμού. Οι πάσης φύσεως εκλογές είναι απολύτως αναγκαίες, αλλά οι εκλεγμένοι -και οι διάφοροι ειδικοί που αυτοί επιστρατεύουν- δεν πρέπει να παραμένουν ανεξέλεγκτοι μέχρι τις επόμενες εκλογές. Πλήθος θεμάτων είναι αρμοδιότητα και οφείλουν να αφεθούν στην ευθύνη των άμεσα ενδιαφερομένων υπό καθεστώς άμεσης και ενεργού δημοκρατίας ενώ θεσμοί της άμεσης δημοκρατίας μπορούν και πρέπει να ασκούν κοινωνικό έλεγχο στους εκάστοτε εκλεγμένους εκπροσώπους, διευρύνωντας διαρκώς τους χώρους παρέμβασης και τα πεδία ευθύνης τους.
Για μας ο σοσιαλισμός αποσκοπεί τελικά στην κατάργηση των μεγάλων διακρίσεων ανάμεσα σε χειρωνακτική και διανοητική εργασία, σε διεύθυνση και εκτέλεση, σε πόλη και ύπαιθρο, στον κοινωνικό ρόλο των αντρών και των γυναικών. Αποσκοπεί τελικά στην απάλειψη των σχέσεων εκμετάλλευσης, στην κατάργηση των κοινωνικών τάξεων και των πατριαρχικών σχέσεων και στην αρμονική συμβίωση κοινωνίας και φύσης. Αντιμετωπίζει την τεχνολογία και τις καινοτομίες εκεί λελογισμένα, έχοντας στόχο την εξυπηρέτηση των κονωνικών αναγκών και όχι τη διεύρυνση των ανισοτήτων και την εμπέδωση των τεχνικών κυριαρχίας των λίγων πάνω στους πολλούς.
Για μας ο σοσιαλισμός δεν είναι ουτοπικό όραμα που στηρίζεται σε αφηρημένα ιδεώδη και απλώς σε ηθικές αξίες, αλλά κοινωνικά και πολιτικά εφικτός στρατηγικός στόχος. Οι αξίες που τον διέπουν -αλληλεγγύη, ισότητα, ελευθερία και η υπέρβαση της μόνιμης έντασης μεταξύ ισότητας και ελευθερίας που μπορεί να ονομαστεί καθολική δικαιοσύνη- συνιστούν κοινωνική παραγωγή των εργαζόμενων τάξεων, αιτήματα που διαμορφώνονται στον αγώνα και απαιτούν την υλοποίησή τους, οδηγό δράσης και αρχές οργάνωσης των κινημάτων που τα ασπάζονται. Οι αξίες αυτές εκφράζουν κάθε φορά διαφορετικά ιστορικά περιεχόμενα, διαφορετικές ανάγκες και διαφορετικές δυνατότητες, γιατί είναι διαφορετική η δομή των ταξικών κοινωνιών, αλλά διατηρούν τα ίδια ονόματα, αποτυπώνοντας έτσι τη συνέχεια της ιστορίας των λαϊκών τάξεων, τη συνέχεια της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης, αλλά και τη συνέχεια των αντιστάσεων και των αιτημάτων χειραφέτησης. Σήμερα, η οικονομική, η ενεργειακή και η διατροφική κρίση, όπως και ο άμεσος κίνδυνος για το φυσικό περιβάλλον που απειλεί την ίδια την ύπαρξη της ανθρωπότητας, καθιστούν απολύτως αναγκαία τη συστηματική δημόσια παρέμβαση. Αυτή η ανάγκη θέτει τον ριζικό μετασχηματισμό των κοινωνιών στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού στην ημερήσια διάταξη.
Για μας ο σοσιαλισμός δεν είναι καθεστώς που μπορεί να καθιερωθεί μέσω μιας εξελικτικής διαδικασίας σταδιακών αλλαγών του καπιταλισμού αλλά ούτε καθεστώς που εγκαθιδρύεται μια και έξω κάποια μοναδική στιγμή. Ο σοσιαλισμός είναι στόχος αλλά και δρόμος συνεχούς αγώνα, με περιόδους έντασης και περιόδους ύφεσης, με ρήξεις, άλματα και μεγάλες τομές. Είναι δρόμος που αποσκοπεί σε μακροπρόθεσμους στόχους, αλλά ξεκινά πάντοτε από το σήμερα. Είναι δρόμος που περπατάμε οι πολλοί από κοινού, σταθερά προσανατολισμένοι στον στόχο, υλοποιώντας καθημερινά τα αιτήματα που τον συγκροτούν και μαχόμενοι για να εμπεδώσουμε τις αντίστοιχες κατακτήσεις. Είναι δρόμος όπου προσπαθούμε να άρουμε κάθε στιγμή τις διαχρονικά κυρίαρχες διακρίσεις που αναφέραμε, αρχίζοντας από τους δικούς μας κόλπους. Είναι δρόμος που αποσκοπεί σε συγκεκριμένο στόχο, αλλά που δεν μπορεί να απαντήσει προκαταβολικά σε όλα τα μεγάλα ερωτήματα που τίθενται γιατί οι απαντήσεις δεν μπορούν να διατυπωθούν σε όλες τους τις διαστάσεις ανεξάρτητα από την κοινωνική κίνηση.
Ο δρόμος του σοσιαλισμού δεν είναι ούτε εύκολος ούτε ευθύγραμμος. Καθορίζεται κάθε στιγμή από τις λαϊκές ανάγκες, τα λαϊκά αιτήματα, τη λαϊκή ενέργεια, τη λαϊκή οργάνωση και τη λαϊκή διαθεσιμότητα, σηματοδοτείται από επιτεύγματα, αλλά και οπισθοχωρήσεις, χαρακτηρίζεται από συγκρούσεις τόσο στα μικρά όσο και στα μεγάλα, υποχρεώνει σε διακοπές της συνέχειας, προβαίνει σε μεγάλες αλλαγές. Είναι δρόμος που δεν υπόκειται σε προβλέψεις ούτε επιδέχεται προκατασκευασμένες συνταγές, γιατί κανείς δεν μπορεί να προκαθορίσει τους εκάστοτε όρους της κοινωνικής κίνησης, τους αντίστοιχους συσχετισμούς δύναμης, τις απαιτήσεις των καιρών, την υποχρέωση για τακτική ευελίξια ή ακόμη και τους αναγκαίους κάποιες φορές συμβιβασμούς. Ωστόσο είναι δρόμος που παραμένει αταλάντευτα προσηλωμένος στον στόχο του, δρόμος που εκλαμβάνει αυτόν τον στόχο ως γνώμονα και ως κριτήριο κάθε πρωτοβουλίας και ολόκληρης της καθημερινής μας δράσης σε όλα τα επίπεδα.
Για μας ο σοσιαλισμός δεν εξαντλείτα κατά κανέναν τρόπο στα παραπάνω. Έτσι, παράλληλα με την πολιτική του δράση, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ είναι υποχρεωμένος να πρωτοστατήσει ώστε να ξεκινήσει και να αναπτυχθεί ενεργά, με τα κατάλληλα μέσα και σε κάθε αρμόδιο πλαίσιο, η διεξοδική συζήτηση για τα μεγάλα ζητήματα που τίθενται σε σχέση με την κριτική του καπιταλισμού και το αίτημα για έναν σοσιαλισμό του 21ου αιώνα, για έναν σοσιαλισμό με ελευθερία και δημοκρατία τόσο στην Ελλάδα όσο και στην κλίμακα της Ευρώπης. Θα προσπαθήσουμε να αξιοποιήσουμε τις πολλές πτυχές της ελληνικής και της διεθνούς εμπειρίας σε σχέση με τέτοια ζητήματα, όπως και ολόκληρη τη σκέψη, όλες τις σημαντικές θεωρητικές επεξεργασίες που αφορούν το εργατικό, το φεμινιστικό, το οικολογικό και άλλα κίνηματα, την ταξική διάρθρωση των κοινωνιών, τις δομές του κράτους και τις σχέσεις εξουσίας, τις σχέσεις αγοράς, οικονομικού προγραμματισμού και κοινωνικού ελέγχου, τα ζητήματα δημοκρατίας και αυτοδιαχείρισης, κάθε θεωρητική συμβολή που μπορεί να συμβάλει στο να προχωρήσουμε μετά λόγου γνώσεως, κάθε σημαντική συμβολή που έχει δει το φως από την εποχή του Μαρξ, αλλά και ακόμη πιο πριν, μέχρι τις μέρες μας.
4. ΟΙ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΜΑΣ
Η στρατηγική για τον σοσιαλισμό ξεκινά από την κατάσταση στην οποία βρίσκεαι σήμερα η Ελλάδα, η Ευρώπη και ο κόσμος.
Η ελληνική κοινωνία έχει φτάσει σήμερα στα όρια των αντοχών της. Ήδη αναφέραμε και διαπιστώνουμε όλοι καθημερινά ότι η πρωτοφανής επίθεση του κεφαλαίου ενάντια στην εργασία συνεχίζεται με αυξανόμενη ένταση, ότι οι εργασιακές σχέσεις διαλύονται, ότι η ανεργία εκτινάσσεται, ότι η δημόσια περιουσία εκποιείται, ότι η υγεία και η παιδεία καταστρέφονται, ότι οι κοινωνικά ζωογόνες ιδέες συκοφαντούνται ενώ ένα όχι ευκαταφρόνητο τμήμα θυμάτων της κρίσης υποκύπτει στην άνωθεν καλλιεργούμενη σύγχυση και έλκεται από τη ρατσιστική βία που ασκούν προς πολλές κατευθύνσεις τα πρωτοπαλίκαρα του εδώδιμου ναζισμού, συχνά υπό την προστασία τμημάτων των κρατικών μηχανισμών. Από την άλλη πλευρά, το αστικό κομματικό σύστημα, ετοιμόροπο, ουσιαστικά χωρίς εφεδρείες, επαφίεται στα διαπλεκόμενα ΜΜΕ και τις δυνάμεις καταστολής προκειμένου να ισορροπήσει μεταξύ κοινωνικής πίεσης, καταλυτικών σκανδάλων και εντεινόμενου αυταρχισμού ενόσω οι θεσμοί βρίσκονται υπό διάλυση και η δημοκρατία τελεί υπό απειλή εκτροπής. Μόνη διέξοδος για την ελληνική κοινωνία είναι η ρήξη με το υπάρχον, μορφή ρήξης που θα υλοποιήσει ένα επείγον σχέδιο αποτροπής της καταστροφής, ανασυγκρότησης της κοινωνίας, εξάλειψης της διαπλοκής και της διαφθοράς, και εμπέδωσης της δημοκρατίας. Μορφή ρήξης που θα φέρει στον κέντρο της πολιτικής ζωής τις δυνάμεις που θα αναλάβουν την πολιτική ευθύνη της μεγάλης πορείας που οδηγεί στην απαλλαγή από τα δεσμά του καπιταλιστικού κέρδους, των πατριαρχικών σχέσεων και της οικολογικής καταστροφής, μορφή ρήξης που καλείται να οδηγήσει στη σοσιαλιστική αναγέννηση.
Η κατάσταση σε ολόκληρη την Ευρώπη δεν είναι πολύ διαφορετική. Οι λαοί στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, στην Ιρλανδία, στις χώρες του τέως «υπαρκτού σοσιαλισμού», αλλά και στις χώρες του ευρωπαϊκού κέντρου όλο και περισσότερο, στενάζουν υπό αντίστοιχα προγράμματα λιτότητας ενόσω αναπτύσσουν παράλληλα τις δικές τους αντιστάσεις και τα δικά του κινήματα. Η μοίρα της Ελλάδας είναι συυφασμένη με την μοίρα της Ευρώπης -στο πλαίσιο πάντα των ευρύτερων διεθνών εξελίξεων- γιατί ο αχαλίνωτος νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός κυριαρχεί σήμερα σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, γιατί η πολιτική του κεφαλαίου, σήμερα υπό γερμανική ηγεμονία στην κλίμακα της Ευρώπης, ενοποιεί υπό την κυριαρχία του όλες τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, γιατί το αίτημα και η προοπτική της νίκης εναντίον του έχει αρχίσει να συνεγείρει τις συνειδήσεις παντού. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ είναι μέρος αυτού του ευρωπαϊκού κινήματος αντίστασης και εξέγερσης. Η δική μας Ευρώπη βρίσκεται στον αντίποδα της Ευρώπης του νεοφιλελευθερισμού, των αυτοκρατορικών βλέψεων κάποιων κρατών της και του εντεινόμενου αυταρχισμού. Δίκη μας Ευρώπη είναι η Ευρώπη των λαών, η Ευρώπη των επαναστάσεων, η Ευρώπη του κοινωνικού κράτους, η Ευρώπη του σεβασμού της παιδικής ηλικίας, των ηλικιωμένων και των ανθρώπων με ειδικές ανάγκες, η Ευρώπη της επιστημονικής επανάστασης, η Ευρώπη του Διαφωτισμού και της ριζοσπαστικής κριτικής του, η Ευρώπη του φεμινισμού, της οικολογίας και του διεθνισμού, η Ευρώπη της αλληλεγγύης και της δημοκρατίας, η Ευρώπη του σοσιαλισμού. Στόχος μας είναι ο σοσιαλισμός στην Ελλάδα και στην κλίμακα της Ευρώπης. Στόχος μας είναι ο σοσιαλισμός του 21ου αιώνα, με την επίγνωση ότι οι οικονομικές, πολιτικές, κοινωνικές και ιδεολογικές συνθήκες διαφέρουν από χώρα σε χώρα και τα αντίστοιχα κοινωνικά και πολιτικά κινήματα ωριμάζουν με διαφορετικούς τρόπους και διαφορετικούς ρυθμούς, απαιτώντας έτσι τον συνδυασμό της πάλης σε εθνικό, ευρωπαϊκό και εν γένει διεθνές επίπεδο.
Ωστόσο, όπως ήδη υπογραμμίσαμε, η καταστροφική στρατηγική του κεφαλαίου δεν είναι συγκυριακή και δεν περιορίζεται στην Ευρώπη. Αυτή εμπλέκει με τον ένα ή άλλο τρόπο όλες τις περιοχές της Γης, οδηγεί σε τοπικούς πολέμους και ακόμη πιο επικίνδυνους ανταγωνισμούς ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις. Όμως διαπιστώσαμε ακόμη ότι τα κοινωνικά και πολιτικά κινήματα αναπτύσσονται και ενισχύουν τους δέσμους τους ενώ λαοί ολόκληροι στη Λατινική Αμερική, και όχι μόνον εκεί, έχουν αρχίσει να ακολουθούν τον δρόμο της κοινωνικής χειραφέτησης. Αυτή η διάταξη δυνάμεων και όσα προμηνύει μας επιτρέπει να ισχυριζόμαστε ότι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, άμεσα ή έμμεσα, ρητά ή υπόρρητα, ιδέες για μια κοινωνική οργάνωση εναλλακτική του καπιταλισμού, όχι μόνον έxουν αρχίσει να κερδίζουν, αλλά θα συνεχίσουν να κερδίζουν όλο και περισσότερο, τον νου και την καρδιά πολλών ως η μόνη ελπίδα της εργαζόμενης ανθρωπότητας.
Το κοινωνικό και πολιτικό κίνημα στη χώρα μας έχει ήδη αναδείξει ορισμένους βασικούς αρμούς του δρόμου προς αυτή την κατεύθυνση: την αλληλεγγύη ενάντια στον ανταγωνισμό και τη λογική της ιδιώτευσης. την προστασία του δημόσιου χώρου και των δημόσιων αγαθών ενάντια στην ιδιωτικοποίηση, αλλά και ενάντια στην συχνά διεφθαρμένη και αναποτελεσματική κρατική διαχείριση. την ανάγκη να προστατευθούν από την άκρατη κερδοφορία του κεφαλαίου και την υποταγή στην αγορά τα θεμελιώδη αγαθά: ο αέρας, το νερό, η θάλασσα, το περιβάλλον, τα βασικά είδη διατροφής, η πρόσβαση στην παιδεία και στον πολιτισμό, η υγεία, η περίθαλψη, η κοινωνική πρόνοια, οι ενεργειακοί πόροι, οι συγκοινωνίες, οι επικοινωνίες και η γεωγραφική συνοχή της χώρας, ο φυσικός και ο ορυκτός πλούτος. Οι αρμοί αυτοί συνοψίζονται στο αίτημα να οικοδομηθεί και να αναπτυχθεί η οικονομία των αναγκών ενάντια στην οικονομία του κέρδους. Να οικοδομηθούν και να αναπτυχθούν οι κοινωνικές σχέσεις της αλληλεγγύης ενάντια στις σχέσεις του ανταγωνισμού και της εκμετάλλευσης. Οι δρόμοι του σοσιαλισμού περνούν υποχρεωτικά από αυτήν την οικοδόμηση και αυτήν την ανάπτυξη.
Το αίτημα για μια οικονομία των αναγκών και για κοινωνικές σχέσεις αλληλεγγύης δεν μπορεί να ικανοποιηθεί με κυβερνητικά διατάγματα. Το πόσο και το πώς ικανοποιείται υπόκειται στις μορφές που λαμβάνει και στους ρυθμούς με τους οποίους αναπτύσσεται η ταξική πάλη, γιατί μόνο η νίκη των λαϊκών τάξεων, των δυνάμεων της εργασίας και των καταπιεσμένων κοινωνικών κατηγοριών μπορεί να κατοχυρώσει και να διευρύνει τις αντίστοιχες κατακτήσεις. Τα τελευταία χρόνια οι οργανωμένες διαμαρτυρίες στους δρόμους και στις πλατείες, οι διαδηλώσεις και τα συλλαλητήρια, τα δίκτυα κοινωνικής αλληελεγγύης, οι διεργασίες στους χώρους δουλειάς και κατοικίας, οι πρωτοβουλίες πολιτικής ανυπακοής, η ανιδιοτελής σύμπραξη πολιτικών και κοινωνικών φορέων χωρίς ηγεμονεύσεις ανέδειξαν εστίες όπου ο δημόσιος χώρος και τα δημόσια αγαθά προσδιορίστηκαν και η ουσιαστική υπεράσπισή τους διεκδικήθηκε. Ταυτόχρονα όμως αναδείχθηκε η ανάγκη για περισσότερο αποτελεσματικό αγώνα και περισσότερο επεξεργασμένα αιτήματα, για τον συνδυασμό της πάλης για το ειδικό με την πάλη για το γενικό και για την πολιτικοποίηση των αιτημάτων, η ανάγκη να δημιουργηθούν νέου τύπου κοινωνικοί φορείς και να υπάρξουν επανιδρυτικού χαρακτήρα αλλαγές μέσα στα συνδικάτα.
Στο ίδιο διάστημα, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ έμαθε να μετέχει με όλες του τις δυνάμεις, με πολιτική ανιδιοτέλεια και χωρίς απόπειρες χειραγώγησης, σε όλες τις μορφές της κοινωνικής κίνησης. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ βρέθηκε παντού, μέσα στους θεσμούς και έξω από αυτούς, στους δρόμους και στις πλατείες, στις πόλεις και στα χωριά, στους χώρους εργασίας και στις γειτονιές, στους κοινωνικούς φορείς και στις κοινωνικές πρωτοβουλίες, στις πολιτιστικές δράσεις και στην πάλη των ιδεών, στη δημόσια σκηνή και στο διαδίκτυο. Έμαθε ότι οι ρυθμοί της ταξικής πάλης και της κοινωνικής και πολιτικής σύγκρουσης δεν εκβιάζονται. Έμαθε να σέβεται πλήρως την αντίθετη άποψη ή ακόμη και τη σιωπή εκείνων που διστάζουν να μιλήσουν. Έμαθε να ακούει και όξυνε την ικανότητα κατανόησης. Έμαθε να υποστηρίζει τις προτάσεις του ανοιχτά και δημόσια χωρίς δεύτερες σκέψεις και υστερόβουλους υπολογισμούς. Έμαθε πώς ανοίγονται νέοι δρόμοι για την κοινωνική απελευθέρωση.
Η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ αποσκοπεί στον σοσιαλισμό, αλλά ο ίδιος γνωρίζει καλά ότι ο σοσιαλισμός δεν είναι κυρίως υπόθεση ενός πολιτικού φορέα. Είναι υπόθεση των εργαζόμενων τάξεων και της πάλης τους, είναι υπόθεση των δυνάμεων της εργασίας και της κίνησής τους, είναι υπόθεση της κοινωνικής συμμαχίας της μεγάλης πλειοψηφίας ενός λαού. Έχουμε πλέον μάθει ότι η εργατική τάξη δεν μπορεί να απελευθερωθεί η ίδια αν δεν απελευθερωθεί η κοινωνία όλόκληρη.
Από τη μεριά του, ένας πολιτικός φορέας όπως ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ μετέχει πλήρως στην ταξική και κοινωνική πάλη, προβάλλει τις ιδέες του, οργανώνει δυνάμεις, συμπυκνώνει και συνδέει αιτήματα, προσδιορίζει στόχους, αλλά δεν υποκαθιστά ούτε επιβάλλει. Αντίθετα, θέτει διαρκώς τον εαυτό του υπό τον έλεγχο εκείνων στους οποίους απευθύνεται, έλεγχο που αφορά τη πολιτική του παρουσία, τη δράση και λειτουργία του, ολόκληρη την καθημερινή πρακτική του. Ο έλεγχος αυτός γίνεται υπό το πρίσμα του στρατηγικού του στόχου, ο οποίος, αυτός, είναι αδιαπραγμάτευτος. Ο σοσιαλισμός και οι αξίες που τον διέπουν είναι ο γνώμονας και το κριτήριο του τι προτείνουμε και του πώς δρούμε, του σε ποιούς απευθυνόμαστε και πώς απευθυνόμαστε, του ποιούς πείθουμε και πώς τους πείθουμε, του πώς αποτιμούμε επιτυχίες και αποτυχίες.
Αλλά η στρατηγική στόχευση επιμερίζεται σε άμεσους στόχους και στις αντίστοιχες τακτικές κινήσεις ή πρωτοβουλίες που εξαρτώνται πάντα από πραγματικά προσφερόμενες δυνατότητες και πραγματικούς συσχετισμούς δύναμης. Και εδώ ο πολιτικός φορέας είναι υποχρεωμένος να πλέει με όλη την απαιτούμενη ευελιξία ανάμεσα στη Σκύλλα του καιροσκοπισμού, που τείνει να αγνοήσει τον στρατηγικό στόχο υποκύπτοντας στο εκάστοτε θεωρούμενο ως εφικτό, και στη Χάρυβδη του τυχοδιωκτισμού, που τείνει να αγνοήσει τους πραγματικούς συσχετισμούς δύναμης και το πράγματι εφικτό, απλώς εκφωνώντας στεντόρεια τον στρατηγικό στόχο και τα εν γένει χαρακτηριστικά του. Η πολιτική πρακτική του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ υπόκειται καταστατικά σε αυτούς τους περιορισμούς.
Ο κεντρικός στόχος που θέτει σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ είναι η ανατροπή της κυριαρχίας των δυνάμεων του νεοφιλελευθερισμού και των μνημονίων, των δυνάμεων της κοινωνικής καταστροφής, της διαπλοκής, της διαφθοράς και της σήψης, είναι η ανάδειξη μιας κυβέρνησης της συμπαραταγμένης Αριστεράς στηριγμένης σε μια πλατειά συμμαχία κοινωνικών δυνάμεων. Η επιτυχία αυτού του στόχου θα αποτελέσει τομή σε σχέση με την ελληνική ιστορία, τομή που θα δημιουργήσει νέες, άγνωστες σήμερα, δυνατότητες, τομή που θα ανοίξει μια νέα σελίδα για την κοινωνία μας και θα δώσει σημαντική ώθηση σε μια δυναμική που ξεπερνά τα σύνορά μας.
Η διεκδίκηση μιας κυβέρνησης της Αριστεράς δεν υπακούει στις ιδιοτέλειες των πολιτικών φιλοδοξιών ούτε αποτελεί πρόταση για καλύτερη διαχείριση του υπάρχοντος ή απλώς για επιστροφή στην πρότερη κατάσταση και στα κεκτημένα που χάθηκαν. Μια κυβέρνηση της Αριστεράς αποσκοπεί να σταματήσει τον κοινωνικό και οικονομικό κατήφορο που επέβαλαν στην Ελλάδα οι δυνάμεις του νεοφιλελευθερισμού και των μνημονίων, να εξαλείψει τη διαπλοκή και τη διαφθορά, να μεταρρυθμίσει ριζικά και δημοκρατικά το κράτος και τους θεσμούς του, και να ανοίξει μια νέα πορεία. Μια τέτοια κυβέρνηση θα σηματοδοτήσει μια κομβική αλλαγή του πολιτικού συσχετισμού υπέρ των δυνάμεων της εργασίας, φέρνοντας αυτές τις δυνάμεις στο προσκήνιο. Θα ανοίξει τον δρόμο στην πραγματική δημοκρατία και στην ανασυγκρότηση της χώρας ενόσω θα διαλύει το 'τρίγωνο' που δυναστεύει τον τόπο επι δεκαετίες, διαπλέκοντας αξεδιάλυτα το κρατικοδίαιτο κεφάλαιο, το πολιτικό σύστημα του δικομματισμού και τα καθεστωτικά ΜΜΕ. Μια κυβέρνηση της Αριστεράς θα καθαρίσει το τραπέζι, θα αξιοποιήσει όλες τις έντιμες και δημιουργικές δυνάμεις της κοινωνίας μας, ανεξάρτητα από ιδεολογικές αναφορές ή πολιτικές πεποιθήσεις, ανοίγοντας παράλληλα δρόμους για να αναπτυχθεί παραπέρα ο αγώνας των εργαζόμενων τάξεων, για να δημιουργηθεί έδαφος ώστε να ανθίσει η λαϊκή πρωτοβουλία σε όλους τους χώρους και σε όλα τα επίπεδα.
Μια κυβέρνηση της Αριστεράς δεν μπορεί να υποσχεθεί την άμεση λύση όλων των συσσωρευμένων προβλημάτων. Θα δώσει ωστόσο άμεσα δείγματα γραφής μιας πολύ διαφορετικής πολιτικής, ανοίγοντας τους αντίστοχους νέους δρόμους. Γνωρίζουμε πως μια κυβέρνηση της Αριστεράς δεν μπορεί να επιφέρει μείζονες αλλαγές χωρίς τη λαϊκή συνέργεια και το εγερτήριο λαϊκό φρόνημα, χωρίς τη στήριξη, αλλά και την αυτόνομη δράση, των εργαζόμενων τάξεων, των καταπιεσμέων κοινωνικών κατηγοριών και του λαού γενικότερα, χωρίς τις πρωτοβουλίες που θα αναληφθούν παντού, ασκώντας δημιουργική πίεση ακόμη και στην ίδια. Από την άλλη μεριά, μια κυβέρνηση της Αριστεράς δεν μπορεί να αγνοήσει βολονταριστικά τους υπάρχοντες συσχετισμούς και τις δυνάμεις που θα προσπαθήσουν να την υπονομεύσουν ώστε να την ανατρέψουν ούτε βέβαια μπορεί να παραδοθεί αμαχητί και καιροσκοπικά σε τέτοιους συσχετισμούς. Όσο ο στρατηγικός στόχος παραμένει σταθερός, συμμαχίες, μονιμότερες ή πιο προσωρινές, είναι αναγκαίες και διευρύνσεις απαραίτητες. Με επίγνωση μεν των εκάστοτε πραγματικών δυνατοτήτων και των εκάστοτε πραγματικών συσχετισμών, αλλά κρατώντας πάντοτε σταθερό τον στρατηγικό στόχο και αποτιμώντας κάθε φορά τα πράγματα από τη σκοπιά του και υπό το πρίσμα του.
Η προοπτική της Αριστεράς να αποτελέσει την πολιτική ηγεσία του τόπου θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό και από την ικανότητά της να οικοδομήσει πολιτικές συμμαχίες που θα αξιοποιούν ιδέες, ταλέντα, γνώσεις και προσφορά ανθρώπων από άλλους πολιτικούς χώρους. Θα κριθεί από την ικανότητά της να οργανώνει κοινωνικές συμμαχίες, τη συμμαχία της μισθωτής εργασίας με τους αυτοαπασχολούμενους και τους μικροεπιχειρηματίες, με τους μικρούς και μεσαίους αγρότες, τις καταπιεσμένες κοινωνικές κατηγορίες, τη νεολαία, τη τέχνη και τη διανόηση. Χωρίς αυτή τη συμμαχία, οι λαϊκές τάξεις δεν μπορούν να αναλάβουν το έργο της παραγωγικής, κοινωνικής πολιτιστικής και οικολογικής ανόρθωσης έπειτα από την καταστροφή που επέφερε και συνεχίζει να επιφέρει ο αχαλίνωτος νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός.
Στις σημερινές συνθήκες της τρικομματικής κυβέρνησης, που προωθεί με μεγαλύτερη σκληρότητα και θρασύτητα την πολιτική της τριαρχίας των δανειστών, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ θέτει ευθέως θέμα δημοκρατικής ανατροπής της και διεκδικεί την κυβερνητική εξουσία ως απαραίτητη προϋπόθεση για να σταματήσει η λεηλασία των εργαζομένων και η καταστροφή της χώρας. Δημιουργεί τις προϋποθέσεις ώστε μια κυβέρνηση της Αριστεράς να πετύχει τους στόχους της. Αυτές οι προϋποθέσεις είναι, επαναλαμβάνουμε, η κοινωνική συμμαχία της εργατικής τάξης και των ανέργων, των μεσαίων στρωμάτων και των αυτοαπασχολούμενων της πόλης και της αγροτικής παραγωγής, της νεολαίας, των καταπιεσμένων κοινωνικών κατηγοριών, των δυνάμεων της επιστήμης, της τέχνης και του πολιτισμού. Είναι η δημιουργία ενός ισχυρού μαζικού κινήματος με αντινεοφιλελεύθερη οπτική και στόχευση και η επέκταση και η εμβάθυνση της κοινωνικής αλληλεγγύης. Είναι η διαμόρφωση ενός ρωμαλέου ενωτικού πολιτικού κινήματος ανατροπής του υπάρχοντος κομματικού και πολιτικού συστήματος. Είναι η δημιουργία μιας νέας και σταθερής κοινωνικής και πολιτικής πλειοψηφίας.
Η ενοποίηση, η διεύρυνση και η ενδυνάμωση του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ και η έμφαση στην ενωτική πολιτική του είναι αναντικατάστατα εργαλεία που θα μας βοηθήσουν να επιτύχουμε το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, μακριά από τη λογική της 'αναμονής', μακριά από την εσωστρέφεια, συμβάλλει από τώρα με όλες του τις δυνάμεις, μέσα από τους κοινωνικούς αγώνες, μέσα από τα κινήματα αλληλεγγύης και πολιτικής ανυπακοής, μέσα από πολιτικές πρωτοβουλίες προς πολλές κατευθύνσεις εντός και εκτός Βουλής, στην ικανοποίηση του αιτήματος που είναι σήμερα απολύτως επείγον: ήττα της πολιτικής των μνημονίων και κυβερνητική αλλαγή.
5. ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΑΞΟΝΕΣ ΤΗΣ ΔΡΑΣΗΣ ΜΑΣ
Σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ κατέχει τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η θέση αυτή τον προικίζει με νέες σημαντικές δυνατότητες παρέμβασης τόσο στο εσωτερικό του κοινοβουλίου και των θεσμών γενικότερα όσο και στο στο πλαίσιο του λαϊκού κινήματος συνολικά. Από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ ήδη μάχεται και θα εξακολουθήσει να μάχεται ενάντια σε κάθε αντιλαϊκό και αντιδημοκρατικό μέτρο ή νομοσχέδιο, ασκώντας εξαντλητικό κοινοβουλευτικό έλεγχο. Ήδη διατυπώνει και θα εξακολουθήσει να διατυπώνει τις δικές του αντιπροτάσεις και νομοθετικές πρωτοβουλίες που αφορούν τα επείγοντα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας. Ήδη στηρίζει και θα εξακολουθήσει να στηρίζει κοινοβουλετικά τους εργατικούς και λαϊκούς αγώνες, εντάσσοντας συστηματικά τα δίκαια αιτήματά τους, όπως και όλες τις δικές του παρεμβάσεις, στο εναλλακτικό του πρόγραμμα. Η επεξεργασία αυτού του προγράμματος είναι συνεχής ενώ το ίδιο παραμένει μόνιμα ανοιχτό σε όσα αναδεικνύουν κάθε φορά οι αγώνες.
Αλλά το κοινοβουλευτικό έργο είναι μόνον ένα πεδίο αγώνα του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ. Σε συνδυασμό με την κοινοβουλευτική δράση, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ επιδιώκει να συμβάλει με όλες του τις δυνάμεις στη συγκρότηση και την ανάπτυξη ενός ισχυρού λαϊκού και μαζικού κινήματος, ενός κινήματος αντίστασης στα αντιλαϊκά μέτρα που επιδιώκουν να επιβάλουν τα μνημόνια, ενός κινήματος ανυπακοής στον εντεινόμενο κρατικό και εργοδοτικό αυταρχισμό, ενός κινήματος γνήσιας και αποτελεσματικής αλληλεγγύης προς τα θύματα της κρίσης.
Το κίνημα αυτό θα συγκροτήσει τους όρους για τη σταθερή κοινωνική συμμαχία των θυμάτων του μνημονίου, της εργατικής τάξης και ευρύτερα των δυνάμεων της εργασίας, των μεσαίων στρωμάτων και των αυτοαπασχολούμενων των πόλεων και της αγροτικής παραγωγής, της νεολαίας, των καταπιεσμένων κοινωνικών κατηγοριών, των ανθρώπων των γραμμάτων και των επιστημών, της τέχνης και του πολιτισμού, και θα αναδείξει τους τρόπους με τους οποίους οι γυναίκες θίγονται από την κρίση περισσότερο γιατί, εκτός από την ανισότητα στη δουλειά, εκτός από τη μεγαλύτερη ανεργία, αυτές έχουν επιπλέον να αντιμετωπίσουν τις κυρίαρχες σχεδόν παντού πατριαρχικές σχέσεις και όλα τα ανδροκρατικά στερεότυπα. Η δημιουργική επιχειρηματικότητα, που λειτουργεί για το δημόσιο όφελος και υπό σταθερούς και δίκαιους κανόνες, δεν θα πληγεί, αλλά θα βοηθηθεί. Παράλληλα, το κίνημα αυτό θα συμβάλει στην ενότητα δράσης των παραδοσιακών οργανώσεων και συνδικάτων, τόσο μεταξύ τους όσο και με τις συσπειρώσεις που δημιουργούνται αυθόρμητα σε πολλούς χώρους, και θα οδηγήσει στην αναγκαία ριζική αναμόρφωση του συνδικαλιστικού κινήματος σε όλες τις βαθμίδες, στην απομόνωση του κυβερνητικού και εργοδοτικού συνδικαλισμού και στη διαμόρφωση ενός νέου, ισχυρού και μαχητικού, ταξικού και αυτόνομου, συνδικαλιστικού κινήματος, ενωμένου τόσο στη δράση όσο και οργανωτικά.
Σημαντική διάσταση αυτού του κινήματος οφείλει να είναι ένα ευρύ αυτοδιοικητικό κίνημα, στο πλαίσιο του οποίου μπορούν να ανθίσουν όλες οι κατάλληλες μορφές άμεσης δημοκρατίας: από το τι κάνουμε όλοι και όλες μαζί για τη γειτονιά και το χωριό, το διαμέρισμα, την πόλη και την περιφέρεια, μέχρι το πώς ζούμε, πώς αλληλοβοηθούμαστε, πώς καλλιεργούμε τη σκέψη και τις ευαισθησίες μας, πώς ψυχαγωγούμαστε. Σήμερα η πόλη και ολόκληρος ο πολεοδομικός και χωροταξικός ιστός βρίσκονται στο στόχαστρο του κεφαλαίου. Η ιδιωτικοποίηση των δημόσιων χώρων, των δημόσιων λειτουργιών της πόλης και όσων έχουν απομείνει από την κοινωνική κατοικία, η καταστροφή της γειτονιάς, η αύξηση του αριθμού των αστέγων και η δημιουργία περίκλειστων περιοχών για τους πλούσιους και παράλληλα η ένταση των διακρίσεων και των αποκλεισμών, η ποινικοποίηση της φτώχειας, η συρρίκνωση της δημοκρατίας και η διεύρυνση των μηχανισμών επιτήρησης και καταστολής είναι μεγάλα ζητήματα που θίγουν άμεσα την καθημερινή ζωή όλων. Το προοδευτικό αυτοδιοικητικό κίνημα οφείλει να αντιμετωπίσει απευθείας όλα τα ζητήματα αυτά, εξειδικεύοντας τους στόχους του και ανακαλύπτωντας τις κατάλληλλες κάθε φορά μορφές αγώνα, όπως και να οδηγήσει στη δημοκρατική μεταρρύθμιση ολόκληρης της δομής της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Το ισχυρό λαϊκό και μαζικό κίνημα στου οποίου τη διαμόρφωση συμβάλλουμε με όλες μας τις δυνάμεις δημιουργεί ταυτόχρονα έναν ολόκληρο δημόσιο χώρο λαϊκών παρεμβάσεων και πρωτοβουλιών, χώρο πλατιάς συμμετοχής και ενεργού αλληλεγγύης, όπου εκφράζεται απρόσκοπτα η αυτενέργεια των πολιτών και αποκαθίστανται μορφές λαϊκής αυτο-οργάνωσης που πιέζουν και οφείλουν να πιέζουν συστηματικά τους θεσμούς, να τους διευρύνουν και να τους μετασχηματίζουν. Σε αυτόν τον δημόσιο χώρο εκφράζεται ελεύθερα και αναπτύσσεται απρόσκοπτα η κριτική σκέψη και η καλλιτεχνική δημιουργία ενόσω εντείνεται η ιδεολογική αντιπαράθεση με εκείνα που διαχέουν τα διαπλεκόμενα ΜΜΕ, καλλιεργώντας τη σύγxυση, τον φόβο και την ανασφάλεια και πριμοδοτώντας τα στερεότυπα, τις αντιδημοκρατικές διακρίσεις, την αδράνεια και την παθητικότητα. Στον ίδιο δημόσιο χώρο, η αριστερή φεμινιστική δράση μπορεί και οφείλει να αναπροσδιορίσει και να εμπλουτίσει την πολιτική, επερωτώντας θεμελιώδεις διακρίσεις, όπως τη διάκριση ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό, στο πολιτικό και προσωπικό, στο γενικό και στο επί μέρους, με δεδομένο ότι όλες οι διακρίσεις με βάση το φύλο -αλλά και το χρώμα του δέρματος, την καταγωγή, τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και τις σεξουαλικές προτιμήσεις- είναι απαράδεκτες, ενώ η υπο-αντιπροσώπευση των γυναικών στις δομές λήψης αποφάσεων συνιστά εμφανές έλλειμμα δημοκρατίας και άρα δείκτη ενός σημαντικού πολιτικού προβλήματος. Οι ιδέες της Αριστεράς και του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ δεν θα μπορέσουν να αποκτήσουν ηγεμονική θέση αν δεν αναδείξουν, υπό καθεστώς πλήρους ελευθερίας, τη δύναμή τους τόσο σε ζητήματα απαράδεκτων διακρίσεων όσο και στα ανοιχτά πεδία της επιστήμης, της διανόησης και της τέxνης.
Στο πλαίσιο αυτού του λαϊκού δημόσιου χώρου οφείλει να αντιμετωπιστεί με ολόκληρη τη σοβαρότητα που απαιτείται η αυξανόμενη επιρροή των ναζιστικών ιδεών και προτύπων συμπεριφοράς, ο πολυδιάστατος ρατσισμός που αυτές οι ιδέες και συμπεριφορές προπαγανδίζουν και αποπνέουν, η ανυπόκριτη βία που ασκούν οι αντίστοιχοι 'ηγέτες', οι εγκληματικές πρακτικές στις οποίες επιδίδονται και η θεσμική ανοχή, αν όχι προστασία, που απολαμβάνουν οι πράξεις τους. Οφείλουμε να οικοδομήσουμε ένα πλατύ αντιφασιστικό και δημοκρατικό κίνημα που θα περιλαμβάνει όλους εκείνους και όλες εκείνες που εναντιώνονται σε τέτοιες ιδέες και τέτοιες πρακτικές, ανεξάρτητα από πολιτικές εντάξεις ή ιδεολογικές αναφορές. Το κίνημα αυτό οφείλει να αρθρώνεται στο σχολείο και στη γειτονιά, στις πόλεις και στα χωριά, στους τόπους δουλειάς και στα μέσα ενημέρωσης, έντυπα και ηλεκτρονικά. Το κίνημα αυτό οφείλει να κινητοποιεί θεσμούς και οργανώσεις, τους δήμους και την Εκκλησία, τις δυνάμεις της τέχνης και της διανόησης, να εμφορείται από τις αξίες του ανθρωπισμού και να διδάσκει ιστορία. Η ύπαρξη μιας δημοκρατικής κοινωνίας και η ενότητα του λαού μας απαιτεί να εξαλειφθούν πλήρως οι ναζιστικές ιδέες και οι ναζιστικές πρακτικές.
Οφείλουμε επιπλέον να επισημάνουμε ότι οι κυβερνώσες πολιτικές δυνάμεις, τα διαπλεκόμενα ΜΜΕ και οι διανοούμενοί τους προωθούν συστηματικά τη λεγόμενη «θεωρία των δύο άκρων» που εξομοιώνει την Αριστερά με τη ναζιστική ακροδεξιά ενόσω οι ίδιες καταλαμβάνουν έτσι αυτοδικαίως και από κοινού τον χώρο του δήθεν μετριοπαθούς κέντρου ως της μόνης 'γνήσιας δημοκρατικής δύναμης'. Ο στόχος της 'θεωρίας' είναι διπλός. Αφ' ενός η συκόφαντηση της Αριστεράς ώστε να περιοριστεί κατά το δυνατόν η απήχησή της και να νομιμοποιηθούν εκ των πραγμάτων οι πάσης φύσεως επιθέσεις εναντίον της και, αφ' ετέρου, η κατ' αποκλειστικότητα οικειοποίηση από τη μεριά των 'γνήσιων δημοκρατικών δυνάμεων' ολόκληρου του 'νόμιμου' πολιτικού χώρου.
Απέναντι σε αυτήν τη 'θεωρία' και τις πρακτικές που την εφαρμόζουν, οφείλουμε να αντιτάξουμε όχι μόνον τις αξίες μας, την ιστορία της χώρας και όσα έχει κάνει, αλλά και υποστεί, η Αριστερά για να υπερασπίσει τη δημοκρατία με κάθε κόστος, αλλά και την ίδια την εμπερία όλων μας: η διαμόρφωση μιας ξενοφοβικής ρητορείας που ανάγει τη 'λαθρομετανάστευση' σε πρόβλημα μεγαλύτερο από την ίδια την κρίση, που αποδίδει την αύξηση της εγκληματικότητας και τελικά όλα τα δεινά αποκλειστικά στους μετανάστες και στους πρόσφυγες, που χρησιμοποιεί ανενδοίαστα τη φασίζουσα ορολογία της «υγειονομικής βόμβας», που στοχοποιεί ειδικές κατηγορίες πληθυσμού, ποινικοποιώντας έτσι την ίδια τη φτώχια, που εντείνει την καταστολή απέναντι στους μετανάστες και στους πρόσφυγες, επεκτείνοντάς την ταυτόχρονα προς κάθε κατεύθυνση, συνιστούν μια μελετημένη πολιτική που αποσκοπεί στη διαίρεση των αδυνάτων μέσω της ανάδειξης του αποδιοπομπαίου τράγου, στο πάγωμα κάθε κοινωνικής αντίστασης και την περιστολή της δημοκρατίας σε όσα μπορεί να ανεχθεί η πολιτική ιδιοτέλεια των κυβερνώντων.
Ταυτόχρονα η ίδια 'θεωρία', μαζί με τη ρητορεία και τις πρακτικές που τη συνοδεύουν, πριμοδοτεί στην πράξη τη ναζιστική ακροδεξιά γιατί την εμφανίζει, τουλάχιστον έμμεσα, ως τον συνεπέστερο εκφραστή της εν λόγω πολιτικής και τη νομιμοποιεί έμπρακτα ως βραχίωνα των δυνάμεων καταστολής, ήδη σημαντικά διαβρωμένων από εκείνη. Διαμορφώνεται έτσι μια γκρίζα περιοχή καταστολής μεταξύ θεσμικής και ναζιστικής βίας, καλλιεργείται κλίμα ατιμωρησίας και ασυδοσίας και καταλύεται κάθε αίσθημα έννομης τάξης. Η επισήμως εκφρασμένη ανησυχία για την άνοδο των ναζιστικών ιδεών και συμπεριφορών αναδεικνύεται έτσι σε απλό φύλλο συκής. Αλλά η ιστορία διδάσκει ότι η εκλογική ενίσχυση της ναζιστικής ακροδεξιάς δεν είναι απλώς αποτέλεσμα μορφών απόγνωσης που αποζητούν αποδιοπομπαίους τράγους και εύκολες ταυτίσεις με αρχέγονα στερεότυπα. Είναι ταυτόχρονα σημαντικός παράγοντας που εντείνει τον εκφασισμό της κοινωνίας γιατί, εκτός των άλλων, μια τέτοια άνοδος προσελκύει ακόμη και επιφανείς που σαγηνεύονται από την πυγμή, βλέπουν το φαινόμενο σαν μόδα και κολακεύουν τη δημοσιότητα με κάθε τίμημα. Το πλατύ αντιφασιστικό και δημοκρατικό κίνημα που αναφέραμε είναι ο μόνος τρόπος για να μην οδηγηθεί η κοινωνία ολόκληρη -μαζί με τους θεσμικούς και άλλους παράγοντες που ενισχύουν ή έστω απλώς ανέχονται το φαινόμενο- σε ολοκληρωτική καταστροφή.
Το έργο του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ δεν περιορίζεται στα σύνορα της χώρας μας. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ έχει ήδη αναλάβει και θα εξακολουθήσει να αναλαμβάνει σημαντικές διεθνείς πρωτοβουλίες στο πλαίσιο της Ευρώπης, και όχι μόνον αυτής. Οι εν λόγω πρωτοβουλίες δεν έχουν ως μόνο σκοπό το να γνωστοποιήσουν και να εκλαϊκεύσουν διεθνώς τις δικές του θέσεις, τη δική του πολιτική και την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα. Οι πρωτοβουλίες αυτές αποσκοπούν, επιπλέον, στο να συμβάλουν στην κοινή πάλη των λαών ενάντια στο ευρωπαϊκό και διεθνές κεφάλαιο, στον έμπρακτο συντονισμό των αντίστοιχων αγώνων και στην ανάδειξη της Αριστεράς σε βασικό παράγοντα των ευρωπαϊκών και διεθνών εξελίξεων.
Το πολύπλευρο και βαθύ λαϊκό και ενωτικό κίνημα που συγκροτούν όλα τα παραπάνω, ήδη έχει αρχίσει να αναπτύσεται και ήδη θέτει κεντρικούς πολιτικούς στόχους, γιατί σήμερα οι εργαζόμενοι και οι πολίτες, γυναίκες και άντρες, έχουν αρχίσει να συνειδητοποιούν ότι δεν μπορεί να υπάρξει θετική διέξοδος από τα σημερινά δεινά χωρίς την κατάργηση των μνημονίων, των συνοδευτικών τους μέτρων και των κυβερνήσεων που τα υπηρετούν. Μετά από χρόνια, ο λαός στρέφεται πάλι προς την πολιτική και αντιλαμβάνεται τη σημασία του πολιτικού αγώνα, επιδιώκοντας μια κεντρική πολιτική δημοκρατική ανατροπή και όχι μια απλή κυβερνητική εναλλαγή. Διεκδικεί τη ριζική αναδιάρθρωση του κομματικού και πολιτικού συστήματος που οδήγησε και οδηγεί τη χώρα στη χρεοκοπία και τη δίκαιη τιμωρία εκείνων που οδηγήσαν ιδιοτελώς τα πράγματα εδώ, ενώ γίνεται όλο κα πιο έτοιμος να αναλάβει τους δύσκολους αγώνεις που απαιτούνται, γιατί τίποτε δεν θα μας χαριστεί.
****
[ ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΡΕΥΜΑ ΤΟΥ ΣΥΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΑΝΑΣΥΝΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝ :
Η υπόθεση της κοινής δράσης, της συνεργασίας και της συμπαράταξης όλων των δυνάμεων της Αριστεράς και πρώτα απ' όλα του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΥΣΥΑ, δεν είναι μια υπόθεση απλών εκφωνήσεων και επικοινωνιακών τεχνασμάτων αλλά κεντρικής πολιτικής από την οποία εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό η ίδια η υπόθεση της δυνατότητας μιας αποτελεσματικής, αξιόπιστης και νικηφόρας προοδευτικής διεξόδου από την κρίση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αναλογιζόμενος τη σημασία και κυρίως την επικαιρότητα και την κρισιμότητα της ανάγκης για ένα πλατύ, ριζοσπαστικό και συνεπές αριστερό προοδευτικό μέτωπο θα πρέπει να επεξεργαστεί και να αναλάβει το αμέσως επόμενο διάστημα μια ισχυρή ενωτική πρωτοβουλία, που θα απευθύνεται στις δυνάμεις και τον κόσμο της Αριστεράς, στη βάση ενός ελάχιστου συνεκτικού και εναλλακτικού προγραμματικού πλαισίου που θα παίρνει υπόψη του τις θέσεις και ευαισθησίες όλων των δυνάμεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς και μπορεί να γίνει ικανό για την προγραμματική συμπόρευσή τους με κοινές αμοιβαίες υποχωρήσεις.]
****
Σε ό,τι αφορά την ίδια την Αριστερά, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ αποσκοπεί στην ενίσχυσή της, τόσο μέσα από τη δική του ανασυγκρότηση και διεύρυνση πρός άλλα τμήματα της ριζοσπαστικής αριστεράς, των αριστερών σοσιαλιστών, του φεμινισμού και της ριζοσπαστικής οικολογίας, όσο και με το να επιμένει, παρά τα προβαλλόμενα εμπόδια, στην ενότητα στη δράση και στην πολιτική συμπαράταξη ολόκληρης της Αριστεράς. Οι σχετικές επιφυλάξεις ή αρνήσεις μπορούν να καμφθούν όσο εμείς επιμένουμε και κυρίως όσο οι πολίτες, γυναίκες και άντρες, αναγνωρίζουν την αξία αυτής της ενότητας και ασκούν κοινωνική πίεση για την πραγματοποίησή της. Μια τέτοια ενίσχυση της Αριστεράς προϋποθέτει το άπλωμά της σε ολόκληρη την κοινωνία και την εμβάθυνση των δεσμών της με εκείνη και αποσκοπεί, εκτός των άλλων, στο να γίνει και να γίνεται η Αριστερά γενικά και ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ ειδικότερα ισχυρός φορέας συλλογικής σκέψης και δύναμη πολιτικής κινητοποίησης του λαού μας. Όπλα του η συλλογικότητα, η δημοκρατία στο εσωτερικό του και οι ανοιχτές σχέσεις με όσα συμβαίνουν στην κοινωνία. Γνώμονάς του οι αξίες και οι απελευθερωτικές ιδέες της Αριστεράς.
Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ έχει ήδη επεξεργαστεί και θα εξακολούθησει να επεξεργάζεται, να εξειδικεύει και να εμβαθύνει, ένα πρόγραμμα αγώνα που αρνείται τη μοιρολατρεία και τον δήθεν ρεαλισμό της υποταγής και απαντά πειστικά στο ερώτημα του τι κάνουμε και τι μπορούμε να κάνουμε. Το πρόγραμμα αυτό ήδη μετασχηματίζεται στο κυβερνητικό πρόγραμμα που θα κληθεί να εφαρμόσει μια κυβέρνηση της Αριστεράς. Είναι πρόγραμμα που αποσκοπεί πρώτα από όλα στο να σταματήσει η κοινωνική καταστροφή και να αναστραφεί η πορεία προς την κοινωνική διάλυση, είναι πρόγραμμα που θέτει τις βάσεις για την αναμόρφωση του πολιτικού συστήματος, την παραγωγική ανασυγκρότηση, την οικονομική ανόρθωση και την πολιτιστική αναγέννησης της χώρας, είναι πρόγραμμα που ταυτόχρονα ανοίγει δρόμο προς τον σοσιαλισμό.
6. ΟΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΙ ΜΑΣ ΣΤΟΧΟΙ
Το πρόγραμμα που συγκροτούμε συνιστά αποτέλεσμα μιας συνεχούς διαδικασίας που εμπλέκει όλους τους τομείς δράσης του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ και όλους εκείνους και εκείνες που μετέχουν σε αυτούς. Τμήματα του πολιτικού φορέα, κοινοβουλευτικές επιτροπές ελέγχου του κυβερνητικού έργου, κοινωνικοί φορείς, ειδικοί μελετητές και ερευνητές, όπως και κάθε ενδιαφερόμενος ή ενδιαφερόμενη, συμβάλλουν με τον μόχθο και τη γνώση τους στο να εντοπίσουν ζητήματα που μένουν ανοιχτά και πραγματικά προβλήματα για τα οποία δεν διαθέτουμε έτοιμες απαντήσεις ενώ ήδη συντάσσουν τις αντίστοιχες εις βάθος μελέτες που τροφοδοτούν διαρκώς τα όργανα του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ με αναλυτικά επεξεργασμένες ιδέες και προτάσεις.
Οι επεξεργασίες αυτές έχουν καταλήξει στη διαμόρφωση ενός συνόλου από στόχους αγώνα, στόχους που συνδέονται οργανικά μεταξύ τους. Οι στόχοι αυτοί μπορούν να διατυπωθούν συνοπτικά, με τη μορφή τίτλων, ως καθήκοντα, αλλά και ως τακτικές και στρατηγικές δεσμεύσεις, του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ και των δυνάμεων που στρατεύονται μαζί του.
Έτσι, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ και οι δυνάμεις που στρατεύονται μαζί του οφείλουμε:
1. Να υψώσουμε την ασπίδα κοινωνικής προστασίας που θα αποσοβήσει την ανθρωπιστική καταστροφή. Να μην υπάρχει πολίτης χωρίς το αναγκαίο για την επιβίωσή του ελάχιστο εισόδημα, χωρίς περίθαλψη και κοινωνι¬κή προστασία, χωρίς πρόσβαση στα βασικά αγαθά. Να μην υπάρχει παιδί που πεινάει, να μην υπάχει νοικοκυριό που χάνει το σπίτι του, να μην υπάρχει άνεργος χωρίς επίδομα ανεργίας.
2. Να ακυρώσουμε τα μνημόνια και τους εφαρμοστικούς τους νόμους στη Βουλή όπου ψηφίστηκαν και να τα αντικαταστήσουμε με ένα εθνικό σχέδιο οικονομικής και κοινωνικής ανόρθωσης, παραγωγικής ανασυγκρότησης, κοινωνικά δίκαιης δημοσιονομικής εξισορρόπησης και πολιτιστικής αναγέννησης. Η υλοποίηση του σχεδίου αυτού θα επουλώνει τα τραύματα που έχουν δεχθεί οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα και θα αποκαθιστά σταδιακά τους όρους ασφαλούς εργασίας και αξιοπρεπούς διαβίωσης με τους ανάλογους μισθούς και συντάξεις.
3. Να καταγγείλουμε τις δανειακές συμβάσεις και να επαναδιαπραγματευθούμε το δημόσιο χρέος σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με δεδομένο ότι το ζήτημα του χρέους συνιστά πανευρωπαϊκό και όχι στενά ελληνικό πρόβλημα. Με πρόσθετο δεδομένο το ότι δεν πρόκειται να επιτρέψουμε ποτέ το να μετατραπεί η χώρα σε αποικία χρέους, στόχος της επαναδιαπραγμάτευσης οφείλει να είναι η διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του ενώ εκείνο που απομένει οφείλει να αποπληρωθεί, μετά από μια περίοδο χάριτος, με δικαιότερους όρους και μέσω μιας ρήτρας που θα συνδέει τον ρυθμό αποπληρωμής με τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας. Ενδέχεται να διατυπωθούν κατά τη διαπραγμάτευση απειλές, ίσως και εκβιασμοί, περί διακοπής της χρηματοδότησης, περί εξόδου από το ευρώ, ίσως και άλλα. Αλλά, όπως ήθελε να συμπυκνώσει το σύνθημα που χρησιμοποιήσαμε «καμμιά θυσία για το ευρώ», απόλυτη προτεραιότητα για μας είναι η αποτροπή της ανθρωπιστικής καταστροφής και η ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών, και όχι η υπαγωγή σε υποχρεώσεις που άλλοι ανέλαβαν υποθηκεύοντας τη χώρα. Κατά συνέπεια, δεσμευόμαστε ότι θα αντιμετωπίσουμε το ενδεχόμενο τέτοιων απειλών ή εκβιασμών με όλα ανεξαιρέτως τα όπλα που μπορούμε να επιστρατεύσουμε ενώ είμαστε ήδη έτοιμοι να αναμετρηθούμε ακόμη και με τη χειρότερη έκβαση. Είμαστε βέβαιοι ότι σε μια τέτοια απευκταία περίπτωση ο ελληνικός λαός θα μας στηρίξει ανεπιφύλακτα.
******
[ ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΗΜΕΙΟΥ 3 ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΡΕΥΜΑ ΤΟΥ ΣΥΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΑΝΑΣΥΝΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝ:
Το χρέος ασφαλώς δεν είναι μόνο ελληνικό πρόβλημα αλλά πρόβλημα ευρύτερο, που αφορά πρώτα απ' όλα και κυρίως τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αυτοτελώς και σε συντονισμό με κινήματα, λαούς και κυβερνήσεις των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, ιδιαίτερα της Νότιας Ευρώπης, θα πράξει ότι είναι δυνατόν για να προωθήσει μια μεγάλη αγωνιστική διεκδίκηση που θα αποβλέπει στη διαγραφή, χωρίς όρους, του χρέους ή τουλάχιστον του μεγαλύτερου μέρους του, πρώτα απ' όλα όλων των δοκιμαζόμενων ευρωπαϊκών χωρών, με πλήρη επίγνωση ότι μια τέτοια διεκδίκηση θα πρέπει να συνοδευθεί με ριζικές αλλαγές στον πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό χάρτη όλης της Ευρώπης και ειδικότερα με το πέρασμα του τραπεζικού συστήματος υπό δημόσια ιδιοκτησία και διεύθυνση και κοινωνικό έλεγχο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, ανεξαρτήτως της επιτυχίας αυτού του ευρωπαϊκού εγχειρήματος και παράλληλα με αυτό, θα προωθήσει σε κάθε περίπτωση, από τις θέσεις μιας κυβέρνησης της Αριστεράς, τη διαγραφή του ελληνικού χρέους ή τουλάχιστον του μεγαλύτερου μέρους του (χωρίς να θίξει κοινωνικά κεκτημένα και μικρομεσαία εισοδήματα) και πρώτα απ' όλα του εξωτερικού χρέους.
Για το ΣΥΡΙΖΑ το δημόσιο χρέος δεν είναι χρέος της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας αλλά ένα βαθύτατα ταξικό και άδικο χρέος που επισώρευσε ένα πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο, μακριά από τις αναπτυξιακές και πραγματικές κοινωνικές ανάγκες της χώρας.
Αυτό το χρέος, όμως, πέραν του ότι είναι άδικο και ταξικό και σε σημαντικό βαθμό επαχθές, πράγμα που επιβάλει τη σύσταση μιας ανεξάρτητης, αξιόπιστης, διεθνούς Επιτροπής για τον έλεγχό του, έχει καταστεί και μη βιώσιμο αφού δεν μπορεί να αποπληρωθεί χωρίς την οικονομική εξουθένωση της χώρας και την κοινωνική «εξόντωση» του ελληνικού λαού.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δηλώνει, ότι μια κυβέρνηση της Αριστεράς θα προχωρήσει στη διαγραφή του χρέους ή του μεγαλύτερου μέρους του, αξιοποιώντας το όπλο της αθέτησης πληρωμών, αφού εξαντλήσει κάθε εύλογο περιθώριο διαπραγμάτευσης.Κι αυτό θα το πράξει χωρίς ταλαντεύσεις, παρά τις προφανείς δυσκολίες και συνέπειες, κόντρα σε εκβιασμούς και γνωστά διλήμματα, αφού η επιλογή αυτή είναι η μόνη εφικτή και ρεαλιστική για να μπορέσει αυτή η χώρα να ανακτήσει στοιχειώδη αξιοπρέπεια, ελπίδα και προοπτική.
Πέραν αυτών, υπογραμμίζουμε ότι τόσο η ακύρωση σε κάθε περίπτωση των μνημονίων από πλευράς μιας κυβέρνησης της Αριστεράς όσο και η εφαρμογή ενός νέου αντιμνημονιακού προοδευτικού προγράμματος αλλά και η ανυποχώρητη προσπάθεια για διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, ενδεχομένως να επιφέρουν την αναστολή ή και διακοπή της τροϊκανής χρηματοδότησης.
Σε μια τέτοια περίπτωση η συνέχιση της εφαρμογής του αντιμνημονιακού προοδευτικού προγράμματος μιας κυβέρνησης της Αριστεράς, θα συνεπιφέρει μοιραία τη σφοδρή άμεση σύγκρουση με τους ιδιώτες και τους θεσμικούς πιστωτές και τους μηχανισμούς της ευρωζώνης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, δεσμεύεται ότι, παρά τις όποιες δυσκολίες, δεν πρόκειται να αναδιπλωθεί αλλά ότι θα εφαρμόσει με συνέπεια το προοδευτικό πρόγραμμά του, υπογραμμίζοντας από σήμερα στον ελληνικό λαό ότι η αντιμνημονιακή και προοδευτική επιλογή του δεν υπόκειται σε εκβιασμούς και εκβιαστικά διλήμματα και δεν πρόκειται να ανακοπεί υπό την πίεση των γνωστών εκβιασμών σε σχέση με το ευρώ και το όριο της ευρωζώνης. Ότι όποιες δυσκολίες και αν επέλθουν σε ένα αντιμνημονιακό προοδευτικό δρόμο από τις συνακόλουθες εξελίξεις σε σχέση με τους πιστωτές και τις δομές της ευρωζώνης, θα είναι προσωρινές και αντιμετωπίσιμες και σε κάθε περίπτωση προτιμότερες από το μαρτύριο της αδιέξοδης και χωρίς προοπτική μνημονιακής κηδεμονίας και συνεχούς εξαθλίωσης.]
*****
4. Να επιτύχουμε μια αποτελεσματική και κοινωνικά δίκαιη αντιμετώπιση των ελλειμμάτων και την αντίστοιχη δημοσιονομική εξισορρόπηση προτάσσοντας την ανάπτυξη και την αναδιανομή. Προς αυτήν την κατεύθυνση, πρέπει να μη μειώνονται αλλά σταδιακά να αυξάνουν οι μισθοί και οι κοινωνικές δαπάνες ενώ τα κρατικά έσοδα να αυξάνουν παράλληλα. Ο στόχος μπορεί να επιτευχθεί μέσω της φορολόγησης, επιτέλους, του πλούτου, των καθαρών κερδών, των υψηλών εισοδήματων και της μεγάλης ακίνητης περιουσίας και βεβαίως μέσα από την αύξηση της πρωτογενούς παραγωγής. Απαιτείται εν προκειμένω η σύνταξη ενός αναλυτικού περιουσιολογίου που θα περιλαμβάνει την κινητή και ακίνητη περιουσία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό κάθε φορολογούμενου, η συγκρότηση του εθνικού κτηματολογίου και ένα σταθερό, ταξικά μεροληπτικό υπέρ των εργαζομένων, αναδιανεμητικό και δίκαιο φορολογικό σύστημα, όπου κάθε πολίτης θα φορολογείται ανάλογα με το συνολικό πραγματικό του εισόδημα και τη φοροδοτική του ικανότητα. Η μελετημένη μείωση των στρατιωτικών δαπανών και η πάταξη της φοροκλοπής, της φοροδιαφυγής, της εισφοροδιαφυγής, της διαφθοράς και του πάσης φύσεως λαθρεμπορίου, όπως και τα αποτελέσματα που θα επιφέρει η επιδίωξη της επιστροφής των καταθέσεων με σαφείς και δίκαιους κανόνες, θα συνεισφέρουν σημαντικούς πρόσθετους πόρους.
5. Να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για την παραγωγική και οικολογική ανασυγκρότηση της χώρας με βασικό κριτήριο την απασχόληση και γνώμονα την κάλυψη των κοινωνικών αναγκών. Το αντίστοιχο αναλυτικά επεξεργασμένο πρόγραμμα πρέπει να αφορά τη χώρα συνολικά, αλλά και να εξειδικεύεται ανά τομέα παραγωγικής δραστηριότητας και ανά περιφέρεια. Τα συνεταιριστικά και αυτοδιαχειριστικά σχήματα, οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και οι καινοτόμες επιχειρηματικές δραστηριότητες που συμβάλλουν στο δημόσιο όφελος θα βοηθηθούν, υπό σταθερούς και κοινωνικά δίκαιους κανόνες, ώστε να ορθοποδήσουν. Οι αναγκαίοι για την ανάπτυξη πόροι θα βρεθούν, όπως είπαμε, από ένα νέο ριζοσπαστικό όσο και δίκαιο φορολογικό σύστημα, από την αμείλικτη πάταξη της παραοικονομίας στο σύνολό της, και βεβαίως από την περιβαλοντικά ασφαλή αξιοποίηση του φυσικού και ορυκτού πλούτου της χώρας και την αύξηση της πρωτογενούς παραγωγής. Αλλώστε, ένας λαός ενωμένος που αισθάνεται ότι οι κόποι που καταβάλλει δεν πάνε χαμένοι, που απολαμβάνει ένα νέο σύστημα πρωτογενούς διανομής εισοδήματος και που διαπιστώνει ότι οι φόροι που πληρώνει αξιοποιούνται πλήρως και με απόλυτη διαφάνεια για τη δική του προκοπή, μπορεί να μεγαλουργήσει: το υψηλό συλλογικό φρόνημα γίνεται το ίδιο πανίσχυρη παραγωγική δύναμη.
6. Να θέσουμε το τραπεζικό σύστημα υπό την ιδιοκτησία και τον έλεγχο του δημοσίου, με ριζική τροποποίηση του τρόπου λειτουργίας του και των στόχων που σήμερα υπηρετεί, με αναβάθμιση του ρόλου των εργαζομένων και των καταθετών. Να ιδρύσουμε δημόσιες τράπεζες ειδικού σκοπού με αντικείμενο την αγροτική πίστη, την μικρή και μεσαία επιχείρηση και τη λαϊκή στέγη.
7. Να αναστείλουμε τις ιδιωτικοποιήσεις και τη λεηλασία του δημόσιου πλούτου, να επαναφέρουμε υπό δημόσιο έλεγχο, αλλά και να ανασυγκροτήσουμε -χωρίς ψευδαισθήσεις ότι μπορούμε να επιστρέψουμε στην πρότερη κατάσταση- τις επιχειρήσεις στρατηγικής σημασίας που έχουν ιδιωτικοποιηθεί ή βρίσκονται σε διαδιακασία ιδιωτικοποίησης ώστε να διαμορφώσουμε έναν ισχυρό, παραγωγικό και αποτελεσματικό, δήμοσιο τομέα νέου τύπου, υπό καθεστώς πλήρους διαφάνειας και υπό τις κατάλληλες μορφές κοινωνικού ελέγχου, μακριά από τη λογική του κρατισμού, των κρατικοδίαιτων, εν τέλει ιδιωτικών, επιχειρήσεων και των πελατειακών σχέσεων.
8. Να αποκαταστήσουμε και να ενισχύσουμε το κοινωνικό κράτος και να συμβάλουμε στον εκδημοκρατισμό όλων των δράσεων και λειτουργιών του: προστασία της εργασίας, των ανέργων, της κοινωνικής ασφάλισης, της περίθαλψης, της πρόνοιας. Να εγγυθούμε πλήρως τη λειτουργία των δημόσιων νοσοκομείων και από κει και πέρα να διατηρήσουμε και να αναπτύξουμε ένα δημόσιο σύστημα υγείας υψηλής ποιότητας, προσιτό σε όλους στο κέντρο και στην περιφέρεια. Να εγγυηθούμε πλήρως τη λειτουργία των δημόσιων σχολείων και πανεπιστημίων και από κει και πέρα να κατοχυρώσουμε και να αναπτύξουμε τη δημόσια δωρεάν παιδεία σε όλες τις βαθμίδες, από τον παιδικό σταθμό μέχρι τις μεταπτυχιακές σπουδές.
9. Να καταργήσουμε όλες τις ρυθμίσεις και κρατικές δομές έκτακτης ανάγκης που έχουν οικοδομηθεί στο όνομα του χρέους, με προτεραιότητα πάντοτε την πολιτική έναντι της οικονομίας και τη νομιμότητα έναντι της σκοπιμότητας. Να αναδιοργανώσουμε εις βάθος το πολιτικό σύστημα, εξαλείφοντας πλήρως κάθε εστία διαφθοράς και διαπλοκής, αλλά τηρώντας με συνέπεια τη διάκριση των εξουσιών και αποκαθιστώντας την εύρυθμη και έντιμη λειτουργία όλων των συναφών θεσμών. Να αναβαθμίσουμε τη δημοκρατική δομή και λειτουργία των αντιπροσωπευτικών θεσμών σε επίπεδο τόσο κεντρικής διοίκησης όσο και τοπικής αυτοδιοίκησης, εισάγοντας μορφές άμεσης δημοκρατίας και θεσμούς εργατικού και κοινωνικού ελέγχου σε όλες τις βαθμίδες. Οι σχέσεις που συναρτούν κοινωνικό κίνημα, προγραμματικούς στόχους, επιμέρους θεσμούς και κυβέρνηση βρίσκονται υπό μόνιμη ένταση που οφείλει να αντιμετωπίζεται μέσω της συστηματικής άσκησης της ουσιαστικής δημοκρατίας και από τη σκοπιά των στρατηγικών επιδιώξεων. Η αναθεώρηση του Συντάγματος προς δημοκρατική κατεύθυνση και η συναφής πολιτειακή αναθεμελίωση αποτελούν στόχους μας.
10. Να αλλάξουμε ριζικά τον τρόπο λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης και της τοπικής αυτοδιοίκησης καθιερώνοντας τη δημοκρατία, τη διαφάνεια και την αξιοκρατία, ανεξαρτήτως ιδεολογικών και πολιτικών φρονημάτων, και πατάσσοντας αμείλικτα τη διαπλοκή, τη διαφθορά τον κομματισμό και το ρουσφέτι που ενδημούν σε κορυφές του κράτους, σε τμήματα της αυτοδιοίκησης και σε ποικίλες εστίες δημόσιων υπηρεσιών, εισάγοντας παράλληλα την έννοια και την πρακτική του δημοκρατικού προγραμματισμού και του κοινωνικού ελέγχου σε όλες της βαθμίδες της κεντρικής διοίκησης και της αυτοδιοίκησης. Υπό τις παρούσες συνθήκες, οι δημόσιοι λειτουργοί και οι δημόσιοι ή δημοτικοί υπάλληλοι στην πλειοψηφία τους ασφυκτιούν. Η καθιέρωση ενός τέτοιου νέου πλαισίου θα αναζωογονήσει το λανθάνον δυναμικό, θα καταλύσει πρωτοβουλίες, θα γεννήσει καινοτομίες και θα καταστήσει τη δημόσια διοίκηση και αυτοδιοίκηση πραγματικό μοχλό για τη δημοκρατική ανασυγκρότηση της χώρας.
11. Να στηρίξουμε με όλα τα πρόσφορα μέσα την παιδεία, τη λαϊκή μόρφωση, την επιστημονική έρευνα και τον πολιτισμό γενικά. Οι εν λόγω τομείς και δραστηριότητες αποτελούν αφ' εαυτών παραγωγικές δυνάμεις, ιδιαίτερα σε μια χώρα με τη δική μας ιστορία, ενώ ταυτόχρονα καλλιεργούν την ελεύθερη και κριτική σκέψη, συμβάλλουν στην αυτογνωσία και αναδεικνύουν τις καινοτόμες ιδέες που έχει ανάγκη μια κοινωνία για να προχωρήσει.
12. Να αντιμετωπίσουμε το μεταναστευτικό ζήτημα υπό τον σύνθετο χαρακτήρα του και σε όλες του τις διαστάσεις. Τα μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα είναι αποτέλεσμα της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης που ξεριζώνει τους ανθρώπους από τις εστίες τους είτε γιατί τους καθιστά θύματα πολέμων είτε γιατί τους στερεί τα στοιχειώδη μέσα επιβίωσης. Οι οικονομικοί και πολιτικοί μετανάστες ή πρόσφυγες είναι οι σύγχρονοι κολασμένοι της γης. Ο λαός μας γνωρίζει το φαινόμενο καλά γιατί το έζησε εις βάθος στις δεκαετίες που ακολούθησαν τον εμφύλιο ενώ το ξαναγνωρίζει σήμερα μέσω του κύματος μετανάστευσης που προκαλούν τα μνημόνια. Αλλά ταυτόχρονα, λόγω της γεωγραφικής της θέσης και λόγω της υποταγμένης ατολμίας με την οποία οι κυβερνήσεις του δικομματισμού υπέγραψαν τη συμφωνία «Δουβλίνο ΙΙ», η χώρα μας βρίσκεται στο επίκεντρο νέων μεγάλων μεταναστευτικών και προσφυγικών ρευμάτων πληρώνοντας άνισα μεγάλο κόστος. Αυτά σημαίνουν ότι το ζήτημα είναι κατ' εξοχήν διεθνές και οφείλει να αντιμετωπιστεί ως τέτοιο. Απαιτείται η κατάργηση της συμφωνίας «Δουβλίνο ΙΙ» που εγκλωβίζει στη χώρα μας πρόσφυγες ή ματανάστες που δεν επιθυμούν να παραμείνουν εδώ. Απαιτείται, παραπέρα, ο εξανθρωπισμός του θεσμικού πλαισίου νομιμοποίησης, παροχής ασύλου και παραχώρησης ταξιδιωτικών εγγράφων στους μετανάστες και στους πρόσφυγες, η δίκαιη αντιμετώπιση όσων εργάζονται και η εξάρθρωση των κυκλωμάτων εγκληματικότητας, οι κορυφές των οποίων κατά κανόνα δεν καταλαμβάνονται από μετανάστες ή πρόσφυγες, αλλά από το εγχώριο οργανωμένο έγκλημα, κάποιες φορές με 'υψηλές' διασυνδέσεις. Το εμπόριο ναρκωτικών και όπλων, η πορνεία και το τράφικινγκ, η εργασία υπό συνθήκες δουλείας, η υπερεκμετάλλευση της στέγης, αποτελούν αντικείμενο κρατικών υπηρεσιών και των δυνάμεων ασφαλείας, οι οποίες, δημοκρατικά εκπαιδευμένες και αφοσιωμένες αποκλειστικά στο έργο της αρμοδιότητάς τους, μπορούν να παίξουν και εδώ τον ρόλο που θα δίνει επιτέλους σωστό περιεχόμενο στο όνομά τους, ρόλο που θα διασφαλίζει παράλληλα τον ομαλό ρυθμό ζωής όλων, ιδιαίτερα στις υποβαθισμένες σήμερα γειτονιές των μεγάλων πόλεων.
13. Να προβάλουμε την ανάγκη και να διεκδικήσουμε με όλα τα πρόσφορα μέσα το αίτημα για ανατροπή της σημερινής μορφής ολοκλήρωσης της Ευρώπης, της σημερινής αρχιτεκτονικής του ευρώ και της νεοφιλελεύθερης λογικής που διέπει το κοινό νόμισμα ώστε να επαναθεμελιωθούν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί στην κατεύθυνση και υπό τη σκοπιά της κοινωνικής δικαιοσύνης και του σοσιαλισμού. Μέσα από το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, τη δράση μας στο ευρωκοινοβούλιο και όλα τα ευρωπαϊκά και διεθνή φόρα συνεργαζόμαστε με άλλες αριστερές δυνάμεις και αναπτύσσουμε θερμές συντροφικές σχέσεις με τις πολιτικές δυνάμεις και τα κοινωνικά κινήματα στις διάφορες χώρες της Ευρώπης, και όχι μόνον της Ευρώπης, που αντιμετωπίζουν τα πράγματα με ανάλογους τρόπους. Ήδη κάνουμε βήματα για τον έμπρακτο συντονισμό των αντίστοιχων αγώνων. Οι σχέσεις αυτές πρέπει να ενισχυθούν, νέες πρωτοβουλίες πρέπει να αναληφθούν και τα βήματα πρέπει να συντονιστούν με περισσότερο αποτελεσματικούς τρόπους.
*****
[ ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΗΜΕΙΟΥ 13 ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΡΕΥΜΑ ΤΟΥ ΣΥΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΑΝΑΣΥΝΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝ:
Η Ε.Ε. ως ιδιαίτερα προωθημένη υπερεθνική, υπό την Γερμανική ηγεμονία, συμμαχία των κυρίαρχων πολιτικών ελίτ και μερίδων του κεφαλαίου, δεσμευμένη θεσμικά και ουσιαστικά στον επιθετικό νεοφιλελευθερισμό και τη συντονισμένη εξουθένωση της εργατικής τάξης κάθε ευρωπαϊκής χώρας, δεν μεταρρυθμίζεται ούτε «επαναθεμελιώνεται» αλλά μόνο ανατρέπεται, στην προοπτική μιας νέας προοδευτικής και σοσιαλιστικής Ευρώπης.
Ειδικότερα η ευρωζώνη συνιστά, στο πλαίσιο της Ε.Ε., μηχανισμό επικυριαρχίας των πιο ισχυρών χωρών και μερίδων του χρηματιστικού και πολυεθνικού κεφαλαίου και μοχλό εξαιρετικής επιδείνωσης των ανισοτήτων και ανισορροπιών στο εσωτερικό της. Αυτή η ευρωζώνη αντιμετωπίζει σήμερα δομική διαλυτική κρίση, την οποία δεν μπορεί να υπερβεί σε όφελος των εργαζομένων και των λαών, με τις γνωστές παραδοσιακές «κεϋνσιανές» μεθόδους νομισματικής παρέμβασης που δοκιμάζονται στα ενιαία ή ομοσπονδιακά κράτη και εκεί χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία.
Οι περαιτέρω «ενοποιητικές», με νεοφιλελεύθερους και καπιταλιστικούς όρους (π.χ. ευρωπαϊκή τραπεζική εποπτεία, δημοσιονομική ενοποίηση κλπ),διαδικασίες στην ευρωζώνη και την Ε.Ε., στο μόνο που κατατείνουν είναι να κλιμακώνουν και να καθιστούν ασφυκτικότερη την αντιδραστικοποίηση της πορείας της Ε.Ε., τον αντιδημοκρατικό προσανατολισμό της και την εσωτερική «αποικιοποίηση» μεγάλων ζωνών της.
Η αναγκαία ανατροπή της Ε.Ε. δεν μπορεί να προκύψει ταυτόχρονα στην ΕΕ ως σύνολο αλλά θα προέλθει από την ικανότητα και δυνατότητα μια χώρας ή ομάδας χωρών να σπάσουν το φαύλο κύκλο και να ανοίξουν προοδευτικούς και σοσιαλιστικούς δρόμους σε σύγκρουση με την ευρωζώνη και την Ε.Ε.]
******
14. Να ανασυγκροτήσουμε σε νέα βάση, με τρόπο ώστε το εθνικό και το πατριωτικό να ταυτίζονται με το γνήσια λαϊκό, και με δεδομένο ότι οι λαοί δεν έχουν τίποτε να χωρίσουν, την άμυνα και την ασφάλεια της χώρας, των κατοίκων και των πολιτών της. Ελεύθεροι από οποιεσδήποτε επιβουλές ή πιέσεις άλλων κρατών, παρούσες ή μελλοντικές, και πάντοτε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε τους σχετικούς κινδύνους, θα μπορούμε να καθορίζουμε ειρηνικά και δημοκρατικά το μέλλον μας και το μέλλον των παιδιών μας.
15. Να αναπτύξουμε μια άλλου τύπου ένταξη στο διεθνές γίγνεσθαι μέσω μιας ανεξάρτητης, πολυδιάστατης και φιλειρηνικής εξωτερικής πολιτικής που θα εδράζεται, στην εθνική ανεξαρτησία μας και θα προστατεύει την εδαφική μας ακεραιότητα. Γνωρίζουμε ότι η Ελλάδα είναι μεν χώρα της Ευρώπης, αλλά είναι ταυτόχρονα χώρα των Βαλκανίων και της Μεσογείου, σε εγγύτατη συνάφεια με τις εστίες μόνιμης έντασης που αποτελούν οι χώρες της Μέσης Ανατολής. Η σύνθετη αυτή πραγματικότητα εγκυμονεί κινδύνους, αλλα παρέχει και ευκαιρίες. Οι δεσμοί φιλίας και καλής γειτονίας με όλες ανεξαιρέτως τις χώρες και οι εγκάρδιες σχέσεις με τα προοδευτικά κινήματα και τις προοδευτικές κυβερνήσεις παντού στον κόσμο μπορούν να αποτελέσουν ασπίδα προστασίας απέναντι στην εξαιρετικά επισφαλή παγκόσμια κατάσταση, αλλά και φιλειρηνική ενεργό παρέμβαση στις διεθνείς εντάσεις που αναπτύσσονται. Η στήριξη της Κυπριακής Δημοκρατίας για την επίλυση του Κυπριακού, ο σεβασμός των διεθνών συμβάσεων και των σχετικών ψηφισμάτων του ΟΗΕ, η απεμπλοκή από το ΝΑΤΟ, η κατάργηση των ξένων στρατιωτικών βάσεων, η αποτροπή της στρατιωτικής συνεργασίας με το Ισραήλ που εγκυμονεί άμεσους κινδύνους στρατιωτικής εμπλοκής της χώρας στις πολεμικές συρράξεις στη Μέση Ανατολή, και η εφαρμογή της αρχής «κανείς έλληνας στρατιώτης σε πολεμικά μέτωπα έξω από τα σύνορα της χώρας» συνιστούν άξονες της εξωτερικής πολιτικής μας.
7. Ο ΦΟΡΕΑΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΡΟΤΟΥΜΕ ΚΑΙ ΔΙΕΥΡΥΝΟΥΜΕ
Ο φορέας που συγκροτούμε και διευρύνουμε είναι φορέας πολιτικός που επιδιώκει να συμπυκνώνει υπό τη σκοπιά του σοσιαλισμού του 21ου αίωνα τα αιτήματα και τις διεκδικήσεις των δυνάμεων της εργασίας και των καταπιεσμένων κοινωνικών κατηγοριών και να συμβάλει με όλες του τις δυνάμεις στην πραγματοποίησή τους.
Ο φορέας που συγκροτούμε και διευρύνουμε είναι ανοιχτός σε όλοκληρο το δημιουργικό και αγωνιστικό δυναμικό της κοινωνίας μας, ανεξάρτητα από πολιτική καταγωγή ή προηγούμενες ιδεολογικές δεσμεύσεις. Είναι φορέας που βρίσκεται σε διαδικασίες συνεχούς αυτοδιαμόρφωσης, ανάλογα με όσα κατακτούμε, όσα μαθαίνουμε και όσα συνειδητοποιούμε.
Ο φορέας που συγκροτούμε και διευρύνουμε επιδιώκει την κοινή δράση και την πολιτική συμπαράταξη της Αριστεράς σε όλους τους χώρους και σε όλα τα επίπεδα.
Ο φορέας που συγκροτούμε και διευρύνουμε επιδιώκει να διακλαδιστεί σε ολόκληρο τον κοινωνικό ιστό. Είναι φορέας που συμμετέχει σε κάθε κοινωνική κίνηση, που προβάλλει και επεξεργάζεται διαρκώς τις προτάσεις του, χωρίς να προσπαθεί να τις επιβάλει εκ των άνω.
Ο φορέας που συγκροτούμε και διευρύνουμε είναι ανοιχτός στην κοινωνική κίνηση και όσα αυτή κάθε φορά παράγει τόσο σε επίπεδο πρακτικής όσο και σε επίπεδο ιδεών. Είναι φορέας ανοιχτός σε πρωτοβουλίες και ιδέες που έρχονται από το εξωτερικό του, φορέας που ενθαρρύνει την αυτο-οργάνωση και τα μετωπικά σχήματα, χωρίς να επιδιώκει να υποτάξει τους άλλους στους δικούς του σχεδιασμούς.
Ο φορέας που συγκροτούμε και διευρύνουμε είναι δημοκρατικός. Είναι φορέας που λειτουργεί συλλογικά με πλειοψηφίες και μειοψηφίες, που δρά σύμφωνα με τις αποφάσεις της πλειοψηφίας, αλλά κατοχυρώνει και προστατεύει τις μειοψηφίες. Είναι φορέας όπου οι αποφάσεις λαμβάνονται πάντοτε δημοκρατικά και πάντοτε από τα εκάστοτε αρμόδια όργανα.
Ο φορέας που συγκροτούμε και διευρύνουμε είναι φορέας με μέλη που απολαμβάνουν πλήρη δημοκρατικά δικαιώματα και αναλαμβάνουν τις αντίστοιχες ευθύνες και καθήκοντα. Είναι φορέας που αναγνωρίζει την κοινωνικά και ιδεολογικά προσδιορισμένη ανισότητα άνδρα/γυναίκας και θεσμοθετεί μέριμνες που αντιμετωπίζουν το πρόβλημα.
Ο φορέας που συγκροτούμε και διευρύνουμε έχει συγκεκριμένη οργανωτική δομή, όργανα (βάσης, ενδιάμεσα και κεντρικά) που αναδεικνύονται δημοκρατικά και μόνιμους συμβουλευτικούς θεσμούς (τμήματα επεξεργασίας θέσεων, επιτροπή προγράμματος, επιτροπή τεκμηρίωσης, επιτροπή διαδικτύου, επιτροπή πολιτικού σχεδιασμού).
Ο φορέας που συγκροτούμε και διευρύνουμε είναι φορέας πλουραλιστικός με ταξική αγκύρωση στο εργατικό και ευρύτερα λαϊκό κίνημα, αλλά και με ρητές φεμινιστικές και οικολογικές στοχεύσεις. Ήδη συσπειρώνει δυνάμεις και ρεύματα της κομμουνιστικής, ριζοσπαστικής, ανανεωτικής, αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής αριστεράς όλων των αποχρώσεων, αριστερούς σοσιαλιστές, δημοκράτες, δυνάμεις του αριστερού φεμινισμού και της ριζοσπαστικής οικολογίας. Είναι φορέας που σέβεται τις διαφορετικές ιδεολογικές και ιστορικά διαμορφωμένες ευαισθησίες, αναγνωρίζει τη δυνατότητα ύπαρξης διαφορετικών πολιτικών εκτιμήσεων και παρέχει έδαφος τόσο σε αυτές τις ευαισθησίες όσο και σε αυτές τις εκτιμήσεις να καλλιεργούνται απρόσκοπτα και να εκπροσωπούνται στην εσωτερική δημοκρατία, αποσκοπώντας όμως πάντοτε σε προωθητικές συνθέσεις.
Ο φορέας που συγκροτούμε και διευρύνουμε είναι φορέας που μεριμνά συστηματικά για τη θεωρητική κατανόηση του κοινωνικού και ιστορικού γίγνεσθαι και για τη θεωρητική μόρφωση των μελών του. Στηρίζεται στη μαρξική και ευρύτερα στη χειραφετητική σκέψη και την ιστορία της και προσπαθεί να την επεξεργαστεί παραπέρα, αξιοποιώντας κάθε σημαντική θεωρητική συμβολή.
Ο φορέας που συγκροτούμε και διευρύνουμε είναι φορέας μόνιμα ανοιχτός στην κριτική της κονωνίας απέναντί του και στη δική του αυτοκριτική, με την ικανότητα να αλλάζει όσα κάθε φορά δεν λειτουργούν ικανοποιητικά.
Ο φορέας που συγκροτούμε και διευρύνουμε είναι φορέας που επιδιώκει συστηματικά να αποτελεί πρόπλασμα της κοινωνίας που διεκδικεί.
8. ΤΙ ΖΗΤΑΜΕ
Με βάση τα παραπάνω, καλούμε όσους και όσες ζουν και εργάζονται στη χώρα μας, όσους και όσες είναι άνεργοι, όσους και όσες ζουν στο πλαίσιο του απόδημου ελληνισμού, να ενωθούν στο μεγάλο πολυδιάστατο λαϊκό κίνημα που περιγράψαμε, με κεντρικό πολιτικό στόχο την κατάργηση των μνημονίων και των συνοδευτικών τους μέτρων και τη δημοκρατική ανατροπή του κομματικού και πολιτικού συστήματος που τα υπηρετεί ώστε να ανοίξει ο δρόμος για την οικονομική, κοινωνική πολιτική και πολιτιστική ανασυγκρότηση της χώρας, για μια χειραφετημένη Ελλάδα της εργασίας, της δικαιοσύνης και της δημιουργικότητας μέσα σε μια ριζικά διαφορετική Ευρώπη.
Καλούμε όσους και όσες ζουν και εργάζονται στη χώρα μας, όσους και όσες είναι άνεργοι, όσους και όσες ζουν στο πλαίσιο του απόδημου ελληνισμού, να μετέχουν συστηματικά στις οργανώσεις του συνδικαλιστικού κινήματος. Να μετέχουν, ακόμη, ενεργά, σύμφωνα με τα ιδιαίτερα συμφέροντα, τα ενδιαφέροντα και τις κλίσεις τους, στους σχετικούς συλλόγους, παρατάξεις, αυτοδιοικητικές κινήσεις, οικολογικές και πολιτιστικές πρωτοβουλίες, σε όλους τους ποικίλους φορείς που αναπτύσσονται στους χώρους δουλειάς, κατοικίας και πολιτισμού, αλλά και να συμβάλουν στη συγκρότηση νέων τέτοιων φορέων. Έτσι θα ενωθούν με τη διπλανή και τον διπλανό τους, θα προασπίσουν τα κοινά συμφέροντά τους, θα πλουτίσουν τις γνώσεις τους, θα καλλιεργήσουν τη σκέψη και τα ενδιαφερόντά τους, θα διαπιστώσουν το πόσο η δημοκρατία είναι όντως παραγωγική δύναμη και το πώς η ενεργός δημοκρατική συμμετοχή είναι η μόνη δύναμη που μπορεί να αλλάξει πραγματικά τη χώρα.
Καλούμε όσους και όσες ζουν και εργάζονται στη χώρα μας, όσους και όσες είναι άνεργοι, όσους και όσες ζουν στο πλαίσιο του απόδημου ελληνισμού, να συμμετέχουν ενεργά, ανάλογα με τις γνώσεις, τις ανάγκες, τις διαθέσεις και τις διαθεσιμότητες τους, στα δίκτυα κοινωνικής αλληλεγγύης που ήδη αναπτύσσονται ραγδαία και να συγκροτήσουν νέα τέτοια δίκτυα. Ενόσω πιέζουν τους θεσμούς προς την αντίστοιχη κατεύθυνση, τα δίκτυα αυτά θα απλώνουν την ασπίδα κοινωνικής προστασίας που θα επιτρέψει στο λαό μας να επιβιώσει και να προχωρήσει.
Καλούμε όσους και όσες ζουν και εργάζονται στη χώρα μας, όσους και όσες είναι άνεργοι, όσους και όσες ζουν στο πλαίσιο του απόδημου ελληνισμού, να συγκροτήσουν το πλατύ αντιφασιστικό και δημοκρατικό κίνημα που θα διακλαδιστεί παντού για να αναστείλει την άνοδο των ναζιστικών ιδεών και συμπεριφορών μέχρι την οριστική εξάλειψή τους από μια χώρα με τη δική μας ιστορία και τη δική μας δημοκρατική παράδοση.
Καλούμε όσους και όσες ζουν και εργάζονται στη χώρα μας, όσους και όσες είναι άνεργοι, όσους και όσες ζουν στο πλαίσιο του απόδημου ελληνισμού, όσους και όσες συμφωνούν κατ' αρχήν με τα παραπάνω, να πυκνώσουν τις γραμμές του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ ώστε να συνδιαμορφώσουμε τους στόχους, τις θέσεις και τη φυσιογνωμία του, τους τρόπους δράσης και τη λειτουργία του, τις παρεμβάσεις και πρωτοβουλίες του, την όλη πολιτική του. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ θα μπορέσει να επιτύχει τους στόχους του μόνο αν γίνει ένας μεγάλος και ισχυρός πολιτικός φορέας που αγκαλιάζει όλους και όλες που βλέπουν τα πράγματα με ίδιους ή ανάλογους τρόπους ενόσω ο ίδιος λειτουργεί υπό καθεστώς πλήρους και ανόθευτης δημοκρατίας.
30 Οκτωβρίου 2012
Η Πολιτική Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ
Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2012


Ανε­ξάρ­τη­τα από τις διά­φο­ρες από­ψεις, προ­σεγ­γί­σεις, θε­ω­ρη­τι­κές κα­τα­βο­λές και παρα­δό­σεις η συ­ζή­τη­ση και κυ­ρί­ως οι επι­λο­γές που γί­νο­νται και θα γί­νουν, λαμβάνουν χώρα σε ένα ιστο­ρι­κό πλαί­σιο που τις υπερ­κα­θο­ρί­ζει. 
Αντι­κει­με­νι­κά, ο μα­ζι­κός «φο­ρέ­ας» που συ­γκρο­τεί­ται, κα­λεί­ται να αντι­με­τω­πί­σει το πο­λι­τι­κό και τα­ξι­κό δια­κύ­βευ­μα μέσα στην κλι­μά­κω­ση της κρί­σης, σε χρόνο περιορισμέ­νο και συ­μπυ­κνω­μέ­νο, υπό την ασφυ­κτι­κή πίεση των εξε­λί­ξε­ων. Δη­λα­δή μέσα σε συν­θή­κες έκτα­κτης ανά­γκης, στην πιο επι­σφα­λή κα­τά­στα­ση του (αστι­κο) δημο­κρα­τι­κού πλαι­σί­ου των τε­λευ­ταί­ων δε­κα­ε­τιών, με ανοι­χτές τις κα­τευ­θύν­σεις  από την δεξιά και ακρο­δε­ξιά αυ­ταρ­χο­ποί­η­ση έως την «κυ­βέρ­νη­ση της αρι­στε­ράς»,  σε απο­λύ­τως ρευ­στή και απρό­βλε­πτη κα­τά­στα­ση σε ευ­ρω­παϊ­κό και διε­θνές επί­πε­δο.
Τρεις πα­ρα­τη­ρή­σεις σχε­τι­κά με τη συ­ζή­τη­ση για τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά και τη λει­τουρ­γία του «νέου» μα­ζι­κού ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ:
Ο χρό­νος
Η πρώτη πα­ρα­τή­ρη­ση αφορά στη ση­μα­σία του «σύ­ντο­μου και συ­μπυ­κνω­μέ­νου χρόνου». Ο μα­ζι­κός «φο­ρέ­ας» της ρι­ζο­σπα­στι­κής αρι­στε­ράς κα­λεί­ται να συ­γκρο­τη­θεί υπό την κα­θο­ρι­στι­κή πίεση της ιστο­ρι­κής «επι­και­ρό­τη­τας». Σή­με­ρα η μάχη για την υπε­ρά­σπι­ση κρι­τη­ρί­ων και πα­ρα­δό­σε­ων δί­νε­ται με όρους «συ­γκε­κρι­μέ­νου», στο πεδίο της πο­λι­τι­κής και του συ­σχε­τι­σμού δύ­να­μης και σε πλαί­σιο κα­θο­ρι­σμέ­νο από την συ­γκυ­ρία, παρά από τη δυ­να­τό­τη­τα όσμω­σης και αντι­πα­ρά­θε­σης «ολοκληρωμένων μο­ντέ­λων».
Το επί­πε­δο συ­μπύ­κνω­σης των αντι­φά­σε­ων που αντι­στοι­χεί στον «ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ – αξιωματι­κή αντι­πο­λί­τευ­ση» σε συν­θή­κες βα­θύ­τα­της κα­πι­τα­λι­στι­κής κρί­σης και με ανοι­χτό το άμεσο εν­δε­χό­με­νο (με­τα­ξύ άλλων) της «κυ­βέρ­νη­σης της Αρι­στε­ράς», βάζει νέους και δια­φο­ρε­τι­κούς όρους στη συ­ζή­τη­ση για το «κόμμα», τον μα­ζι­κό «φορέα», από αυ­τούς που την  κα­θό­ρι­ζαν όταν στον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ αντι­στοι­χού­σε ένα μικρό εκλο­γι­κό πο­σο­στό.
Η δια­δι­κα­σία «όσμω­σης – αντι­πα­ρά­θε­σης» δεν αφορά σή­με­ρα πρω­τί­στως τη συζήτη­ση ανά­με­σα στα διά­φο­ρα ρεύ­μα­τα της αρι­στε­ράς, αλλά ανά­με­σα στον «ΣΥΡΙΖΑ – μα­ζι­κό φορέα της ρι­ζο­σπα­στι­κής αρι­στε­ράς» και στις συ­στη­μι­κές πιέ­σεις στα πλαί­σια της επι­χεί­ρη­σης διείσ­δυ­σης της αγο­ράς και των αστι­κών προ­τύ­πων, με όρους υλι­κούς και ιδε­ο­λο­γι­κούς, μα­ζι­κά μέσα στο «κόμμα», στον «φορέα». Οι ανάγκες που πα­ρά­γει η κυ­βερ­νη­τι­κή ευ­θύ­νη, οι «δε­ξιό­τη­τες» διοί­κη­σης και δια­χεί­ρι­σης κοι­νω­νι­κών το­μέ­ων (οι «ει­δι­κοί»), τα συ­στή­μα­τα, «οι άν­θρω­ποι της αγο­ράς» και της «διοί­κη­σης» έρ­χο­νται σε επι­κοι­νω­νία με το «κόμμα», τον «φορέα» της αξιωματικής αντι­πο­λί­τευ­σης και της αυ­ρια­νής κυ­βέρ­νη­σης. Αυτό είναι ανα­πό­φευ­κτο. Σε ποιο ορ­γα­νω­τι­κό πλαί­σιο συμ­βαί­νει αυτό; Ανά­λο­γα με την απά­ντη­ση θα δοθεί και το πε­ριε­χό­με­νο στην έν­νοια της δη­μο­κρα­τί­ας καθώς και της αρι­στε­ράς.
Η συ­ντό­μευ­ση και συ­μπύ­κνω­ση του ιστο­ρι­κού χρό­νου, ακρι­βώς λόγω των συστημικών αδιε­ξό­δων της κρί­σης, κα­θι­στά αυτή τη δια­δι­κα­σία, της από­το­μης αλλαγής του ει­δι­κού βά­ρους και της ση­μα­σί­ας του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ στο πο­λι­τι­κό και κοι­νω­νι­κό γίγνε­σθαι, βίαιη και συ­γκρου­σια­κή.
Η πο­λι­τι­κή κα­τεύ­θυν­ση δια­μορ­φώ­νει τους όρους του μα­ζι­κού ακρο­α­τη­ρί­ου και η κομ­μα­τι­κή συ­γκρό­τη­ση κα­θο­ρί­ζει τον βαθμό και την δυ­να­τό­τη­τα διεκ­δί­κη­σης και υλο­ποί­η­σης της πο­λι­τι­κής κα­τεύ­θυν­σης από την τα­ξι­κή και αρι­στε­ρή σκο­πιά.
Οι ορ­γα­νω­τι­κές επι­λο­γές που θα γί­νουν σ’ αυτό το χρο­νι­κό διά­στη­μα απο­τε­λούν πεδίο και πτυχή της πο­λι­τι­κής αντι­πα­ρά­θε­σης για την πο­λι­τι­κή γραμ­μή της ρήξης ή της ανα­δί­πλω­σης σε πρώτο χρόνο. Ως εκ τού­του οι επι­λο­γές που απο­σκο­πούν στη στή­ρι­ξη της ρι­ζο­σπα­στι­κής αρι­στε­ρής γραμ­μής αφο­ρούν στην ενί­σχυ­ση, όχι γε­νι­κώς των θε­σμι­κών ρυθ­μί­σε­ων του «νέου» μα­ζι­κού φορέα και της φυ­σιο­γνω­μί­ας του, αλλά συ­γκε­κρι­μέ­να στην ενί­σχυ­ση του συ­σχε­τι­σμού των αρι­στε­ρών από­ψε­ων εντός του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ και της οι­κο­δό­μη­σής του «απ’ τα κάτω». Καθώς επί­σης και της υπε­ρί­σχυ­σης της πο­λι­τι­κής ένα­ντι του κιν­δύ­νου ανα­δί­πλω­σης δια της πλα­γί­ας και της διείσ­δυ­σης δια­χει­ρι­στι­κών κα­τευ­θύν­σε­ων μέσω της οδού της εξει­δί­κευ­σης και της τε­χνι­κής επε­ξερ­γα­σί­ας, υπό της πίεση της άμε­σης δια­κυ­βέρ­νη­σης. Π.χ. ρυθ­μί­σεις και απο­φά­σεις για την υπε­ρί­σχυ­ση των κομ­μα­τι­κών δια­δι­κα­σιών και απο­φά­σε­ων ένα­ντι της Κοινοβου­λευ­τι­κής Ομά­δας, για την υπε­ρί­σχυ­ση των συλ­λο­γι­κών δια­δι­κα­σιών ένα­ντι των ατο­μι­κών εκ­φω­νή­σε­ων των προ­βε­βλη­μέ­νων στα ΜΜΕ στε­λε­χών, για την αυτονο­μία της πο­λι­τι­κής από­φα­σης αλλά και την αυ­τε­νέρ­γεια και την ορ­γά­νω­ση της δρά­σης στο επί­πε­δο της ορ­γά­νω­σης βάσης κ.λ.π.
Η «κυ­βέρ­νη­ση της αρι­στε­ράς»
Η δεύ­τε­ρη πα­ρα­τή­ρη­ση αφορά στη ση­μα­σία του πε­ριε­χο­μέ­νου της «κυ­βέρ­νη­σης της αρι­στε­ράς». Η «κυ­βέρ­νη­ση της αρι­στε­ράς» δεν είναι «άλλη μια κυ­βέρ­νη­ση» που θα δια­χει­ρι­στεί με τον δικό της τρόπο το συ­νο­λι­κό αστι­κό οι­κο­δό­μη­μα. Γι αυτό εξάλ­λου δεν προ­κύ­πτει συχνά ένα τέ­τοιο εν­δε­χό­με­νο παρά σε συν­θή­κες πολύ βα­θιάς συστημικής κρί­σης όπως στις μέρες μας. Έχει να αντι­με­τω­πί­σει τις προ­κλή­σεις μιας ρήξης με το σύ­στη­μα πολύ πιο συ­νο­λι­κής από την αλ­λα­γή του υπουρ­γι­κού συμ­βου­λί­ου και της χρη­στής δια­χεί­ρι­σης της κυ­βερ­νη­τι­κής εξου­σί­ας. Οι πιέ­σεις που θα δε­χτεί και δέ­χε­ται ήδη από τη θέση της αξιω­μα­τι­κής αντι­πο­λί­τευ­σης αφο­ρούν στο εάν αυτές θα την οδη­γή­σουν σε  συμ­βι­βα­σμούς, υπό το κρά­τος βε­βαί­ως των εκ­βια­σμών του συστή­μα­τος, πριν την κα­θο­ρι­στι­κή μάχη, πριν δη­λα­δή δη­μιουρ­γη­θούν οι πο­λι­τι­κές και κοι­νω­νι­κές συν­θή­κες για την «κυ­βέρ­νη­ση της Αρι­στε­ράς», με τμή­μα­τα του αντιπά­λου (της ντό­πιας αστι­κής τάξης και των ευ­ρω­παϊ­κών και διε­θνών κέ­ντρων) ή θα βα­δί­σει προς τη ρήξη και την ανα­τρο­πή με ξε­κά­θα­ρο κρι­τή­ριο τη συ­γκέ­ντρω­ση της δύ­να­μής της (τα­ξι­κή και κοι­νω­νι­κή μο­νο­μέ­ρεια) ει­σερ­χό­με­νη στο πεδίο της άσκησης «με­τα­βα­τι­κής πο­λι­τι­κής»  όταν ο συ­σχε­τι­σμός της δύ­να­μης θα φα­νε­ρω­θεί στο ίδιο το πεδίο της αντι­πα­ρά­θε­σης.
Η δυ­να­τό­τη­τα μιας τέ­τοιας κυ­βέρ­νη­σης να προ­ω­θή­σει με απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα τα άμεσα συμ­φέ­ρο­ντα του κό­σμου της ερ­γα­σί­ας και της λαϊ­κής πλειο­ψη­φί­ας και να συγκρου­στεί με τους δα­νει­στές (ΕΕ, ΔΝΤ) και ταυ­τό­χρο­να με το ντό­πιο αστι­κό μπλοκ εξαρ­τά­ται κα­θο­ρι­στι­κά από το επί­πε­δο ορ­γά­νω­σης των ερ­γα­τι­κών και κοι­νω­νι­κών αντι­στά­σε­ων και από την σκο­πιά του πο­λι­τι­κού υπο­κει­μέ­νου της αρι­στε­ράς, από την άμεση και ενερ­γή συμ­με­το­χή της «βάσης» του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ στη δια­μόρ­φω­ση αλλά και στην υλο­ποί­η­ση της πο­λι­τι­κής του γραμ­μής.  
Με άλλα λόγια η πο­λι­τι­κή γραμ­μή και το πε­ριε­χό­με­νο της «κυ­βέρ­νη­σης της αριστεράς» δεν κρί­νε­ται μόνο στο επί­πε­δο της ηγε­σί­ας και της αυ­ρια­νής κυβέρνησης, αλλά και στο επί­πε­δο της κομ­μα­τι­κής βάσης και στα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά και τις δυ­να­τό­τη­τες που θα έχει το ζη­τού­με­νο «κόμμα», ο νέος μα­ζι­κός «φο­ρέ­ας».
Στην πε­ρί­πτω­ση του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, πέρα από την γε­νι­κή δια­πί­στω­ση για τη δια­λε­κτι­κή σχέση κομ­μα­τι­κής συ­γκρό­τη­σης και ηγε­σί­ας ή και κόμ­μα­τος και κυ­βέρ­νη­σης, αυτή η δυ­να­τό­τη­τα επα­λη­θεύ­ε­ται εντε­λώς συ­γκε­κρι­μέ­να καθώς σε πολ­λές πε­ρι­πτώ­σεις η κίνη­ση και η πρω­το­βου­λία της «βάσης» κα­θό­ρι­σε την αρι­στε­ρή και κι­νη­μα­τι­κή κατεύ­θυν­ση της γραμ­μής και της φυ­σιο­γνω­μί­ας του. Από τον Δε­κέμ­βρη τους 2008, στις μα­ζι­κές λαϊ­κές και ερ­γα­τι­κές κι­νη­το­ποι­ή­σεις ενά­ντια στα μνη­μό­νια, έως τις πολύ πρό­σφα­τες κι­νη­το­ποι­ή­σεις με τα πανό του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ στις πα­ρε­λά­σεις για την 28η Οκτώ­βρη.
Από τη σκο­πιά της κομ­μα­τι­κής συ­γκρό­τη­σης λοι­πόν, το ζή­τη­μα της κυ­βέρ­νη­σης της αρι­στε­ράς υπο­δει­κνύ­ει συ­γκε­κρι­μέ­νες κα­τευ­θύν­σεις και ενέρ­γειες για την στή­ρι­ξη και τον κα­θο­ρι­σμό της αρι­στε­ρής και ρι­ζο­σπα­στι­κής γραμ­μής: ορ­γά­νω­ση της συλλογι­κής πο­λι­τι­κής συ­ζή­τη­σης και δρά­σης, απο­φα­σι­στι­κή πρα­κτι­κή πα­ρέμ­βα­ση στο ζή­τη­μα των μελών του κόμ­μα­τος, δη­λα­δή ποιοι να είναι μέλη και ποιοι να μην είναι, στρα­το­λό­γη­ση στο πο­λι­τι­κό σχέ­διο και στο όραμα της ρήξης και της ανα­τρο­πής με σο­σια­λι­στι­κό ορί­ζο­ντα, απο­κλει­σμός των «πο­νη­ρών» που προ­σέρ­χο­νται με κριτήριο την κυ­βερ­νη­τι­κή προ­ο­πτι­κή, όχι μόνο στις το­πι­κές ορ­γα­νώ­σεις, αλλά και σε άλλα επί­πε­δα της κομ­μα­τι­κής συ­γκρό­τη­σης, όπως στα τμή­μα­τα και στις διά­φο­ρες επι­τρο­πές, ακύ­ρω­ση του πα­ρα­γο­ντι­σμού βου­λευ­τών και υπο­ψή­φιων βου­λευ­τών με όρους δια­χεί­ρι­σης, το­πι­κή δράση, δι­κτύ­ω­ση κι­νη­μά­των και χώρων, κα­θο­ρι­σμός της συν­δι­κα­λι­στι­κής γραμ­μής και πρα­κτι­κής «απ’ τα κάτω», οι­κο­δό­μη­ση μα­ζι­κών οργανώ­σε­ων βάσης σε ερ­γα­τι­κούς χώ­ρους, προ­ώ­θη­ση το­πι­κά και κλα­δι­κά πο­λι­τι­κών συμ­μα­χιών της αρι­στε­ράς και των κι­νη­μά­των, άμεση αντι­με­τώ­πι­ση του νε­ο­να­ζι­σμού, αλλά και της κρα­τι­κής και αστυ­νο­μι­κής αυ­θαι­ρε­σί­ας κ.λ.π.
Η δη­μο­κρα­τία  
Η τρίτη πα­ρα­τή­ρη­ση αφορά στην δη­μο­κρα­τία. Στη συ­ζή­τη­ση για το πο­λι­τι­κό υπο­κεί­με­νο της αρι­στε­ράς η έν­νοια της δη­μο­κρα­τί­ας βρί­σκε­ται στο κέ­ντρο. Ωστό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο από ποτέ είναι επεί­γου­σα η ανά­γκη νοη­μα­το­δό­τη­σης και συ­γκε­κρι­με­νο­ποί­η­σης του τι αντι­στοι­χεί στην έν­νοια της δη­μο­κρα­τί­ας, στα πλαί­σια των άμε­σων ανα­γκών του «ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ – μα­ζι­κό υπο­κεί­με­νο της ρι­ζο­σπα­στι­κής αρι­στε­ράς» και πι­θα­νή «κυ­βέρ­νη­ση της αρι­στε­ράς». 
Για το «κόμμα», τον «φορέα» της ρι­ζο­σπα­στι­κής αρι­στε­ράς το μέτρο και ο βαθ­μός της δη­μο­κρα­τί­ας αφορά στην εμπι­στο­σύ­νη στην κί­νη­ση και στην αυ­τε­νέρ­γεια των μαζών, του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος και των κι­νη­μά­των και στην εμπι­στο­σύ­νη στον στρα­τη­γι­κό στόχο του Σο­σια­λι­σμού. Η πάλη ενά­ντια στην «γρα­φειο­κρα­τία» είναι πάλη ενά­ντια στις αντι­λή­ψεις της «ανά­θε­σης» στους «ει­δι­κούς». Κάτι τέ­τοιο στη γε­νί­κευ­σή του σή­με­ρα ση­μαί­νει πάλη ενά­ντια στις αυ­τα­πά­τες για τις πραγ­μα­τι­κές δυ­να­τό­τη­τες ρήξης και ανα­τρο­πής απο­κλει­στι­κά εντός των «θε­σμι­κών» - κοι­νο­βου­λευ­τι­κών πλαι­σί­ων μιας (αστι­κής) δη­μο­κρα­τί­ας που ήδη «δια­στέλ­λε­ται» κα­θη­με­ρι­νά  προς όφε­λος της κυ­ρί­αρ­χης τάξης, των δα­νει­στών και των πο­λι­τι­κών τους εκ­προ­σώ­πων, διο­λι­σθαί­νο­ντας προς ένα αυ­ταρ­χι­κό, αστυ­νο­μι­κό κρά­τος. Δείγ­μα­τα για τη λει­τουρ­γία των κα­τα­σταλ­τι­κών μη­χα­νι­σμών και με­θό­δων, αλλά και της δήθεν «ανε­ξαρ­τη­σί­ας» των εξου­σιών βλέ­που­με κα­θη­με­ρι­νά. Για τους «φρου­ρούς» της αστι­κής νο­μι­μό­τη­τας η τα­ξι­κή μο­νο­μέ­ρεια είναι αυ­το­νό­η­το κα­θή­κον το οποίο υπη­ρε­τούν χωρίς ανα­στο­λές και χωρίς προ­σχή­μα­τα.
Αυτή η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ως συ­ζή­τη­ση για την αντι­με­τώ­πι­ση των φαι­νο­μέ­νων, αλλά και ως αντα­νά­κλα­ση των πιέ­σε­ων στην δη­μό­σια συ­ζή­τη­ση που κα­θο­δη­γεί το σύ­στη­μα μέσω των ΜΜΕ, αντα­να­κλά­ται και μέσα στο κόμμα. Η τα­ξι­κή, πο­λι­τι­κή και ιδε­ο­λο­γι­κή πάλη δεν στα­μα­τά έξω από το πο­λι­τι­κό υπο­κεί­με­νο της αρι­στε­ράς, πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο όταν αυτό βρί­σκε­ται προ των πυλών της κυ­βερ­νη­τι­κής εξου­σί­ας.
Το μα­ζι­κό «κόμμα, ο «φο­ρέ­ας» της ρι­ζο­σπα­στι­κής αρι­στε­ράς ασφα­λώς δεν μπο­ρεί  να βρε­θεί στην εσω­τε­ρι­κή του λει­τουρ­γία πίσω από την αστι­κή νοη­μα­το­δό­τη­ση της δη­μο­κρα­τί­ας η οποία συ­μπυ­κνώ­νε­ται στο δι­καί­ω­μα της «κα­θο­λι­κής ψήφου» και μετα­φρά­ζε­ται στα πλαί­σια της εσω­κομ­μα­τι­κής δια­δι­κα­σί­ας ως «ένα μέλος – μία ψήφος». Αυτό το δι­καί­ω­μα είναι αδια­πραγ­μά­τευ­το και δια­σφα­λί­ζε­ται. Ωστό­σο σήμερα βρι­σκό­μα­στε μπρο­στά σε ανά­γκες που ξε­περ­νούν κατά πολύ την αυ­το­νό­η­τη ρύθ­μι­ση.  Σε έναν «πο­λυ­τα­σι­κό φορέα» όπου επι­πλέ­ον των πα­ρα­δο­σια­κών ιδε­ο­λο­γι­κο­πο­λι­τι­κών τά­σε­ων και ρευ­μά­των της ιστο­ρι­κής αρι­στε­ράς προ­στί­θε­νται οι «τάσεις» του «ρε­α­λι­σμού» της αγο­ράς και εν γένει του αστι­κού προ­τύ­που «ανά­θε­σης – εκ­προ­σώ­πη­σης – δια­χεί­ρι­σης» ως λο­γι­κή και ανα­πό­φευ­κτη συ­νέ­πεια της με­γέ­θυν­σης του εκλο­γι­κού ακρο­α­τη­ρί­ου, ανα­φύ­ε­ται ένα νέο επί­δι­κο: πρέ­πει να ενι­σχυ­θεί ή να πε­ριο­ρι­στεί η δυ­να­τό­τη­τα της εσω­τε­ρι­κής αντι­πα­ρά­θε­σης και κρι­τι­κής για την πο­λι­τι­κή γραμ­μή και την φυ­σιο­γνω­μία (ιδέες) του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ και μά­λι­στα δη­μό­σια;
Οι πιο επα­να­στα­τι­κές πα­ρα­δό­σεις και ιστο­ρι­κές στιγ­μές όλων των ρευ­μά­των της αριστε­ράς έχουν απα­ντή­σει χωρίς πε­ρι­στρο­φές: όχι απλά επι­τρέ­πε­ται αλλά επιβάλλε­ται! Έτσι απο­κτά νόημα η δη­μο­κρα­τία και η πο­λυ­τα­σι­κό­τη­τα, όταν η συζήτη­ση για την στρα­τη­γι­κή και τις πο­λι­τι­κές επι­λο­γές προς όφε­λος του κό­σμου της ερ­γα­σί­ας και της κοι­νω­νι­κής πλειο­ψη­φί­ας γί­νε­ται ανοι­χτά και δη­μό­σια, ακρι­βώς για να δια­μορ­φώ­νει τους όρους της συμ­με­το­χής του ίδιου του λαού στην πο­λι­τι­κή συζήτη­ση και δράση και να ανα­τρέ­πει συ­στη­μα­τι­κά το κυ­ρί­αρ­χο αστι­κό μο­ντέ­λο της «ανά­θε­σης», συ­γκρο­τώ­ντας το «κόμμα», τον «φορέα» και εκ­παι­δεύ­ο­ντας τα μέλη του σε όλα τα επί­πε­δα ως πο­λι­τι­κό ερ­γα­λείο με ιδε­ο­λο­γι­κό και τα­ξι­κό πρό­ση­μο.
Ένα επό­με­νο ζή­τη­μα που σχε­τί­ζε­ται με την δη­μο­κρα­τι­κή λει­τουρ­γία και έχει απα­σχο­λή­σει από το πα­ρελ­θόν τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ είναι αυτό της συμ­με­το­χής των συ­νι­στω­σών του στα όρ­γα­να «εξ οφί­τσιο», με πο­σό­στω­ση.  Στο πα­ρελ­θόν αυτή η συ­ζή­τη­ση είχε ανοίξει κυ­ρί­ως ως έκ­φρα­ση και απαί­τη­ση των μη ενταγ­μέ­νων σε συ­νι­στώ­σες «συριζαί­ων» που διεκ­δι­κού­σαν, και σωστά, την κα­θιέ­ρω­ση της ιδιό­τη­τας του μέ­λους με δι­καιώ­μα­τα και υπο­χρε­ώ­σεις και την λει­τουρ­γία του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ στη βάση «ένα μέλος – μία ψήφος». Σή­με­ρα η συ­ζή­τη­ση αυτή επα­νέρ­χε­ται, πλην όμως όχι πια «απ’ τα κάτω» αλλά, καθώς φαί­νε­ται, με πο­λι­τι­κή σκο­πι­μό­τη­τα και εκ του πο­νη­ρού! Ασφαλώς ο στό­χος είναι και πρέ­πει να είναι το ενιαίο «κόμμα», «φο­ρέ­ας» ή «πο­λι­τι­κό υπο­κεί­με­νο» με αντί­στοι­χα ενιαίο τρόπο λει­τουρ­γί­ας και κα­νό­νες για όλους/ες. Ωστό­σο εδώ χρειάζο­νται κά­ποιες διευ­κρι­νή­σεις αλλά και το ανα­γκαίο πο­λι­τι­κό και ιδε­ο­λο­γι­κό περιε­χό­με­νο της συ­ζή­τη­σης από αρι­στε­ρή και τα­ξι­κή σκο­πιά. 
Ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ είναι ένα σχήμα με πλή­θος «συ­νι­στω­σών» και «τά­σε­ων» που όψιμα, ως ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ – ΕΚΜ αυ­ξή­θη­καν πε­ρισ­σό­τε­ρο. Ανά­με­σα σ’ αυτές υπάρ­χουν ορ­γα­νώ­σεις και συλ­λο­γι­κό­τη­τες ιδε­ο­λο­γι­κής ενό­τη­τας, όπως οι πε­ρισ­σό­τε­ρες ιδρυ­τι­κές συνιστώσες του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, αλλά και πο­λι­τι­κής ενό­τη­τας όπως είναι ο Συ­να­σπι­σμός. Σ’ έναν ευ­ρύ­τε­ρο σχη­μα­τι­σμό πο­λι­τι­κής ενό­τη­τας όπως είναι ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, η πρώτη συνιστώ­σα που πρέ­πει να δώσει απά­ντη­ση στο ζή­τη­μα της «αυ­το­διά­λυ­σης» των συ­νι­στω­σών είναι ο ίδιος ο Συ­να­σπι­σμός, ώστε ν’ ανοί­ξει ο δρό­μος για τη συ­γκρό­τη­ση ευ­ρύ­τε­ρων «ορι­ζό­ντιων» ιδε­λο­γι­κο­πο­λι­τι­κών τά­σε­ων και συ­σχε­τι­σμών. Ωστό­σο ακόμη και τότε το ερώ­τη­μα της αυ­το­νο­μί­ας «χώρων» ιδε­ο­λο­γι­κής ενό­τη­τας παραμένει ανοι­χτό προς συ­ζή­τη­ση. Στην πα­ρού­σα φάση ωρί­μαν­σης της δια­δι­κα­σί­ας και λαμ­βά­νο­ντας υπόψη τον πα­ρά­γο­ντα «χρόνο» η ρύθ­μι­ση για τη δυ­να­τό­τη­τα «διπλής έντα­ξης» στον μα­ζι­κό «φορέα» και σε συ­νι­στώ­σα αντι­στοι­χεί στην πραγματι­κό­τη­τα.
Έτσι λοι­πόν είναι του­λά­χι­στον αντι­φα­τι­κό και πο­λι­τι­κά υπο­κρι­τι­κό η Ενω­τι­κή Κίνηση (Κου­ρου­πλής, Μη­τρό­που­λος κ.α.) η οποία πολύ πρό­σφα­τα ορ­γά­νω­σε δη­μό­σια εκδήλω­ση χρη­σι­μο­ποιώ­ντας αυ­θαί­ρε­τα τον τίτλο ΕΚΜ -  λες και ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ – ΕΚΜ είναι άθροι­σμα του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ και της συ­γκε­κρι­μέ­νης ομά­δας - να δη­λώ­νει πως δεν συγκρο­τεί συ­νι­στώ­σα και να ομνύ­ει υπέρ «δη­μο­κρα­τί­ας» και αυ­το­διά­λυ­σης των συνι­στω­σών.
Τέλος δεν είναι δυ­να­τόν όλη αυτή η φι­λο­λο­γία, εντε­λώς απο­γυ­μνω­μέ­νη από τα πολιτι­κά πε­ριε­χό­με­νά της, να ανα­πα­ρά­γε­ται άμεσα ή έμ­με­σα απ’ όσα στε­λέ­χη έχουν τη δυ­να­τό­τη­τα της δη­μό­σιας και μα­ζι­κής εκ­φώ­νη­σης στα οποία δεν πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται κατά κα­νό­να εκ­πρό­σω­ποι των «εγκα­λού­με­νων» συ­νι­στω­σών.
Η απά­ντη­ση σ’ αυτό το «κου­βά­ρι» προ­κύ­πτει αβί­α­στα μόλις δώ­σου­με πο­λι­τι­κό περιεχό­με­νο στη συ­ζή­τη­ση. Η πλειο­ψη­φία των ιδρυ­τι­κών συ­νι­στω­σών του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ απο­τε­λεί­ται από ορ­γα­νώ­σεις - φο­ρείς ιστο­ρι­κών ρευ­μά­των της αρι­στε­ράς, αφε­νός μικρές σε μέ­γε­θος για λό­γους κυ­ρί­ως ιστο­ρι­κούς, αφε­τέ­ρου το­πο­θε­τη­μέ­νες σχε­δόν μό­νι­μα στην αρι­στε­ρή, ρι­ζο­σπα­στι­κή πλευ­ρά  του σχη­μα­τι­σμού. Η συ­ζή­τη­ση για τη λει­τουρ­γία του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, στο επί­πε­δο των συ­νι­στω­σών και των τά­σε­ών του αφορά, στην ουσία, την πο­λι­τι­κή και ιδε­ο­λο­γι­κή του φυ­σιο­γνω­μία και δεν απα­ντιέ­ται με τα αστι­κά πρό­τυ­πα περί δη­μο­κρα­τί­ας, αλλά αντί­θε­τα απο­τε­λεί δια­δι­κα­σία πο­λι­τι­κής και ιδε­ο­λο­γι­κής αντι­πα­ρά­θε­σης και σύν­θε­σης στο πεδίο της τα­ξι­κής και πο­λι­τι­κή πάλης στην ίδια την κοι­νω­νία. Απ’ αυτή τη σκο­πιά οι πιο ση­μα­ντι­κές προ­ϋ­πο­θέ­σεις πραγματι­κής δη­μο­κρα­τι­κής συ­γκρό­τη­σης αφο­ρούν στην εξα­σφά­λι­ση της ισό­τι­μης προ­βο­λής όλων των από­ψε­ων σε βάση πο­λι­τι­κή και ιδε­ο­λο­γι­κή και όχι σε βάση «προσω­πι­κή – πα­ρα­γο­ντί­στι­κη» και της δυ­να­τό­τη­τας συ­γκρό­τη­σης συ­σχε­τι­σμών από την «βάση» μέχρι την ηγε­σία με όρους συλ­λο­γι­κής και δη­μό­σιας συ­ζή­τη­σης και αντι­πα­ρά­θε­σης. 
Συ­μπέ­ρα­σμα
Με βάση τις πα­ρα­πά­νω πα­ρα­τη­ρή­σεις σή­με­ρα πρέ­πει να πα­λέ­ψου­με για τη συγκρότη­ση κομ­μα­τι­κής λει­τουρ­γί­ας η οποία να δη­μιουρ­γεί όρους μα­ζι­κής συμ­με­το­χής και στρά­τευ­σης και να ορ­γα­νώ­νει τη συλ­λο­γι­κή πο­λι­τι­κή και ιδε­ο­λο­γι­κή συ­ζή­τη­ση ανα­ζω­πυ­ρώ­νο­ντας το απε­λευ­θε­ρω­τι­κό, αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κό όραμα του Σοσιαλισμού. Να αντι­πα­ρα­βά­λει τα πρό­τυ­πα της συλ­λο­γι­κό­τη­τας και της ου­σια­στι­κής δη­μο­κρα­τί­ας με όρους τα­ξι­κού κρι­τη­ρί­ου και συλ­λο­γι­κής συ­ζή­τη­σης, από­φα­σης και δρά­σης «απ’ τα κάτω» απέ­να­ντι στα αστι­κά πρό­τυ­πα των αρ­χη­γών, των «ειδικών», των πα­ρα­γό­ντων, των πε­λα­τεια­κών σχέ­σε­ων, της δη­μο­φι­λί­ας και της ανάθε­σης. Να προ­ε­τοι­μά­ζει τη μόνη πραγ­μα­τι­κή δύ­να­μη που μπο­ρεί να στη­ρί­ξει ρήξεις και ανα­τρο­πές, τη σύ­γκρου­ση με το αστι­κό μπλοκ και τον φα­σι­σμό, αυτή του κό­σμου της ερ­γα­σί­ας και της λαϊ­κής πλειο­ψη­φί­ας, στη­ρί­ζο­ντας σή­με­ρα την «αξιω­μα­τι­κή αντι­πο­λί­τευ­ση» και αύριο την «κυ­βέρ­νη­ση της αρι­στε­ράς» στις δύ­σκο­λες μάχες που πρέ­πει να δώσει,  προ­φυ­λάσ­σο­ντάς την ταυ­τό­χρο­να απ’ τη διο­λί­σθη­ση στην προσαρ­μο­γή και την εν­σω­μά­τω­ση.
*μέλος της Γραμ­μα­τεί­ας του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ

 

ΚΕΙΜΕΝΟ ΣΥΜΒΟΛΗΣ ΤΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟΥ ΣΤΗ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ - ΕΚΜ

ΓΙΑ ΤΗ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΗΣ ΡΗΞΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ
15 ΣΗΜΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΜΑΣ ΣΧΕΔΙΟ, ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ,
ΤΙΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ, ΤΟ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟ
ΚΑΙ ΤΙΣ ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ ΕΝΙΑΙΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ
ΤΗΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ
Η διπλή εκλογική αναμέτρηση της 6ης Μάη και της 17ης Ιούνη συνιστά ένα πολιτικό ορόσημο όχι μόνο για την Αριστερά, αλλά και για το κίνημα αντίστασης στα μνημόνια: Το πολιτικό στοιχείο, που κατακτήθηκε από το κίνημα ήδη από την εποχή του «κινήματος των πλατειών» («να μην περάσει το Μεσοπρόθεσμο», «να φύγουν»), στις εκλογές μετασχηματίστηκε από άρνηση σε θέση: κυβέρνηση της Αριστεράς! Στη βαθιά πολιτική ζύμωση που συνόδευσε τις δύο εκλογικές αναμετρήσεις, το πολιτικό και δημοσιογραφικό προσωπικό του συστήματος πίεσε ασφυκτικά τον ΣΥΡΙΖΑ πάνω στα κεντρικά ερωτήματα για το χρέος, τις τράπεζες, το ευρώ κ.λπ., ελπίζοντας να «αποκαλύψει» την έλλειψη θέσεων ή την έλλειψη συνοχής στις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ, ελπίζοντας α κόμη να δημιουργήσει ρωγμές στις γραμμές του εκμαιεύοντας διαφορετικές ή και αντιφατικές απαντήσεις, ελπίζοντας -τέλος- να τρομοκρατήσει ένα τμήμα των ψηφοφόρων με την εικόνα ενός ΣΥΡΙΖΑ που δεν έχει θέσεις και αυτοσχεδιάζει σε κεντρικά ζητήματα. Ταυτόχρονα, το μεγάλο εργατικό-λαϊκό ρεύμα που προσανατολίστηκε στον ΣΥΡΙΖΑ έθετε τα δικά του «αμείλικτα» ερωτήματα: για τις προγραμματικές θέσεις, το πολιτικό σχέδιο, το «plan B» κ.λπ., ζητώντας να πεισθεί ότι υπάρχει στιβαρό πολιτικό σχέδιο αλλά και πολιτική βούληση και ανάληψη πολιτικής ευθύνης για τη διαφαινόμενη μετωπική σύγκρουση με το σύστημα.
Έκτοτε, το αυτονόητο αίτημα αλλά και η ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ είναι να αποσαφηνίσει το πολιτικό του σχέδιο και να γίνει δεσμευτικά συγκεκριμένος, τόσο για το πώς θα φτάσει στην επίτευξη του πολιτικού στόχου («κυβέρνηση της Αριστεράς») όσο και για το ποιο πρόγραμμα και ποιο πολιτικό σχέδιο θα υλοποιήσει την «επόμενη μέρα».
Το αίτημα δεσμευτικής συγκεκριμενοποίησης του πολιτικού σχεδίου και του προγράμματος, λοιπόν, απορρέει από μια τριπλή ανάγκη:
Πρώτο, για να είμαστε αποτελεσματικοί στην πάλη ενάντια στους πολιτικούς, δημοσιογράφους και ιδεολόγους του συστήματος.
Δεύτερο, για να μπορούμε να εμπνεύσουμε και να κερδίσουμε στην προοπτική της κυβέρνησης της Αριστεράς την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, τον κόσμο της Αριστεράς και των κοινωνικών αντιστάσεων, πείθοντάς τους ότι υπάρχει και πολιτική βούληση και πολιτικό σχέδιο.
Τρίτο, για να έχει ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ ως πολιτικό υποκείμενο αποσαφηνίσει τι θα κάνει την «επόμενη μέρα» στα θεμελιώδη ζητήματα, αλλά και με ποια κριτήρια και κατευθύνσεις θα αντιμετωπίσει τα ζητήματα που θα ανακύψουν και που δεν μπορούν να προβλεφθούν.
Στις ανάγκες αυτές λογοδοτεί το κείμενο εργασίας «Διακήρυξη του ΣΥΡΙΖΑ», που είναι προϊόν πλούσιων και έντονων συζητήσεων, συγκλίσεων αλλά και διαφωνιών, επιμέρους και κεντρικών, στη Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ και είναι ήδη στα χέρια των σ. του ΣΥΡΙΖΑ. Μαζί με άλλες συμβολές, ατομικές και συλλογικές, αποτελεί το εισηγητικό υλικό για τη συζήτηση που θα γίνει στις οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ και στην ίδια τη Συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ στις αρχές Δεκεμβρίου αλλά και ύστερα απ’ αυτήν. Με το κείμενο αυτό, το ΚΟΚΚΙΝΟ καταθέτει τη δική του συμβολή στο διάλογο για τις ιδεολογικές, πολιτικές, προγραμματικές και οργανωτικές αρχές του ΣΥΡΙΖΑ-κόμματος της Ριζοσπαστικής Αριστεράς.
1. Η καπιταλιστική κρίση είναι δομική, δεν υπάρχουν ενδιάμεσες λύσεις: είτε έξοδος από την κρίση του καπιταλισμού με συντριβή της εργατικής τάξης και της Αριστεράς είτε μεταβατικό πολιτικό σχέδιο ρήξης με το σύστημα και σοσιαλισμός
Πέντε χρόνια ύστερα από το ξέσπασμα της κρίσης, με το «κραχ» στα παράγωγα προϊόντα με βάση τα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια στις ΗΠΑ, η καπιταλιστική κρίση όχι μόνο δεν έχει ξεπεραστεί αλλά βαθαίνει διαρκώς, αγκαλιάζοντας συνεχώς νέες περιοχές και λειτουργίες του παγκόσμιου συστήματος. Είναι μια ιστορικών διαστάσεων, δομική κρίση, μια κρίση υπερσυσσώρευσης. Το ιδιαίτερο στοιχείο της δημοσιονομικής κρίσης, της οξείας κρίσης χρέους σε όλο τον αναπτυγμένο κόσμο και ιδιαίτερα στην Ευρωζώνη, επιδεινώνει την κρίση υπερσυσσώρευσης, περιπλέκει και επιδεινώνει τα χαρακτηριστικά της κρίσης συνολικά και υπογραμμίζει τις ιστορικές της διαστάσεις. Το ενιαίο νόμισμα στην Ευρωζώνη, στο πλαίσιο της κρίσης υπερσυσσώρευσης και της οξείας κρίσης χρέους, μετατρέπει την Ευρώπη σε επίκεντρο της κρίσης.
Οι επιλογές του κεφαλαίου απέναντι στην κρίση είναι σαφείς: ο προ της κρίσης νεοφιλελευθερισμός, μέσα στην κρίση μετατρέπεται αναπόδραστα σε ακραίο νεοφιλελευθερισμό που αποσκοπεί να καταργήσει τη μεταπολεμική «παρένθεση» του κοινωνικού κράτους και των εργατικών κατακτήσεων και να μας γυρίσει έναν αιώνα πίσω. Η επιλογή αυτή του συστήματος δεν είναι προϊόν «νεοφιλελεύθερου δογματισμού» ή «ιδεολογικής τύφλωσης», αλλά υποχρεωτική διαδρομή για το κεφάλαιο, ακριβώς λόγω των καταναγκασμών της κρίσης. Δεν θα αλλάξει αν δεν ηττηθεί στη σκληρή ταξική αντιπαράθεση με τις δυνάμεις της εργασίας και την Αριστερά.
Γι’ αυτό, η κρίση και η διαχείρισή της διαμορφώνουν το πλαίσιο για μια σκληρή και αμείλικτη ταξική αντιπαράθεση, με επίκεντρο τις χώρες-αδύναμους κρίκους αυτής της κρίσης και πρώτη μεταξύ αυτών την Ελλάδα. Ο ιστορικός χαρακτήρας της κρίσης και η οξύτητά της δεν αφήνουν χώρο για ενδιάμεσες στρατηγικές, πολιτικά σχέδια και προτάσεις. Ο «τρίτος δρόμος» της σοσιαλδημοκρατίας, που είχε αποδειχτεί ήδη πριν την κρίση ο δρόμος της σοσιαλφιλελεύθερης προσαρμογής στο νεοφιλελευθερισμό, τώρα μετατρέπεται σε πολιτικές έκτακτης ανάγκης για το κεφάλαιο – το ΠΑΣΟΚ, αλλά και η ΔΗΜΑΡ, είναι το χαρακτηριστικό παράδειγμα. Επομένως, στο πλαίσιο που διαμορφώνει η κρίση, οι ιστορικές δυνατότητες που ανοίγονται μπροστά στις κοινωνίες του αναπτυγμένου καπιταλισμού είναι δύο: είτε έξοδος από την κρίση του καπιταλισμού με συντριβή της εργατικής τάξης και της Αριστεράς και επιστροφή σε συνθήκες καπιταλιστικής εκμετάλλευσης του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα είτε έξοδος από τον καπιταλισμό σε κρίση και σοσιαλισμός!
Υπ’ αυτούς τους όρους, ο σοσιαλισμός δεν είναι ένα ιδεώδες για το ομιχλώδες μέλλον αλλά το μόνο ρεαλιστικό σχέδιο «έκτακτης ανάγκης» για τη Ριζοσπαστική Αριστερά μέσα στην κρίση. Στην Ελλάδα, το «προκεχωρημένο φυλάκιο» της κρίσης και διεθνές «πειραματόζωο» των πολιτικών του κεφαλαίου, οι «ενδιάμεσοι» δρόμοι έχουν καταρρεύσει με πάταγο όπως αποδεικνύει η πολιτική κατάντια της ΔΗΜΑΡ και του ΠΑΣΟΚ. Ο ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή η Ριζοσπαστική Αριστερά της ρήξης, βρέθηκε στην «άλλη όχθη» ακριβώς γιατί εκεί τον έταξε η ταξική πόλωση, η αμείλικτη ταξική σύγκρουση, η επιλογή του συστήματος να διαχειριστεί την κρίση με μετωπική επίθεση στα ιστορικά δικαιώματα και τις κατακτήσεις του κόσμου της εργασίας. Η μόνη επιλογή που έχει ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι να παραμείνει με συνέπεια σε αυτή την «όχθη» - οποιαδήποτε προσπάθεια μετακίνησης σε κάποιο «ενδιάμεσο τόπο» θα είναι λαθεμένη, μάταιη και καταστροφική.
2. Το πολιτικό μας σχέδιο: ρήξη με το μνημόνιο και το σύστημα. Απέναντι στις πολιτικές «έκτακτης ανάγκης» του κεφαλαίου, οι δικές μας πολιτικές «έκτακτης ανάγκης» για τον κόσμο της εργασίας
Οι κυβερνήσεις του μνημονίου επικαλούνται την «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» για να νομιμοποιήσουν τις αντεργατικές και αντικοινωνικές πολιτικές τους. Παρουσιάζουν την κρίση σαν «φυσικό φαινόμενο» εξαιτίας του οποίου υποφέρει «όλη η κοινωνία», εξαιτίας του οποίου κινδυνεύει η «οικονομία», από το οποίο θα σωθούμε με «κοινή εθνική προσπάθεια» και υπομένοντας τις «αναγκαίες θυσίες». Πίσω από αυτές τις υποτιθέμενες ουδέτερες εκφράσεις, στην πραγματικότητα ασκούν σκληρές ταξικές πολιτικές: τα μνημόνιά τους και τα σχέδια «σωτηρίας» αποσκοπούν στη σωτηρία των κερδών τους και του συστήματός τους, στην εφαρμογή ενός «επιτυχημένου» υποδείγματος ακραίας λιτότητας που θα δικαιώνει αυτές τις πολιτικές σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.
Δυόμισι μόλις χρόνια ύστερα από την ψήφιση του πρώτου μνημονίου το Μάιο του 2010, στην ελληνική κοινωνία έχουν δημιουργηθεί συνθήκες κοινωνικής κατάρρευσης, με τρομακτική επέκταση της ανεργίας και της φτώχειας και ιστορικά πρωτοφανή επιδείνωση όλων των δεικτών της κοινωνικής εξαθλίωσης: δεκάδες χιλιάδες άστεγοι, θεαματική αύξηση του ποσοστού των μακροχρόνια άνεργων, ανεργία που προσεγγίζει το 50% στη νεολαία, κατακόρυφη αύξηση των κρουσμάτων αυτοκτονιών, όπως και των ψυχασθενειών, «υπαρξιακά» προβλήματα για τις πιο αδύναμες ομάδες του πληθυσμού (συνταξιούχοι, ασθενείς που έχουν ανάγκη από ακριβά φάρμακα, ΑΜΕΑ, μονογονεϊκές οικογένειες, άτομα με ψυχικές ασθένειες, οροθετικοί κ.λπ.). Δίπλα στα εργατικά και λαϊκά στρώματα που βιώνουν μια καταστροφή, οι μετανάστες εργαζόμενοι και οι οικογένειές τους βιώνουν μια κόλαση: κυνηγημένοι, χωρίς χαρτιά, έρμαια των εργοδοτών, κοινωνικά αποκλεισμένοι, συχνά ζώντας σε ζωώδεις συνθήκες, και επιπλέον θύματα του ρατσισμού, των επιχειρήσεων «σκούπα» της αστυνομίας και της δολοφονικής βίας των φασιστών της Χρυσής Αυγής.
Επιλέγοντας να συγκρουστούμε με αυτές τις πολιτικές, να ανατρέψουμε αυτό το υπόδειγμα, να χαλάσουμε τα σχέδια των ντόπιων και ξένων καπιταλιστών, γνωρίζουμε ότι θα έρθουμε σε αναπόφευκτη σύγκρουση με το εγχώριο και διεθνές σύστημα. Η προεκλογική εμπειρία, όταν όχι μόνο το εγχώριο αλλά και το ευρωπαϊκό και παγκόσμιο σύστημα είχε στοχοποιήσει με πρωτοφανή τρόπο τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν αφήνει καμία αμφιβολία: ύστερα από μια νίκη της Αριστεράς, μια κυβέρνηση της Αριστεράς θα αναγκαστεί να κυβερνήσει σε «πολεμικές συνθήκες», να διαχειριστεί με το δικό της τρόπο μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης και κοινωνικής κατάρρευσης, να ασκήσει πολιτική με πλήρη ταξική ιδιοτέλεια υπέρ της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων, της νεολαίας, των μεταναστών.
Δεν πρέπει να υπάρχει καμία αυταπάτη: αν καταργήσουμε το μνημόνιο και τους εφαρμοστικούς νόμους και καταγγείλουμε τις δανειακές συμβάσεις, θα βρούμε απέναντί μας τους Έλληνες τραπεζίτες και βιομήχανους, τους μιντιάρχες, τους ντόπιους και ξένους τοκογλύφους, τους εκπροσώπους του διεθνούς κεφαλαίου και της νέας Ιερής Συμμαχίας των Βρυξελλών. Οι Έλληνες καπιταλιστές έχουν κάνει σαφείς τις διαθέσεις τους: όχι μόνο δεν έχουν διάθεση για «ιστορικούς συμβιβασμούς» αλλά απαιτούν όλο και πιο σκληρές ταξικές πολιτικές. Οι ξένοι τοκογλύφοι, το ευρωπαϊκό και διεθνές κεφάλαιο και τα αφεντικά των Βρυξελλών έχουν κάνει επίσης σαφείς τις δικές τους διαθέσεις: δεν πρόκειται να συμβιβαστούν -και μάλιστα να χρηματοδοτήσουν!- ένα ελληνικό υπόδειγμα ανατροπής της λιτότητας. Το ελληνικό και διεθνές κεφάλαιο δεν δείχνει καμία διάθεση να συμβιβαστεί ούτε καν με τις ξεθωριασμένες και αδιόρατες «κόκκινες γραμμές» της ΔΗΜΑΡ και του ΠΑΣΟΚ, άρα πολύ περισσότερο δεν θα συμβιβαστεί με μια κυβέρνηση της Αριστεράς που θα υλοποιεί ένα σχέδιο ανατροπής! Αν ένα σχέδιο συμβιβασμού με το σύστημα είναι ουτοπικό, ένα σχέδιο ρήξης και συμβιβασμού ταυτόχρονα (θα καταργήσουμε το μνημόνιο αλλά θα αναγκαστούν να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να χρηματοδοτήσουν ένα πρόγραμμα ανατροπής της λιτότητας) είναι ακόμη πιο ουτοπικό.
Η ρήξη είναι αναπόφευκτη, αλλά ρήξη χωρίς δημιουργία προϋποθέσεων για τη νίκη είναι τυχοδιωκτισμός: χρειαζόμαστε ένα νικηφόρο σχέδιο! Ένα τέτοιο σχέδιο πρέπει να ξεκινάει από τη θεμελιώδη εκτίμηση ότι κυβέρνηση της Αριστεράς και ανατροπή του μνημονίου οδηγούν σε μετωπική αντιπαράθεση με το σύστημα και σε κατάσταση «έκτακτης ανάγκης»: διακοπή της εξωτερικής χρηματοδότησης και άρα συνθήκες άμεσης εξίσωσης εσόδων και δαπανών του προϋπολογισμού με μείωση των δημόσιων εσόδων τουλάχιστον στο κρίσιμο πρώτο διάστημα, φυγή καταθέσεων και κεφαλαίων, προβλήματα στη χρηματοδότηση των εισαγωγών, προβλήματα στην εισαγωγή πετρελαίου και τροφίμων αλλά και στη διάθεση φαρμάκων, ανταρσία των εργοδοτών και των μιντιαρχών. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα υπάρξουν ούτε προϋποθέσεις ούτε χρόνος ούτε πόροι για εφαρμογή ενός αριστερού - φιλολαϊκού προγράμματος μεταρρυθμίσεων σε συνθήκες σχετικής ταξικής ισορροπίας με τους καπιταλιστές και την οικονομία της αγοράς. Το plan B (πολιτικές για έκτακτες συνθήκες) είναι στην πραγματικότητα plan A (δηλαδή το βασικό μας πλάνο), γιατί θα έχουμε να διαχειριστούμε ακριβώς έκτακτες συνθήκες.
Χρειαζόμαστε λοιπόν ένα σχέδιο που με ωμό ρεαλισμό και χωρίς αυταπάτες θα απαντάει στα προβλήματα της «επόμενης μέρας». Ένας τέτοιος «ρεαλισμός της ρήξης» οδηγεί αναπόφευκτα στην κλιμάκωση του αγώνα για την εξουσία συνολικά, με τη μαζική εθνικοποίηση τραπεζών, ΔΕΚΟ και στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων, δημόσιων υποδομών που έχουν ιδιωτικοποιηθεί, με τον έλεγχο των ροών κεφαλαίου και του εισαγωγικού και εξαγωγικού εμπορίου. Είναι λοιπόν αυτός ο ωμός ρεαλισμός της ρήξης που συνδέει άμεσα το πολιτικό μας σχέδιο που παραπέμπει άμεσα στην εκκίνηση μιας διαδικασίας μετάβασης στο σοσιαλισμό, ο οποίος έτσι παύει να είναι ένα ιδεώδες για το μακρινό μέλλον και γίνεται «λύση ανάγκης», η απόλυτα αναγκαία πυξίδα της πολιτικής μας στο σήμερα! Η κοινωνία δεν είναι ένα ουδέτερο σώμα αλλά ταξικά διχασμένη και οι κυβερνητικές πολιτικές δεν είναι ουδέτερες αλλά ταξικά ιδιοτελείς. Το πρόγραμμα που θα εφαρμόσει μια κυβέρνηση της Αριστεράς είτε θα ενεργοποιεί μια διαδικασία κοινωνικού μετασχηματισμού και θα δημιουργεί προϋποθέσεις για την κατάληψη της εξουσίας -αξιοποιώντας το κοινοβουλευτικό μετερίζι της κυβέρνησης της Αριστεράς- είτε θα διαχειριστεί το σύστημα. Ιδιαίτερα σε συνθήκες κατάστασης «έκτακτης ανάγκης» και δομικής καπιταλιστικής κρίσης, μέσος δρόμος δεν υπάρχει!
3. Δεν υπάρχει νικηφόρο πολιτικό σχέδιο ρήξης χωρίς ένα μαζικό ανατρεπτικό κίνημα, χωρίς κοινωνική γείωση, χωρίς μεταφορά του κέντρου βάρους στο μαζικό εξωκοινοβουλευτικό αγώνα
Αν η μία βασική προϋπόθεση ενός νικηφόρου πολιτικού σχεδίου είναι η Ριζοσπαστική Αριστερά της ρήξης, ο ΣΥΡΙΖΑ με πολιτική πυξίδα σταθερή σε αυτή την κατεύθυνση, η άλλη απόλυτη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη - συγκρότηση ενός μαζικού ανατρεπτικού κινήματος. Η μετωπική πολιτική πόλωση και ο ΣΥΡΙΖΑ του 27% θα ήταν αδιανόητα χωρίς την πλούσια κινηματική εμπειρία των 2,5 χρόνων αγώνων ενάντια στα μνημόνια: χωρίς τις πάνω από 15 γενικές απεργίες και τις αντίστοιχες μαζικές πορείες στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και όλη την Ελλάδα, χωρίς κορυφαίες-εξεγερτικές κορυφώσεις του αγώνα όπως η 5 Μάη του 2010, το «κίνημα των πλατειών», η 19-20 Οκτώβρη του 2011, η 12 Μάη του 2012, χωρίς εκατοντάδες μικρές και μεγάλες, τοπικές και κλαδικές απεργίες και διαδηλώσεις, χωρίς την τοπική αλλά γενικότερης σημασίας εξέγερση των κατοίκων της Κερατέας κ.λπ. Ο ΣΥΡΙΖΑ του 27% έδωσε πολιτική διέξοδο στο μαζικό λαϊκό ρεύμα που συγκροτήθηκε πάνω σε αυτές τις αγωνιστικές εμπειρίες και στις διαθέσεις μιας μαζικής κοινωνικής πρωτοπορίας η οποία διαμορφώνει μέσα από αντιφάσεις και συγχύσεις αγωνιστικά και ανατρεπτικά χαρακτηριστικά.
Αν το πολιτικό σχέδιο της ρήξης και της ανατροπής δεν θα έπαιρνε σάρκα και οστά χωρίς τη μαζική κίνηση απ’ τα κάτω, ακόμη περισσότερο η υλοποίηση ενός τέτοιου σχεδίου, με πρώτο βήμα την κυβέρνηση της Αριστεράς, έχει απόλυτη προϋπόθεση τη διεύρυνση, εμβάθυνση και κλιμάκωση του κινήματος αντίστασης. Για να εξασφαλιστεί αυτή η θεμελιώδης προϋπόθεση, θα πρέπει ο ΣΥΡΙΖΑ να πρωταγωνιστήσει στη συγκρότηση μαζικών κινημάτων αντίστασης, τόσο οργανώνοντας τις κεντρικές μάχες ενάντια στο μνημόνιο όσο και οργανώνοντας την αντίσταση τοπικά, περιφερειακά και σε κοινωνικούς χώρους, αλλά και στη συγκρότηση ενός μαζικού εργατικού κινήματος χειραφετημένου από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία.
Οι μαζικοί αγώνες απ’ τα κάτω, που θα ανατρέψουν τη μνημονιακή κυβέρνηση, είναι ο μόνος δρόμος να πετύχουμε το στόχο για κυβέρνηση της Αριστεράς αλλά και να εξασφαλίσουμε ότι η κυβέρνηση της Αριστεράς δεν θα ανατραπεί γρήγορα από τις συνδυασμένες επιθέσεις των δυνάμεων του συστήματος ούτε θα εγκλωβιστεί ή λοξοδρομήσει στην κατεύθυνση της διαχείρισης του συστήματος.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η χρησιμότητα του εργατικού κινήματος, του κινήματος αντίστασης γενικότερα, είναι απλώς να στηρίξει τους εκλογικούς μας σχεδιασμούς ή μια κυβέρνηση της Αριστεράς. Για τον ΣΥΡΙΖΑ η κυβέρνηση της Αριστεράς είναι το πρώτο βήμα στην πορεία για την κατάκτηση της εξουσίας από τους εργαζόμενους, ο πρώτος κρίκος μιας μεγάλης αλυσίδας μαχών για τον κοινωνικό μετασχηματισμό και το σοσιαλισμό. Σε αυτή την πορεία, ένα μαζικό - μαχητικό εργατικό κίνημα και τα μαζικά κινήματα αντίστασης δεν είναι μόνο προϋπόθεση ή στήριγμα για το πολιτικό μας σχέδιο, αλλά ο δρόμος μέσα από τον οποίο θα δημιουργηθούν τα όργανα της εξουσίας των εργαζομένων και των καταπιεσμένων, που θα προκύψουν μέσα από την ίδια τους την κίνηση, τις εμπειρίες του αγώνα αλλά και την πολιτική, προγραμματική και ιδεολογική παρέμβαση της Αριστεράς στο κίνημα.
Όλα αυτά θέτουν στον ΣΥΡΙΖΑ συγκεκριμένα καθήκοντα:
- Να οργανωθεί ο ίδιος με έμφαση στο από τα κάτω, στην παρέμβαση στο εργατικό κίνημα, στους μαζικούς κοινωνικούς χώρους, στις γειτονιές, στις κοινωνικές αντιστάσεις γενικότερα.
- Να πρωταγωνιστήσει -και όχι απλώς να στηρίζει- τις κοινωνικές αντιστάσεις. Να κρατήσει το κέντρο βάρους της παρέμβασής του στο μαζικό εξωκοινοβουλευτικό αγώνα, κοινωνικό και πολιτικό.
- Να διαχωρίσει τη θέση του από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, να φύγει από τα κοινά προεδρεία με την ΠΑΣΚΕ και ΔΑΚΕ στις δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις και να πρωταγωνιστήσει στον αγώνα για τη μεγάλη ανατροπή των συσχετισμών στο εργατικό κίνημα.
- Να δώσει ανοιχτά, χωρίς πρακτικές οργανωτικού ελέγχου και «καπελώματος» αλλά και χωρίς ενοχές, τη μάχη του πολιτικού προσανατολισμού στα κινήματα αντίστασης, για να κερδίσει τη μαζική τους πρωτοπορία σε μια μαχητική κατεύθυνση ρήξης και ανατροπής.
- Να ενισχύσει κάθε έμβρυο αυτο-οργάνωσης του εργατικού κινήματος αλλά και του κινήματος αντίστασης, στην προοπτική δημιουργίας των οργάνων εξουσίας των εργαζομένων και των καταπιεσμένων.
4. Το πρόγραμμά μας: πρόγραμμα ρήξης και μετάβασης
Όσον αφορά το πρόγραμμα, είναι απαραίτητες τρεις κρίσιμες κατευθύνσεις:
Πρώτο, το πρόγραμμά μας αποσκοπεί πάνω απ’ όλα στο να συγκροτήσει έναν κοινωνικό και πολιτικό «σχηματισμό μάχης» για την υλοποίηση του πολιτικού σχεδίου ρήξης και ανατροπής και δευτερευόντως στο να φτιάξει μια «ατζέντα διακυβέρνησης». Διότι ένα τέτοιο σχέδιο δεν μπορεί να υλοποιηθεί ούτε μόνο ούτε κυρίως με οικονομικά μέτρα που θα πάρει μια κυβέρνηση απ’ τα πάνω.
Δεύτερο, το κυβερνητικό πρόγραμμα δεν είναι η «ρεαλιστική άρνηση» του προγράμματος του κόμματος, δεν μετατρέπει τους στόχους του προγράμματος σε «στρατηγικούς στόχους» απωθώντας τους στο αόρατο μέλλον, αλλά υλοποιεί με συγκεκριμένα μέτρα και χρονική κλιμάκωση το πρόγραμμα του κόμματος.
Τρίτο, το κόμμα κυβερνάει και η κυβέρνηση υλοποιεί – η Ριζοσπαστική Αριστερά δεν θα επαναλάβει τη διαχειριστική εμπειρία της σοσιαλδημοκρατίας, που στο όνομα του «διαχωρισμού κόμματος και κράτους» από τη μια έκανε την κυβέρνηση όργανο προδοσίας του προγράμματος και των διακηρυγμένων στόχων του κόμματος και από την άλλη έκανε το κόμμα αδύναμο μηχανισμό υποτιθέμενου «ελέγχου» της κυβέρνησης.
Από το πολιτικό μας σχέδιο, λοιπόν, από τις ανάγκες ωμού ρεαλισμού για την «επόμενη μέρα» μιας κυβέρνησης της Αριστεράς, από την ανάγκη να ασκήσουμε τις δικές μας πολιτικές «έκτακτης ανάγκης» για λογαριασμό των εργαζόμενων, των ανέργων, των συνταξιούχων, των νέων κ.λπ., από τη θεμελιώδη προϋπόθεση της συγκρότησης μαζικού κινήματος ρήξης και ανατροπής, απορρέει άμεσα το πρόγραμμά μας:
α. Άμεση αναστολή (στάση) πληρωμών στους τοκογλύφους - διαγραφή του χρέους (με την εξαίρεση του χρέους προς τα ασφαλιστικά ταμεία). Είναι υποχρεωτική διαδρομή σε συνθήκες διακοπής της εξωτερικής χρηματοδότησης και αναγκαστικού ισοσκελισμού δημόσιων εσόδων και δημόσιων δαπανών. Είναι η μοναδική απάντηση της Ριζοσπαστικής Αριστεράς στο δίλημμα «στάση πληρωμών σε μισθούς, συντάξεις και κοινωνικό κράτος ή στάση πληρωμών στους τοκογλύφους».
Άνοιγμα των βιβλίων για τον έλεγχο όλου του φάσματος των κρατικών προμηθειών και δημόσιων δαπανών, των φορολογικών εσόδων και των υποθέσεων φοροδιαφυγής, των υποθέσεων ιδιωτικοποίησης δημόσιων επιχειρήσεων. Τιμωρία όλων των ενόχων για τη λεηλασία του δημόσιου χρήματος.
β. Εθνικοποίηση των τραπεζών, χωρίς αποζημίωση των μεγαλομετόχων και υπό κοινωνικό και εργατικό έλεγχο. Είναι απόλυτος όρος για την εφαρμογή του προγράμματός μας, αναγκαία για να αποφευχθεί η φυγή καταθέσεων και κεφαλαίων και είναι ρεαλιστική μόνο υπό τον όρο ότι θα γίνει χωρίς αποζημίωση των μεγαλομετόχων – αλλιώς θα μείνει στα χαρτιά.
Διαγραφή των δανείων των νοικοκυριών κάτω από ένα εισοδηματικό όριο - αναχρηματοδότηση με ευνοϊκούς όρους των δανείων των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (με κριτήρια τζίρου και με προϋπόθεση την πλήρη φορολογική και εργασιακή συμμόρφωση).
γ. Μαζική επανεθνικοποίηση ΔΕΚΟ ή πρώην κρατικών επιχειρήσεων σε στρατηγικούς τομείς της οικονομίας (υγεία, παιδεία, νερό, μεταφορές, ενέργεια, τηλεπικοινωνίες) χωρίς αποζημίωση των μεγαλομετόχων, υπό κοινωνικό και εργατικό έλεγχο. Χωρίς μαζικές εθνικοποιήσεις, με τις θεμελιώδεις υπηρεσίες να παράγονται και να προσφέρονται με όρους κερδοσκοπικούς, δεν μπορεί να εξασφαλιστεί η φτηνή και μαζική πρόσβαση σε αυτές τις υπηρεσίες για τα εργατικά και λαϊκά στρώματα. Χωρίς να θίξουμε την καπιταλιστική ιδιοκτησία δεν μπορούμε να κάνουμε συνεπή αριστερή πολιτική ούτε να ανοίξουμε το δρόμο για το σοσιαλισμό. Ένα τέτοιο σχέδιο μαζικών εθνικοποιήσεων είναι επίσης ρεαλιστικό μόνο αν γίνουν χωρίς αποζημίωση των μεγαλομετόχων.
δ. Για τα εργασιακά δικαιώματα των εργαζομένων και το χτύπημα της ανεργίας: Άμεση κατάργηση όλων των μορφών «ευέλικτης» ή «μαύρης εργασίας». 35ωρο – 7ωρο – 5νθήμερο. Νομοθεσία που θα διευκολύνει το πέρασμα των επιχειρήσεων που κλείνουν ή κάνουν μαζικές απολύσεις στην αυτοδιαχείριση των εργαζομένων. Μαζικό πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων για έργα φυσικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών υποδομών (σχολεία, νοσοκομεία, υποδομές, προστασία του περιβάλλοντος κ.λπ.).
Αυξήσεις στους μισθούς και τις συντάξεις. Επίδομα ανεργίας στο 80% του κατώτερου μισθού για όλη τη διάρκεια της ανεργίας.
ε. Την κρίση να πληρώσουν τα καπιταλιστικά κέρδη και οι πλούσιοι: Βαριά φορολογία των κερδών (άμεση επαναφορά του ανώτατου φορολογικού συντελεστή των κερδών στο 45%), των χρηματιστηριακών συναλλαγών, του συσσωρευμένου πλούτου, των υψηλών εισοδημάτων. Κατάργηση όλων των φοροαπαλλαγών του κεφαλαίου. Προοδευτική φορολογική κλίμακα για τα φυσικά πρόσωπα που να μεταφέρει τα βάρη στα υψηλά εισοδήματα. Δραστική αύξηση του ΦΠΑ για εισαγόμενα προϊόντα πολυτελούς κατανάλωσης – κατάργησή του για προϊόντα μαζικής λαϊκής κατανάλωσης – μείωσή του στον τομέα των εγχώρια παραγόμενων υπηρεσιών.
στ. Διεθνισμός και αλληλεγγύη των λαών, τα κριτήρια της διεθνούς μας πολιτικής: Έξοδος από το ΝΑΤΟ - κλείσιμο των βάσεων. Επιστροφή όλων των ελληνικών στρατευμάτων, καμία συμμετοχή σε ιμπεριαλιστικές αποστολές. Καταδίκη των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων και πολέμων. Πολιτική ειρήνης με τις γειτονικές χώρες – Αλληλεγγύη στην Παλαιστίνη - Όχι στη συμμαχία με το σιωνιστικό Ισραήλ – Δεν θα πολεμήσουμε για τις ΑΟΖ!
ζ. Κοινωνικός και εργατικός έλεγχος στα δημόσια οικονομικά και σε όλη την κλίμακα της παραγωγής. Κατάργηση του εμπορικού και επιχειρηματικού απορρήτου. Πάλη για επέκταση των μορφών εργατικού και κοινωνικού ελέγχου: για να αποφασίζουν οι εργαζόμενοι και όχι οι μέτοχοι και οι διευθύνοντες σύμβουλοι, για να παράγουμε και καταναλώνουμε με βάση το κοινωνικό σχέδιο και τις ανάγκες των εργαζομένων και όχι για το καπιταλιστικό κέρδος.
5. Ο ΣΥΡΙΖΑ αξιωματική αντιπολίτευση: ένα κοινοβουλευτικό μετερίζι στον αγώνα για την ανατροπή.
Όχι στην τακτική του «ώριμου φρούτου» και της «υπεύθυνης θεσμικής αντιπολίτευσης»: αγώνας για την ανατροπή της κυβέρνησης του μνημονίου
Στις διπλές εκλογές της 6 Μάη και της 17 Ιούνη ένα μεγάλο εργατικό - λαϊκό ρεύμα έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ στο 27% και ένα βήμα από την κατάκτηση του στόχου για κυβέρνηση της Αριστεράς με πρόγραμμα ρήξης με το μνημόνιο και την τρόικα. Ο στόχος για κυβέρνηση της Αριστεράς δεν επιτεύχθηκε, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ αναδείχθηκε αξιωματική αντιπολίτευση.
Αυτή η επιτυχία έχει για μας τη σημασία ότι καταλάβαμε ένα κοινοβουλευτικό μετερίζι, το οποίο θα αξιοποιήσουμε με διπλό τρόπο: Πρώτο για να ξαναδώσουμε μεγαλύτερη δύναμη και ορμή στα κινήματα αντίστασης και δεύτερο για να συντομεύσουμε και διασφαλίσουμε τη διαδρομή ως το στόχο της κυβέρνησης της Αριστεράς.
Δεν θα πετύχουμε αυτούς τους στόχους κάνοντας «υπεύθυνη θεσμική αντιπολίτευση» και με διακηρύξεις ότι «θα σας ταράξουμε στη νομιμότητα». Το νέο «πακέτο» μέτρων της τρικομματικής κυβέρνησης του κεφαλαίου είναι το σκληρότερο απ’ όλα και η μόνη απάντηση του ΣΥΡΙΖΑ και της Αριστεράς πρέπει να είναι: ανένδοτος πολιτικός αγώνας – γενική πολιτική απεργία, για να ανατραπεί η κυβέρνηση, για να ανοίξει ξανά ο δρόμος για την κυβέρνηση της Αριστεράς και την κατάργηση του μνημονίου. Αν αυτά τα μέτρα, προστιθέμενα σε όλα τα προηγούμενα, υλοποιηθούν, αν η κυβέρνηση αυτή σταθεροποιηθεί, η κοινωνική καταστροφή θα πάρει αδιανόητη έκταση και βάθος. Δεν μπορούμε να ζητούμε -τηρώντας πολιτική «στάση αναμονής»- από τον κόσμο που υποστήριξε πολιτικά και εκλογικά τον ΣΥΡΙΖΑ και το στόχο για κυβέρνηση της Αριστεράς για την ανατροπή του μνημονίου να «κάνει υπομονή», περιμένοντας καρτερικά να «έρθει η σειρά» του ΣΥΡΙΖΑ για να κυβερνήσει. Ο κόσμος υποφέρει και δεν μπορεί να «περιμένει», η δε κοινωνική κατάρρευση δεν ενισχύει αυτονόητα μόνο την Αριστερά αλλά μπορεί να ενισχύσει και το φασισμό, ιδιαίτερα μάλιστα αν η Αριστερά τηρήσει παθητική στάση αναμονής. Το «ήπιο κλίμα» και η «υπεύθυνη θεσμική αντιπολίτευση» απογοητεύουν αυτό τον κόσμο, τον αποσυσπειρώνουν, ενισχύουν τη Χρυσή Αυγή και υπονομεύουν τελικά το στόχο για κυβέρνηση της Αριστεράς. Μόνο αν ο ΣΥΡΙΖΑ και η Αριστερά πρωταγωνιστήσουν στα κινήματα αντίστασης, μόνο αν θέσουν στόχο την ανατροπή αυτής της κυβέρνησης και αγωνιστούν με συνέπεια γι’ αυτό, μόνο τότε η προοπτική της κυβέρνησης της Αριστεράς, της ρήξης και της ανατροπής θα πάρει σάρκα και οστά. Και μόνο έτσι η κυβέρνηση της Αριστεράς θα έχει τις προϋποθέσεις για να αποτελέσει βήμα στην πορεία για τη ρήξη με το σύστημα, για την εξουσία των εργαζομένων, για το σοσιαλισμό. Δεν ανήκουμε στο πολιτικό τους σύστημα – είμαστε η λύση και όχι μέρος της κρίσης του. Δεν υποτασσόμαστε στη «νομιμότητά» τους, κομμένη και ραμμένη στα μέτρα των συμφερόντων των ντόπιων και ξένων τοκογλύφων, των βιομηχάνων, των τραπεζιτών. Εκπροσωπούμε τη «νομιμότητα» των αγώνων, των δικαιωμάτων και κατακτήσεων της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων, της νεολαίας, των μεταναστών. Είμαστε η Ριζοσπαστική Αριστερά της ρήξης και της ανατροπής.
6. Όταν λέμε κυβέρνηση της Αριστεράς, το εννοούμε!
Ο στόχος της «κυβέρνησης της Αριστεράς» εντάσσεται σε ένα τέτοιο πολιτικό σχέδιο και άρα πρέπει να οριοθετηθεί αποφασιστικά από «ερμηνείες» που παραπέμπουν σε εντελώς διαφορετικές κατευθύνσεις. Πιο συγκεκριμένα, «κυβέρνηση της Αριστεράς» δεν μπορεί να σημαίνει:
α. Κυβέρνηση «ειδικού σκοπού» ή αντιμνημονιακών δυνάμεων:
Η πρόταση αυτή παραπέμπει σε κυβέρνηση με τους Ανεξάρτητους Έλληνες, στο όνομα της έλλειψης κοινοβουλευτικής αυτοδυναμίας και της πιθανής άρνησης του ΚΚΕ να στηρίξει μια τέτοια κυβέρνηση. Δημιουργεί σοβαρότατα ζητήματα πολιτικού και στρατηγικού προσανατολισμού για τον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς το κόμμα του Π. Καμένου πέρα από την αντιμνημονιακή ρητορική του, παραμένει υποστηρικτής της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, παραμένει κόμμα της σκληρής Δεξιάς και αποτελεί τον πιθανότατο πόλο μιας εθνικιστικής (και τυχοδιωκτικά φιλοπόλεμης) στρατηγικής διεξόδου του ελληνικού καπιταλισμού από την κρίση.
β. Κυβέρνηση «εθνικής (ή κοινωνικής) σωτηρίας»:
Το βάθεμα της κρίσης σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, η «κόντρα» ΔΝΤ - Γερμανίας, τα αποσυνθετικά φαινόμενα στην Ευρωζώνη και την Ε.Ε., η κατάρρευση του ελληνικού «προγράμματος προσαρμογής» και τα καψώνια της τρόικας στην κυβέρνηση Σαμαρά για τη δόση, η σκληρή επιτροπεία, κυρίως όμως τα σοβαρά αδιέξοδα της ελληνικής αστικής τάξης (από τη βαθιά ύφεση αλλά και μέσω της διαδικασίας ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, που απειλεί με απώλεια του ελέγχου των τραπεζών από την ελληνική αστική τάξη αλλά και με «κούρεμα» την αφρόκρεμα του μιντιακού και επιχειρηματικού αστικού κατεστημένου) διαμορφώνουν όρους για στροφή σημαντικού τμήματος της κυρίαρχης τάξης σε «εθνικές» και «πατριωτικές» λύσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αποκρούσει αποφασιστικά τέτοιας σενάρια, συγκυβέρνησης με πλατύ φάσμα αστικών – «πατριωτικών» δυνάμεων, που σε κάθε περίπτωση θα λειτουργήσουν σαν παράγοντες επανασταθεροποίησης του συστήματος και σε ευθύ ανταγωνισμό τόσο με τις προοπτικές της Αριστεράς όσο και με τα συμφέροντα των εργαζομένων και της νεολαίας - κανείς δεν δικαιούται να ξεχνά την τραγική πείρα του 1989….
γ. Κυβέρνηση ταξικού συμβιβασμού: Αυτή η ερμηνεία, που έχει διατυπωθεί δημόσια από κορυφαία στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, θα μπορούσε επίσης κάλλιστα να στηριχτεί σε ανάγνωση θέσεων της ίδιας της «Διακήρυξης» που είναι εξαιρετικά προβληματικές, όπως: «Θα ανοίξει (η κυβέρνηση της Αριστεράς) το δρόμο στην πραγματική δημοκρατία και την ανασυγκρότηση της χώρας ενόσω θα διαλύει το ‘‘τρίγωνο’’ που δυναστεύει τον τόπο επί δεκαετίες, διαπλέκοντας αξεδιάλυτα το κρατικοδίαιτο κεφάλαιο, το πολιτικό σύστημα του δικομματισμού και τα καθεστωτικά ΜΜΕ», «θα αξιοποιήσει όλες τις έντιμες και δημιουργικές δυνάμεις της κοινωνίας», «η δημιουργική επιχειρηματικότητα που λειτουργεί για το δημόσιο όφελος και υπό σταθερούς και δίκαιους κανόνες, δεν θα πληγεί αλλά θα βοηθηθεί».
Πρέπει λοιπόν να γίνει συγκεκριμένα δεσμευτικό ότι κυβέρνηση της Αριστεράς σημαίνει κυβέρνηση που θα στηριχτεί στις δυνάμεις της Αριστεράς (με μόνιμη και εμφατική, παρά τη σεχταριστική στάση κυρίως της ηγεσίας του ΚΚΕ, στο ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ) και σε δυνάμεις που με απόλυτα πειστικό τρόπο έρχονται σε ρήξη με τη σοσιαλδημοκρατία και αποδέχονται ένα πολιτικό σχέδιο ρήξης και ανατροπής των μνημονίων και της λιτότητας. Το μειονέκτημα της έλλειψης κοινοβουλευτικής αυτοδυναμίας θα πρέπει να λυθεί πολιτικά: με σταθερή απεύθυνση για πολιτικό μέτωπο της Αριστεράς (ΚΚΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ), με έκκληση στον κόσμο της Αριστεράς και των κινημάτων αντίστασης να δώσει αυτοδυναμία στον ΣΥΡΙΖΑ σε περίπτωση επιμονής του ΚΚΕ στη σεχταριστική του άρνηση και με διαβεβαίωση ότι ακόμη και αυτοδύναμος ο ΣΥΡΙΖΑ θα επιμείνει στην κατεύθυνση για πολιτικό μέτωπο της Αριστεράς. Ο κόσμος θα επιβραβεύσει -τόσο πολιτικά όσο και εκλογικά- την ενωτική και τολμηρή στάση και την επιμονή αριστερά που δείχνουν συνέπεια στο στόχο για ανατροπή της λιτότητας και ρήξη με το σύστημα.
Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση της Αριστεράς μπορεί να εννοηθεί μόνο σαν ένα «σημείο εκκίνησης», ένα σημείο ρήξης, μια «στιγμή» στη διαδρομή για ρήξη με το σύστημα, κι όχι μια κυβερνητική θητεία «φιλολαϊκής» διαχείρισης του συστήματος.
7. Ο ΣΥΡΙΖΑ μαζικό εργατικό - λαϊκό κόμμα, ενιαίο κόμμα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς
Για να βαδίσουμε με σταθερό βήμα στην σκληρή ταξική σύγκρουση που διεξάγεται, για να δώσουμε τη μάχη για την υλοποίηση ενός τέτοιου προγράμματος και για να ανταποκριθούμε στοιχειωδώς στις ανάγκες μιας τέτοιας, ιστορικών διαστάσεων ανατροπής, χρειαζόμαστε ένα μαζικό και μαχητικό πολιτικό εργαλείο, ένα μαζικό και μαχητικό κόμμα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Χρειαζόμαστε ένα κόμμα που δεν μπορεί να είναι ταξικά ουδέτερο αλλά ταξικά ιδιοτελές, το κόμμα της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων.
Που θα τους ξεσηκώσει και θα τους οργανώσει στον αγώνα ενάντια στους τραπεζίτες, τους βιομήχανους, τους μιντιάρχες, το ντόπιο και ξένο κεφάλαιο. Που με το πολιτικό του σχέδιο, το πρόγραμμα και τους αγώνες του θα συγκροτήσει τη μεγάλη «παράταξη» των εργαζόμενων και των καταπιεσμένων.
Χρειαζόμαστε ένα κόμμα της μαζικής πρωτοπορίας των αγώνων και των κοινωνικών αντιστάσεων.
Που θα ανοίξει για να εντάξει στις γραμμές του και να στρατεύσει πολιτικά τη μαζική πρωτοπορία του λαϊκού ρεύματος που στράφηκε προς τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και τα καλύτερα στοιχεία του εργατικού κινήματος, της νεολαίας, των μεταναστών, του κινήματος αντίστασης. Μόνο έχοντας εντάξει στις γραμμές του ένα τέτοιο πρωτοπόρο δυναμικό, θα μπορεί να πρωταγωνιστεί και να αποτελεί το μαχητικό πολιτικό κορμό της αντίστασης, της αλληλεγγύης, των μαζικών αγώνων.
Χρειαζόμαστε ένα κόμμα της ταξικής αλληλεγγύης, του διεθνισμού και του αντιμπεριαλισμού.
Που θα πρωταγωνιστεί στις πρωτοβουλίες και τα δίκτυα ταξικής και λαϊκής αλληλεγγύης σε αγωνιζόμενα κομμάτια του κινήματος αλλά και στους άνεργους και τους εξαθλιωμένους, που θα οικοδομεί δίκτυα διεθνούς αλληλεγγύης και συντονισμού μαζί με τα ευρωπαϊκά και διεθνή κινήματα αντίστασης, που θα εμπνέεται από τις αρχές του διεθνισμού, που θα είναι με συνέπεια ενάντια στον πόλεμο, το μιλιταρισμό και τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις.
Χρειαζόμαστε ένα κόμμα αντιρατσιστικό και αντιφασιστικό. Που θα διακηρύσσει ότι το πρόβλημα δεν είναι οι μετανάστες αλλά ο ρατσισμός, που θα αναγνωρίζει το θανάσιμο κίνδυνο τον οποίο εκπροσωπεί ο φασισμός και θα τον αντιμετωπίζει αποφασιστικά.
Χρειαζόμαστε ένα κόμμα αντισεξιστικό και αντιομοφοβικό.  
Που δε θα διστάζει να βγαίνει στην πρώτη γραμμή των αγώνων των γυναικών και των ΛΟΑΤ για ίσα δικαιώματα. Που θα παλεύει για την αποδόμηση της πατριαρχίας και την εξάλειψη των ιεραρχικών και εξουσιαστικών σχέσεων που ενδημούν μέσα στην πατριαρχική οικογένεια. Και που θα υπερασπίζεται την συναίνεση, τόσο σε ό,τι αφορά τον ερωτισμό μεταξύ ενηλίκων όσο και στις μορφές συμβίωσης δύο ή περισσότερων ανθρώπων, διαφορετικού ή ίδιου φύλου.
Χρειαζόμαστε ένα κόμμα δημοκρατικό.
Που θα υιοθετήσει ένα οργανωτικό πλαίσιο το οποίο θα παίρνει υπόψη του ότι παραμένει στρατηγικά ανοιχτό, με στοιχεία ιδεολογικής ταυτότητας αλλά χωρίς πλήρη τέτοια ταυτότητα, με διαφορετικές προσεγγίσεις για το πολιτικό σχέδιο ή και διαφορετικά πολιτικά σχέδια στο εσωτερικό του. Που -στη βάση αυτή- θα εξασφαλίζει ίσα δικαιώματα αλλά και υποχρεώσεις για τα μέλη και πλήρη ισοτιμία στις δυνατότητες έκφρασης των απόψεων μελών, ρευμάτων και οργανώσεων. Που -στη βάση όλων των παραπάνω- θα αναδεικνύει τους/τις αντιπροσώπους στις συνδιασκέψεις και τα συνέδριά του και τα μέλη των συλλογικών του οργάνων με βάση την αρχή «ένα μέλος μία ψήφος», με μόνη παρέκβαση την ελάχιστη διασφάλιση της συμμετοχής στην Κ.Ε. όλων των οργανώσεων και τάσεων με ένα τουλάχιστον μέλος.
Που για όλα αυτά θα συζητάει ανοιχτά μέσα και έξω από τις γραμμές του και ταυτόχρονα θα εκφράζεται ενιαία προς τα έξω από όσους/ες αναλαμβάνουν να το εκπροσωπήσουν και να εκφωνήσουν τη γραμμή του, ιδιαίτερα κεντρικά (μέσα από τα μίντια κ.λπ.). Που θα διασφαλίζει την ελεύθερη οριζόντια διασύνδεση για τα μέλη, τις τάσεις, τα ρεύματα και τις συνιστώσες του.
Που θα πρωταγωνιστεί στα κινήματα, θα δίνει στο πλαίσιό τους ανοιχτά τη μάχη για το πολιτικό του σχέδιο και τις ιδέες του, αλλά δεν θα τα διασπά, καπελώνει και αφυδατώνει τη δημιουργική τους δύναμη και πρωτοβουλία.
Χρειαζόμαστε ένα κόμμα μαρξιστικό.
Ο μαρξισμός, στέρεη ιδεολογική αναφορά της κομμουνιστικής αριστεράς, αλλά και της σοσιαλδημοκρατίας μέχρι και τη δεκαετία του ’60, δεν μπορεί παρά να είναι η ιδεολογική αναφορά του ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί απλούστατα η δική μας Ριζοσπαστική Αριστερά δεν είναι παρά κομμάτι της ιστορικής διαδρομής που αναφέρεται στους μεγάλους ιστορικούς σταθμούς στον αγώνα για την ανθρώπινη χειραφέτηση: τη μεγάλη Γαλλική Επανάσταση των πληβείων και των καταφρονεμένων, την ευρωπαϊκή επανάσταση – «άνοιξη των λαών» του 1848, την κομμούνα του Παρισιού, την Οκτωβριανή επανάσταση, τις εθνικο-απελευθερωτικές επαναστάσεις του 20ού αιώνα, τον παγκόσμιο Μάη του ’68. Γιατί το σχέδιο για την ανθρώπινη χειραφέτηση θα ήταν «τυφλό» αν δεν αντλούσε την έμπνευσή του από τη μαρξιστική θεωρία και την ικανότητά μας να την ανανεώνουμε και να την επικαιροποιούμε. Γιατί το σχέδιο της ανθρώπινης χειραφέτησης σηματοδοτείται πάντα από τη μετάβαση στο σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό, από το στόχο μιας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση κάθε είδους.
Χρειαζόμαστε ένα κόμμα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Χωρίς συμβιβασμούς με τα πιο καθυστερημένα στοιχεία, χαλαρή έννοια του μέλους και σύγχυση των ορίων με τον ψηφοφόρο και τον «οπαδό», χωρίς οργανωτική αμορφία. Πάλη ενάντια στη λογική της ανάθεσης μέσα στο κόμμα, που ευνοεί και την ανάθεση στη σχέση κόμματος και κόσμου και οδηγεί σε οργανωτική αμορφία και αποσάθρωση και σε έλλειμμα μαχητικότητας και κοινωνικής παρέμβασης. Με σταθερή την πυξίδα στην κατεύθυνση της ρήξης και των ιστορικών προοπτικών, μαχητική οργάνωση και παρέμβαση, προτεραιότητα στον εξωκοινοβουλευτικό αγώνα, ζωντανή σχέση με τα κινήματα.
Με ουσιαστικές διαδικασίες κόμματος κι όχι «πανηγυρικές» διαδικασίες «κινήματος» ή «παράταξης». Πραγματικά αποφασιστικά συλλογικά όργανα κι όχι συμβουλευτικά όργανα για τον πρόεδρο. Εκλογή του προέδρου από την Κ.Ε. κι όχι από το συνέδριο. Διαφορετικά, καταλήγουμε στα ίδια «συμπτώματα»: οργανωτική, πολιτική και ιδεολογική αμορφία, απαξίωση και ατροφία των συλλογικών οργάνων και εκφυλισμός τους σε συμβουλευτικά σώματα, αυτονόμηση του προέδρου και καταστατική επικύρωση της αυτονόμησής του με την εκλογή του από το συνέδριο, που καλλιεργεί την απευθείας σχέση του «με το λαό».
Όλα τα προηγούμενα είναι αλληλένδετα και παραπέμπουν σε μια συνειδητή πάλη ενάντια στα σοσιαλδημοκρατικά χαρακτηριστικά κόμματος.
Χρειαζόμαστε ένα κόμμα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς: το «παράταξη της Αριστεράς» έχει έναν τόνο ηγεμονισμού απέναντι στις άλλες δυνάμεις και κόμματα της Αριστεράς: παράταξη της Αριστεράς είναι η Αριστερά στο σύνολό της αλλά και με την ιστορική έννοια του όρου, ως πολιτική παράταξη της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων και με αυτή την έννοια δεν είναι «ιδιοκτησία» του ΣΥΡΙΖΑ, παρά τα υψηλά ποσοστά του.
Τέλος, λέγοντας «κόμμα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς» δεν θέλουμε να στενέψουμε το κοινωνικό εύρος αναφοράς του, ούτε είμαστε αντίθετοι με τη συμμετοχή σ’ αυτό όσων προσεγγίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ προερχόμενοι από άλλες πολιτικές τοποθετήσεις, παραδόσεις κ.λπ. Απλώς θέλουμε το μαζικό λαϊκό ρεύμα να εκπροσωπηθεί πολιτικά και η πρωτοπορία του να οργανωθεί σε ένα μαζικό κόμμα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς γιατί αυτή η διαδικασία ποτέ δεν είναι ουδέτερη οργανωτικά, πολιτικά, προγραμματικά, ιδεολογικά. Πάντα γίνεται σε κάποιο «έδαφος», δηλαδή με ηγεμονία κοινωνικών δυνάμεων, οργανωτικού μοντέλου, απόψεων, προγράμματος, ιδεολογίας, στρατηγικής. Και όταν όλα αυτά δεν καθορίζονται συνειδητά, διά συνειδητών πράξεων, καθορίζεται διά παραλείψεων που πάντα κάποιους άλλους ευνοούν… Μαζικό ρεύμα ναι, πολυσυλλεκτικό ως προς τις προηγούμενες πολιτικές διαδρομές όσων εντάσσονται σε αυτό, αλλά στο «έδαφος» της Αριστεράς, με ηγεμονία των ιδεών και του πολιτικού σχεδίου ρήξης της Ριζοσπαστικής Αριστεράς.
8. Ούτε βήμα πίσω στην πάλη ενάντια στο ρατσισμό: το πρόβλημα είναι ο ρατσισμός κι όχι οι μετανάστες!
Καθώς η κρίση βαθαίνει, οι κυβερνήσεις του μνημονίου καταφεύγουν στην πολιτική του «νόμου και της τάξης», στη λογική ότι τα δικαιώματα δεν είναι για όλους ούτε για όλες τις περιστάσεις (σε έκτακτες συνθήκες μπορούν και πρέπει να αναστέλλονται), ότι αυτοί που «δεν χωράνε», θα εξοστρακίζονται κοινωνικά. Όλα αυτά τα στοιχεία νομιμοποιούνται κατεξοχήν μέσα από το ρατσισμό και το κυνήγι του μετανάστη, με στόχο στη συνέχεια να εμπεδωθούν και να επεκταθούν σε όλες τις κατηγορίες αυτών που «δεν χωράνε» ή που «αποκλίνουν». Επομένως, η υπεράσπιση των μεταναστών είναι κεντρικό ζήτημα στην αντιπαράθεση με τα μνημόνια και το σύστημα, κι όχι ένα ζήτημα που «αποπροσανατολίζει την ταξική πάλη».
Θέση του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να είναι ότι το πρόβλημα δεν είναι οι μετανάστες αλλά ο ρατσισμός! Στη βάση αυτή, θεωρούμε απαραίτητη την «άνευ όρων» υπεράσπιση των μεταναστών:
Ελεύθερη διακίνηση των ανθρώπων, όχι των κεφαλαίων – ανοιχτά σύνορα: Γιατί όλοι/ες έχουν το δικαίωμα της ελεύθερης διακίνησης από χώρα σε χώρα και ιδιαίτερα όσοι/ες κινδυνεύει η ζωή τους από την πείνα και τον πόλεμο – κι όχι μόνο το κεφάλαιο. Κυρίως όμως γιατί κλειστά σύνορα σημαίνει φράχτες, νάρκες, Frontex και ειδικές μονάδες κεφαλοκυνηγών στα σύνορα, μετατροπή του Λιμενικού σε πολεμικό σώμα ενάντια στους μετανάστες, με αποτέλεσμα όλων αυτών να αυξάνεται το κόστος σε ανθρώπινες ζωές και να αυξάνονται τα «κόμιστρα» για τα κυκλώματα που εκμεταλλεύονται τους μετανάστες. Γιατί, τέλος, κλειστά σύνορα σημαίνει τη συγκρότηση ενός δεύτερου στρατού δίπλα σ’ αυτόν που υπάρχει ήδη – με όλες τις βλαβερές συνέπειες του γεγονότος…
Νομιμοποίηση όλων των μεταναστών: Νομιμοποίηση όλων των μεταναστών σημαίνει κανένας μετανάστης «λαθραίος»: παροχή εγγράφων για όλους τους μετανάστες (απαγόρευση δίωξης για παράνομη είσοδο, καταγραφή, ταυτότητα μετανάστη, ταξιδιωτικά έγγραφα, νομιμοποίηση με απλές προϋποθέσεις, ιθαγένεια στα παιδιά των μεταναστών που γεννήθηκαν στην Ελλάδα). Γιατί «λαθρομετανάστης» σημαίνει ότι κανείς δεν δικαιούται να γλιτώσει από την πείνα και το θάνατο, γιατί δεν υπάρχουν λαθραίοι άνθρωποι, γιατί ο ρατσισμός τούς θέλει «λαθραίους» για να πλουτίζουν τα κυκλώματα εκμετάλλευσής τους (κομιστές, ελληνικές και μεταναστευτικές μαφίες), για να κάνουν πολιτική καριέρα διάφορα πολιτικά αποβράσματα και να κερδοσκοπούν πολιτικά η εμφυλιακή Δεξιά και η ακροδεξιά, γιατί οι φασίστες τους θέλουν «λαθραίους» για να επιβεβαιώνουν τη θεωρία του «Καιάδα» και να αναλαμβάνουν το ρόλο του δεσμοφύλακα σε μια κοινωνία-φυλακή.
Αλληλεγγύη: Αυτό δεν σημαίνει μόνο αξιακές διακηρύξεις, αλλά και έμπρακτη υπεράσπισή τους από τις διώξεις της αστυνομίας και από τους φασίστες, δραστήρια προσπάθεια να ενταχτούν στα συνδικάτα, τις κοινωνικές οργανώσεις και το κίνημα.
9. Το τσάκισμα του φασισμού, επείγον και κορυφαίο πολιτικό καθήκον!
Στο έδαφος της δομικής κρίσης του καπιταλισμού και της ανελέητης ταξικής σύγκρουσης «μέχρις εσχάτων», γεννιούνται οι προϋποθέσεις της ανάπτυξης του φασιστικού κινήματος, της ναζιστικής Χρυσής Αυγής. Ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύει για τους εργαζόμενους, τη νεολαία, τους μετανάστες είναι τρομερός. Η ταχύτητα με την οποία αναπτύσσεται (στο έδαφος της δομικής καπιταλιστικής κρίσης και της κοινωνικής καταστροφής) είναι κεραυνοβόλα. Θα ήταν έγκλημα να υποτιμήσουμε τον κίνδυνο που αντιπροσωπεύει κάνοντας παρηγορητικές σκέψεις ότι το φασιστικό ρεύμα θα ανακοπεί από μόνο του ή ότι «έχουμε ακόμη χρόνο» για να το αντιμετωπίσουμε. Το τέρας του φασισμού αναπτύσσεται ταχύτατα, καθώς τρέφεται από τα σκουπίδια της καπιταλιστικής παρακμής, την απελπισία των άνεργων, των φτωχών και των εξαθλιωμένων. Δεν είναι ακροδεξιά, δεν είναι ακραίος ρατσισμός, δεν είναι προϊόν «φασιστικοποίησης της κοινωνίας», δεν είναι «προέκταση» του κράτους έκτακτης ανάγκης, δεν είναι καπιταλιστική λύση απ’ τα πάνω («μακρύ χέρι του συστήματος»). Είναι οργανικό φαινόμενο της καπιταλιστικής παρακμής, κίνημα απ’ τα κάτω, που τρέφεται από την «αντεπαναστατική απελπισία» των εξαθλιωμένων και θεριεύει χάρη στο μύθο του αήττητου των ομάδων κρούσης.
Αν υποτιμηθεί, σύντομα η υποτίμηση θα γίνει πανικός και αναχωρητισμός! Αν πιστέψουμε ότι ήδη έχει γίνει ακατανίκητος, δεν θα δώσουμε καν τη μάχη. Το κίνημα και η Αριστερά πρέπει να αποτινάξουν αυτό το μίγμα υποτίμησης και πανικού «εδώ και τώρα»!
Ήδη η Χρυσή Αυγή έχει περάσει σε λιγότερο από 4 χρόνια από το στάδιο μιας ολιγάριθμης φασιστικής γκρούπας στο στάδιο ενός πανεθνικού ρεύματος με κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, πανεθνικό δίκτυο οργανώσεων και πολυάριθμες ομάδες κρούσης. Επιβάλλοντας αρχικά ένα νικηφόρο «πιλοτικό» υπόδειγμα φασιστικής εξουσίας σε μια γειτονιά της Αθήνας (Άγιος Παντελεήμονας), έφτασε σήμερα να ανοίγει σαν βεντάλια τους τομείς της φασιστικής «παρέμβασης», ακολουθώντας πιστά το αλφαβητάρι του ιταλικού και γερμανικού φασισμού του Μεσοπολέμου. Το κύριο αντικείμενο των φασιστικών επιθέσεων εξακολουθεί να είναι οι μετανάστες, αλλά ήδη άνοιξε και πολλά άλλα «μέτωπα»: οργανώσεις της Αριστεράς (με επιθέσεις στο δρόμο αλλά και στη Βουλή), «εργατικό» (όπου οργανώνει ένα σύγχρονο δουλεμπόριο με μισθούς πείνας «μόνο για Έλληνες»), «αλληλεγγύη» (όπου μοιράζει σε στημένο επικοινωνιακά σκηνικό τρόφιμα «μόνο για Έλληνες»), εθνικές μειονότητες (ενάντια στη μειονότητα στη Θράκη, τους τσιγγάνους κ.λπ.), άτομα με ειδικές ανάγκες (όπου προτείνει στείρωση και άλλα σύμφωνα με τη θεωρία του Καιάδα). Η Χρυσή Αυγή είναι ήδη κυρίαρχη πολιτική δύναμη στα σχολεία (όπου ο μύθος του αήττητου των ομάδων κρούσης ασκεί μεγάλη έλξη) 3,5 μόλις χρόνια μετά το Δεκέμβρη του 2008 και είναι βέβαιο ότι σύντομα θα κάνει την οργανωμένη εμφάνισή της και σε άλλους κοινωνικούς χώρους (πανεπιστήμια, ΤΕΙ). Ο φασισμός μπορεί να αντιμετωπιστεί, αλλά κάθε μέρα που περνάει η αντιμετώπισή του θα γίνεται όλο και πιο δύσκολη και θα έχει όλο και πιο δυσβάστακτο κόστος.
Ο αγώνας ενάντια στο φασισμό δεν μπορεί να γίνει «έμμεσα», μέσω των κινητοποιήσεων ενάντια στο μνημόνιο – παρότι η επιτυχία αυτών των κινητοποιήσεων θα συμβάλει στον αγώνα ενάντιά του.
Ο αγώνας ενάντια στο φασισμό δεν θα είναι αποτελεσματικός αν γίνει μόνο με πολιτικά και ιδεολογικά μέσα (καμπάνιες, καταγγελίες, πορείες διαμαρτυρίας, συναυλίες, δουλειά ιδεολογικής αποκάλυψης κ.λπ.).
Ο αγώνας ενάντια στο φασισμό δεν μπορεί να γίνει έμμεσα, αναπτύσσοντας δίκτυα αλληλεγγύης – παρότι τέτοια δίκτυα του αφαιρούν «χώρο» και δυναμική.
Όλα αυτά είναι χρήσιμα, αλλά δεν αρκούν. Παράλληλα με όλα αυτά, πρέπει κατεπειγόντως να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις να σταματήσουμε το φασισμό στο δρόμο, εκεί απ’ όπου αντλεί τη δύναμή του. Ένα οργανωμένο δίκτυο ενωτικών ομάδων μαχητικής λαϊκής αυτοάμυνας και περιφρούρησης πρέπει να συγκροτηθεί άμεσα σε γειτονιές, νεολαιίστικους και εργασιακούς χώρους, σαν κομμάτι των πολιτικών και κοινωνικών συλλογικοτήτων της Αριστεράς και του κινήματος που αντιστέκονται! Αν στο δρόμο κυριαρχήσουν οι φασίστες, αυτό σημαίνει ότι το κίνημα και η Αριστερά «θα βγουν στην παρανομία» και θα συντριβούν.
Ο αγώνας ενάντια στο φασισμό δεν μπορεί να γίνει -πολύ περισσότερο- σε συμμαχία με τις «δημοκρατικές» δυνάμεις του συστήματος ή απαιτώντας από την αστυνομία (που κυριαρχείται από τους οργανωμένους φασιστικούς πυρήνες) να προστατεύσει τα θύματα των φασιστών. Αν η Αριστερά και το κίνημα δεν μπορούν να προστατεύσουν μόνοι τον εαυτό τους, τις οργανώσεις τους, τις διαδικασίες και τις εκδηλώσεις τους και βασίζονται στις εκκλήσεις για «προστασία» από την αστυνομία, τότε απλώς αποδέχονται την ήττα τους και αυξάνουν την αυτοπεποίθηση (και τα μέλη) της Χρυσής Αυγής, αποθαρρύνοντας ταυτόχρονα τους αγωνιστές/στριες των κινημάτων και τον κόσμο της Αριστεράς. Ο αγώνας ενάντια στο φασισμό μπορεί να βασιστεί μόνο στη λογική του ενιαίου μετώπου των κοινωνικών και πολιτικών οργανώσεων της εργατικής τάξης, στον ενωτικό τους αγώνα, στην αντιπαράθεση με το φασισμό σε όλη τη γραμμή.
Η ανάπτυξη της Χρυσής Αυγής δεν είναι ένα «μελανό σημείο» σε μια γενικά «καλή κατάσταση» για το κίνημα και την Αριστερά, αλλά η μία από τις δύο πλευρές αυτής της κατάστασης. Αν τα υπόλοιπα γιατροσόφια και οι λύσεις «απ’ τα πάνω» που θα δοκιμάσει ο ελληνικός καπιταλισμός δεν πιάσουν, τότε μπορεί να υποστηρίξει ανοιχτά τη φασιστική λύση. Δεν απομένει πολύς χρόνος μέχρι να κριθεί αν ο φασισμός θα γίνει η πρώτη επιλογή της αστικής τάξης και ρεύμα ακατανίκητο. Γι’ αυτό, πρέπει να τον σταματήσουμε τώρα!
10. Καμιά θυσία για το ευρώ - καμιά αυταπάτη για τη δραχμή!
Η τρικομματική κυβέρνηση του μνημονίου και οι εκπρόσωποι του συστήματος προσπαθούν να νομιμοποιήσουν τις όλο και πιο άγριες μνημονιακές πολιτικές με το επιχείρημα ότι έτσι «αποφεύγονται τα χειρότερα», δηλαδή η έξοδος από το ευρώ. Όλη η επιχείρηση κατεδάφισης των δικαιωμάτων και στυγνών ταξικών πολιτικών έχει πλέον μοναδικό της άλλοθι τον «εθνικό στόχο» για πάση θυσία παραμονή στο ευρώ. Ο ΣΥΡΙΖΑ, η Ριζοσπαστική Αριστερά της ρήξης, οφείλει να απορρίψει αποφασιστικά αυτή την απάτη: η «πάλη» των κυβερνήσεων του κεφαλαίου για παραμονή στο ευρώ δεν έχει καμία σχέση με τα εργατικά και λαϊκά δικαιώματα και κατακτήσεις, αντίθετα προϋποθέτει τη συντριβή τους! Δεν είναι κοινός «εθνικός» στόχος, αλλά εκφράζει τα ιδιοτελή συμφέροντα των Ελλήνων τραπεζιτών και βιομηχάνων. Με ευρώ ή δραχμή, οι μοίρα για τους εργαζόμενους θα είναι η ίδια, στο βαθμό που θα εξακολουθήσουν να κυβερνούν οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου.
Δεν έχουμε καμία αυταπάτη: η ανατροπή της κυβέρνησης του μνημονίου, μια κυβέρνηση της Αριστεράς και η εφαρμογή ενός προγράμματος ανατροπής των πολιτικών λιτότητας στην Ελλάδα θα οδηγήσει σε ρήξη με το ευρώ και την Ευρωζώνη. Ένα τέτοιο πρόγραμμα δεν μπορεί να εφαρμοστεί παρά κατά παράβαση της Συνθήκης της Λισαβόνας, του Συμφώνου Σταθερότητας και όλου του πλέγματος των οδηγιών για τον «ελεύθερο ανταγωνισμό», την «απελευθέρωση» των αγορών και την «ευελιξία» στις εργασιακές σχέσεις. Δεν είναι εφικτή η άσκηση έστω και στοιχειωδώς αριστερής πολιτικής αν «σεβαστούμε» όλο αυτό το πλέγμα των καταναγκασμών που απορρέει από τις συνθήκες της Ε.Ε. και του ευρώ.
Ωστόσο, στόχος της Αριστεράς δεν είναι η έξοδος από το ευρώ αλλά η «ευρωποποίηση» και διεθνοποίηση της ρήξης με το ευρώ και την Ευρωζώνη, για τους εξής λόγους:
Πρώτο, γιατί χωρίς μια τέτοια «ευρωποποίηση» και διεθνοποίηση της ρήξης, η κυβέρνηση της Αριστεράς και η διαδικασία ανατροπής στην Ελλάδα θα απομονωθεί και θα συντριβεί σε σύντομο χρόνο. Διότι γνωρίζουμε ότι ανατροπή της λιτότητας και του νεοφιλελευθερισμού, όπως και σοσιαλισμός, σε μία μόνο χώρα δεν είναι εφικτός. Οι ρήξεις με το σύστημα ξεκινούν σε εθνικό επίπεδο αλλά ολοκληρώνονται και νικούν σε διεθνές.
Δεύτερο, γιατί μια ανατροπή στην Ελλάδα μπορεί και πρέπει να οδηγήσει στο σπάσιμο και άλλων «αδύναμων κρίκων» και προοπτικά σε μια μεγάλη ανατροπή στην Ευρώπη, στην ευρωπαϊκή «άνοιξη των λαών» του 21ου αιώνα που θα γκρεμίσει όλο αυτό το οικοδόμημα της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης και μέσα από μια συντακτική συνέλευση των λαών θα ανοίξει το δρόμο για τη σοσιαλιστική ομοσπονδία των λαών της Ευρώπης.
Τρίτο, γιατί έχει μεγάλη σημασία για την έκβαση της ρήξης με την Ευρωζώνη να μην προσφέρουμε στις δυνάμεις του κεφαλαίου στην Ελλάδα και την Ευρώπη το πλεονέκτημα της οικειοθελούς αποχώρησης – ιδιαίτερα μάλιστα όταν μια αποβολή της Ελλάδας από το ευρώ είναι ήδη σχέδιο των πιο επιθετικών δυνάμεων του ευρωπαϊκού κεφαλαίου.
Τέταρτο, γιατί η μετάβαση από το ενιαίο νόμισμα στη δραχμή δεν θα είναι μια ουδέτερη διαδικασία αλλά θα έχει σοβαρές συνέπειες για την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα αν γίνει με κυβέρνηση του κεφαλαίου και σε συνθήκες σταθερότητας της Ευρωζώνης, καθώς θα ισοδυναμεί με μια βίαιη διαδικασία υποτίμησης, δηλαδή λεηλασίας του εργατικού και λαϊκού εισοδήματος. Για να περιοριστούν ή ακόμη και να αποφευχθούν αυτές οι συνέπειες, όροι είναι η ανατροπή των κυβερνήσεων του κεφαλαίου και η «ευρωποποίηση»-διεθνοποίηση της ρήξης.
Πέμπτο, γιατί το νόμισμα από μόνο του, όσο σημαντική και αν είναι η λειτουργία του, δεν μπορεί να είναι το φετίχ μιας αριστερής πολιτικής.
Για όλους αυτούς τους λόγους, η υλοποίηση του προγράμματός μας κάνει τη ρήξη με την Ευρωζώνη και την Ε.Ε. αναπόφευκτη, αλλά η νικηφόρα εξέλιξη αυτής της ρήξης δεν μπορεί να γίνει κάτω από τη σημαία του «Έξω από το ευρώ». Γι αυτό, οι θέσεις μας για το ευρώ είναι:
  • Καμιά θυσία για το ευρώ - καμιά αυταπάτη για τη δραχμή! Όχι στις περικοπές και τη φοροληστεία, όχι στα μνημόνια στο όνομα του ευρώ.
  • Συντονισμός των κινημάτων και της Αριστεράς για ευρωπαϊκό κίνημα κατά των προγραμμάτων και των πολιτικών λιτότητας. Ανυπακοή και πάλη για την κατάργηση όλων των νεοφιλελεύθερων ευρωπαϊκών συνθηκών (Συνθήκη Λισαβόνας, Σύμφωνο Σταθερότητας, οδηγίες για τον ανταγωνισμό, την «απελευθέρωση» των αγορών και την «ευελιξία» στην αγορά εργασίας).
  • Ρήξη με την Ευρωζώνη και την Ε.Ε. – ανατροπή της νέας «Ιερής Συμμαχίας» του κεφαλαίου ενάντια στους ευρωπαϊκούς λαούς – συντακτική συνέλευση των λαών της Ευρώπης για την οικοδόμηση της ευρωπαϊκής σοσιαλιστικής ομοσπονδίας των λαών.
11. Καμία υποχώρηση στη θεωρία των «δύο άκρων»
Στην κοινωνία του μνημονίου επικρατεί η διάχυτη βία ενάντια στους άνεργους, τους άστεγους, τους εξαθλιωμένους, τους φτωχούς, τους μετανάστες.
Πάνω σ’ αυτή τη «βάση», αναπτύσσονται η καταστολή, η φασιστική τρομοκρατία, η ισχυροποίηση και εξάπλωση μαφιών κάθε είδους. Όλη αυτή η πολυεπίπεδη βία του συστήματος απαιτεί να ασκείται «νόμιμα» και να έχει το μονοπώλιο! Αντίθετα, η παραβατικότητα όσων δεν έχουν στέγη και τροφή, οι πέτρες και τα γιαούρτια των μαθητών ενάντια στα αστυνομικά τμήματα το 2008, τα γιουχαΐσματα, τα γιαουρτώματα κ.λπ. ενάντια σε πολιτικά στελέχη των μνημονιακών κομμάτων, τα «μπάχαλα» στις παρελάσεις το 2011, η άμυνα απέναντι στις επιθέσεις της αστυνομίας και στις φασιστικές επιθέσεις – αυτά είναι «απαράδεκτες μορφές βίας»… Και φυσικά όσοι «καλύπτουν» τέτοιες «απαράδεκτες μορφές βίας» καταγγέλλονται ότι «καλύπτουν» τη βία (αν δεν την ενορχηστρώνουν κιόλας) και άρα τίθενται εκτός πλαισίου νομιμότητας - εννοείται ότι την τιμητική του σ’ αυτό έχει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Από την άλλη, τα κανάλια και οι κονδυλοφόροι του συστήματος ανακαλύπτουν την «κοινωνική χρησιμότητα» της φασιστικής βίας (παράδειγμα ο μύθος ότι η Χρυσή Αυγή προσφέρει «κοινωνικές υπηρεσίες» στους κατοίκους του Αγ. Παντελεήμονα). Και όταν κάποιες μορφές αυτής της βίας καταγγέλλονται υποχρεωτικά (όπως η επίθεση Κασιδιάρη στις Λιάνα Κανέλλη και Ρένα Δούρου ή η «απαγόρευση» της θεατρικής παράστασης στο «Χυτήριο») ή όταν οι φασιστικές ομάδες κρούσης αποθρασύνονται και «εκθέτουν» το κράτος, τότε ανακαλύπτουν τη θεωρία της «βίας των άκρων» (Χρυσής Αυγής και ΣΥΡΙΖΑ) και καταγγέλλουν τη βία «απ’ όπου κι αν προέρχεται». Βάσει αυτής της θεωρίας, όποιος παραβιάζει τη «νομιμότητα» (κινητοποιείται για να μην εφαρμοστούν ψηφισμένοι νόμοι, να μην πληρωθούν τα χαράτσια, τα διόδια κ.λπ.) και όποιος υποθάλπει τη «βία» των γιαουρτωμάτων και της διάλυσης των παρελάσεων κ.λπ., είναι εκφραστής της βίας των άκρων και μπαίνει στον ίδιο παρονομαστή με τη Χρυσή Αυγή.
Η απάντησή μας σε αυτή τη θεωρία πρέπει να είναι επίσης επιθετική και όχι ενοχική – σε καμία πάντως περίπτωση δεν μπορεί να είναι το «θα σας ταράξουμε στη νομιμότητα». Εστιάζουμε και αναδεικνύουμε την κοινωνική βία του μνημονίου (άνεργοι, άστεγοι, εξαθλιωμένοι κ.λπ.), την κρατική βία (χημικά, επιθέσεις στις διαδηλώσεις, καταστολή), το καθεστώς εξαίρεσης που οικοδομείται γι’ αυτούς που «δεν χωράνε». Καταγγέλλουμε σαν παράνομες τις δικές τους πολιτικές και θέτουμε το ζήτημα της «νόμιμης άμυνας» απέναντι σ’ αυτές. Η πάλη για να επανακαθοριστούν το περιεχόμενο και τα όρια της «νομιμότητας» είναι κρίσιμο ιδεολογικό μέτωπο, όπου δίνουμε τη μάχη για να απονομιμοποιήσουμε τα μνημόνια, τον κρατικό ρατσισμό και καταστολή, τις θεωρίες της εξαίρεσης. Με στόχο να διευρύνουμε τα όρια της νομιμότητας για τις πρακτικές αντίστασης και αλληλεγγύης. Απέναντι στη «νομιμότητα» του συστήματος, δηλαδή την κοινωνική, πολιτική και ιδεολογική βία ενάντια στους εκμεταλλευόμενους, η απάντησή μας είναι: «Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη, του απεργού, του άνεργου και του μετανάστη»!
Στην κοινωνία της ακραίας ταξικής πόλωσης, η Ριζοσπαστική Αριστερά, ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι το πολιτικό «άκρο», δηλαδή η πολιτική έκφραση το ενός ταξικού στρατοπέδου. Καταλαμβάνουμε συνειδητά αυτό το «άκρο» και το υπερασπιζόμαστε, απέναντι στο άλλο «άκρο», που είναι οι μνημονιακοί και οι φασίστες.
12. Να δώσουμε αποφασιστικά τον άμεσο ιδεολογικό αγώνα με τις ιδέες του σοσιαλισμού
Στις συνθήκες της ιστορικών διαστάσεων, δομικής κρίσης του καπιταλισμού, ο ιδεολογικός μας ορίζοντας δεν μπορεί να είναι κλειστός. Η Ριζοσπαστική Αριστερά της ρήξης δεν είναι απλώς μια αντιμνημονιακή δύναμη.
Ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός συγκροτείται πάνω στα γνωστά νεοφιλελεύθερα καπιταλιστικά ιδεολογήματα, εμπλουτισμένα και προσαρμοσμένα στις συνθήκες της κρίσης: του τέλους της Ιστορίας (ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός της αγοράς και η αστική δημοκρατία είναι ο ανώτατος βαθμός εξέλιξης και προόδου των κοινωνιών – οτιδήποτε άλλο, εκτός από μάταιο, είναι και αναχρονισμός ή δεσποτισμός), της αιωνιότητας του καπιταλισμού (μόνο το ξεπέρασμα της κρίσης του καπιταλισμού είναι νοητό, άρα τα όρια όλων των πολιτικών δυνάμεων, περιλαμβανομένης της Αριστεράς, είναι οι προτάσεις για το ξεπέρασμα της καπιταλιστικής κρίσης – προτάσεις για την υπέρβαση του καπιταλισμού είναι αδιανόητες), της «εσωτερικής υποτίμησης» (για την κρίση και την «απόκλιση από την κανονικότητα» ευθύνεται το γεγονός ότι το Δημόσιο, οι εργάτες και οι μικρομεσαίοι «ζουν πάνω από τις δυνάμεις τους», άρα χρειαζόμαστε την «κάθαρση» της λιτότητας), με τις ιδέες του κράτους «έκτακτης ανάγκης» (το πολιτικό αντίστοιχο της «εσωτερικής υποτίμησης»: όπως οι εργάτες και οι μικρομεσαίοι ζούσαν οικονομικά «πάνω απ’ τις δυνάμεις τους», έτσι ζούσαν σε ένα καθεστώς «σπατάλης» και «κατάχρησης» δικαιωμάτων, που μέσα στην κρίση είναι πλέον απαράδεκτο), του αντικομμουνισμού (η Αριστερά που δεν αποδέχεται όλα τα προηγούμενα, δεν μπορεί παρά να είναι υπερασπιστής της «διαφθοράς» και των «δικαιωμάτων των συντεχνιών», προστάτης των «βολεμένων», νοσταλγός δεσποτικών και ανελεύθερων καθεστώτων, υπονομευτής των προσπαθειών για έξοδο από την κρίση, εχθρός της δημοκρατίας – άρα πρέπει να παταχθεί και να απομονωθεί, αφού δεν είναι πλέον απλώς γραφική, αλλά και επικίνδυνη).
Αυτό το ιδεολογικό «σύστημα» είναι υποδειγματικό για τη συνοχή του, για την οργανική σχέση ανάμεσα στα μέρη του, ανάμεσα σε ιδεολογία, πολιτική και συγκεκριμένη πρακτική. Δίνει μεγάλη δύναμη στο οικονομικό και πολιτικό σχέδιο διαχείρισης της κρίσης από τις δυνάμεις του συστήματος και συνιστά σαφές πλεονέκτημα έναντι της Αριστεράς.
Απέναντι σε αυτή την «ιδεολογική γραμμή», το σχέδιο της ρήξης με το μνημόνιο θα φαίνεται αντιφατικό, ατεκμηρίωτο και τυχοδιωκτικό αν δεν ξεκαθαριστεί ότι είναι σχέδιο κοινωνικού μετασχηματισμού, σχέδιο υπέρβασης του καπιταλισμού σε κρίση κι όχι ένα -ουτοπικό- αριστερό σχέδιο επανόδου στην προ κρίσης καπιταλιστική «κανονικότητα». Η μόνη πειστική «τεκμηρίωση» των προγραμματικών προτάσεων του ΣΥΡΙΖΑ, αυτό που μπορεί να τις κάνει ρεαλιστικές, είναι μόνο η δυναμική που μπορεί να δημιουργήσει η διαδικασία του κοινωνικού μετασχηματισμού: η ανατροπή του υποδείγματος, ο παραμερισμός του κέρδους, η κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και το κοινωνικό σχέδιο στη θέση της ατομικής ιδιοκτησίας και της κατανομής των κοινωνικών πόρων με βάση το κέρδος και τον ανταγωνισμό των ατομικών καπιταλιστικών κεφαλαίων, το να αποφασίζουν οι εργαζόμενοι και όχι οι μέτοχοι και οι διευθύνοντες σύμβουλοι, το να παράγουμε και να καταναλώνουμε στο πλαίσιο του κοινωνικού σχεδιασμού με βάση τις ανάγκες των εργαζομένων και όχι με βάση τον καπιταλιστικό ανταγωνισμό για το κέρδος.
Χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις, το αντιμνημονιακό στοιχείο της πολιτικής μας θα είναι κενό περιεχομένου και η γραμμή της ρήξης (με το μνημόνιο και τις δανειακές συμβάσεις, που συνεπάγεται ρήξη με το σύστημα) θα παραπαίει, θα φαίνεται τυχοδιωκτική (από την άποψη του «ρεαλισμού» που επιβάλλουν οι καταναγκασμοί του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού) και θα υποβιβάζεται σε τακτική (της οποίας επίσης ο ρεαλισμός δεν θα μπορεί να «αποδειχτεί»). Πρέπει λοιπόν να γίνει σοβαρή δουλειά για να αποκατασταθεί η συνεκτικότητα του πολιτικού μας σχεδίου και να αποδειχτεί ο ρεαλισμός του με το μόνο εφικτό τρόπο: την οργανική του ένταξη σε ένα σχέδιο κοινωνικού - σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Το γεγονός ότι η Αριστερά και ιδιαίτερα ο ΣΥΡΙΖΑ απέφυγαν μέχρι σήμερα να εντάξουν άμεσα το πολιτικό τους σχέδιο στη διαδικασία του κοινωνικού μετασχηματισμού και το σοσιαλισμό, το γεγονός ότι η λέξη σοσιαλισμός λείπει από τις παρεμβάσεις των κεντρικών μας στελεχών, συνιστά μεγάλη αδυναμία, με σημαντικές αρνητικές συνέπειες. Αυτή η αδυναμία πρέπει να διορθωθεί άμεσα!
13. Η αντιπαράθεση είναι ταξική…
Ύστερα από 2,5 χρόνια επιβολής των μνημονιακών πολιτικών, οι μισθοί και οι συντάξεις, κάθε είδους υποδομές κοινωνικής προστασίας, οι εργασιακές κατακτήσεις, η δημόσια υγεία και παιδεία κατεδαφίζονται με συνοπτικές διαδικασίες. Συντελείται ταχύτατα μια ιστορικών διαστάσεων διαδικασία λεηλασίας και μεταφοράς πλούτου από την εργασία προς το κεφάλαιο, από την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα που χρεοκοπούν προς το κεφάλαιο, ντόπιο και ξένο: τους ντόπιους και ξένους τοκογλύφους (τράπεζες και λοιπούς κερδοσκόπους), τους βιομήχανους (ΣΕΒ) και συνολικά τους Έλληνες καπιταλιστές. Η λεηλασία των εργατικών και λαϊκών δικαιωμάτων και κατακτήσεων (προκειμένου να διασφαλιστούν οι απαιτήσεις των τοκογλύφων δανειστών), τα 200 δισ. ευρώ δημόσιες εγγυήσεις προς τις ελληνικές τράπεζες (τα οποία ξεπληρώνονται με μια απίστευτη «ανθρωπιστική καταστροφή» για την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα), οι δεκάδες προκλητικές φοροαπαλλαγές αλλά και άμεσες ή έμμεσες επιδοτήσεις προς το κεφάλαιο (που παραμένουν ενώ καταργούνται και οι στοιχειώδεις φοροαπαλλαγές για τα χαμηλά εισοδήματα και αντίθετα προστίθενται διαρκώς κάθε είδους χαράτσια και νέες φοροληστείες), η προκλητική παραμονή του συστήματος επιδότησης του ελληνικού κεφαλαίου μέσω της κρατικά ενορχηστρωμένης φοροδιαφυγής (όταν η φοροληστεία ενάντια σε μισθωτούς και συνταξιούχους παίρνει τη μορφή δήμευσης εισοδημάτων και περιουσιών), η ανοιχτή επιδότηση του ελληνικού κεφαλαίου με τη μείωση μισθών και στον ιδιωτικό τομέα και την κατεδάφιση του συστήματος εργασιακών δικαιωμάτων και προστασίας (μετενέργεια, προστασία από τις απολύσεις - αποζημίωση απόλυσης, κατάργηση Οργανισμού Μεσολάβησης Διαιτησίας, τρομακτική επέκταση των μορφών «ευέλικτης» απασχόλησης και της «μαύρης» εργασίας κ.λπ.), η λεηλασία των λαϊκών στρωμάτων μέσα από τα στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια, τα ληστρικά επιτόκια και τις καταχρηστικές πρακτικές των τραπεζών, όλα μαρτυρούν ότι η ελληνική εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα δέχονται τη συνδυασμένη επίθεση μιας συμμαχίας του ελληνικού και του ξένου κεφαλαίου και των πολιτικών τους εκπροσώπων: της Μέρκελ και του Ολάντ, της Λαγκάρντ, της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών, αλλά και του Παπανδρέου, του Σαμαρά, του Βενιζέλου - και του Κουβέλη σε ρόλο «αριστερού» μνημονιακού κολαούζου. Η συμμαχία τους χαρακτηρίζεται ασφαλώς από την ιεραρχία της δύναμης και είναι γεμάτη αντιθέσεις, που οφείλονται στα διαφορετικά και πολλές φορές αντιτιθέμενα συμφέροντα, αλλά έχει κοινό παρονομαστή την εξυπηρέτηση των συμφερόντων όλων των πλευρών.
Με το δεύτερο μνημόνιο είδαμε πολύ καθαρά τον ταξικό και όχι «εθνικό» χαρακτήρα των μνημονιακών πολιτικών, ενώ μέσα στο φετινό καλοκαίρι μέσα από ένα όργιο αδιαφάνειας και καταστρατήγησης και των στοιχειωδών όρων της δικής τους «αγοράς», ξεκίνησε μια διαδικασία πλήρους ιδιωτικοποίησης των τραπεζών και μοιράσματός τους με συνοπτικές διαδικασίες στα μεγάλα αφεντικά του ελληνικού καπιταλισμού και των διεθνών συνεταίρων του. Με το νέο «πακέτο» μέτρων και το επερχόμενο τρίτο μνημόνιο, η συντριβή των δικαιωμάτων και κατακτήσεων των εργαζομένων θα πάρει αδιανόητες διαστάσεις, προκειμένου να ικανοποιηθούν τα συμφέροντα του ντόπιου και διεθνούς κεφαλαίου. Η ελληνική αστική τάξη θέλει να κρατήσει αλώβητο το σκληρό πυρήνα του ελληνικού καπιταλισμού, να μείνουν βασικά σε «ελληνικά χέρια» (έστω και σε αναγκαστικό συνεταιρισμό με ισχυρούς διεθνείς συνεταίρους) οι τράπεζες και να μείνει ο ελληνικός καπιταλισμός πάση θυσία (αυτή η θυσία φυσικά αφορά τα εργατικά και λαϊκά δικαιώματα κι όχι το κέρδη και τα συμφέροντα του κεφαλαίου) στη ζώνη του ευρώ, όχι για το «καλό της οικονομίας και του έθνους» γενικώς, αλλά γιατί αυτό επιτάσσουν τα συμφέροντα των Ελλήνων τραπεζιτών, των βιομηχάνων - μελών του ΣΕΒ και του διεθνοποιημένου τομέα του ελληνικού κεφαλαίου.
Η σύγκρουση λοιπόν είναι ταξική σε όλη τη γραμμή: Από τη μια πλευρά, η λυκο-συμμαχία του ντόπιου και του διεθνούς κεφαλαίου, όπως αυτή συμπυκνώνεται στην τρόικα και στις ελληνικές κυβερνήσεις. Από την άλλη, η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, που οι ιστορικές κατακτήσεις και τα δικαιώματά τους κατεδαφίζονται.
Όλοι οι στόχοι που προβάλλονται από τις κυβερνήσεις του μνημονίου με τη μορφή «εθνικών στόχων», για να δικαιολογήσουν τα αλλεπάλληλα «πακέτα» μέτρων, δεν είναι παρά άλλοθι για να κρύψουν την ταξική φύση της πολιτικής τους.
14. …και όχι «εθνική»
Στην Ευρωζώνη, επίκεντρο της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, η γερμανική αστική τάξη αναδεικνύεται σε «εγγυητή» του ακραίου νεοφιλελευθερισμού. Όντας η ισχυρότερη και έχοντας ισχυρά οικονομικά πλεονεκτήματα σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές αστικές τάξεις, απαιτεί το βάθεμα των πολιτικών λιτότητας σε όλη την Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ίδια εφαρμόζει αυτή την πολιτική με συνέπεια σε βάρος της δικής της εργατικής τάξης, ξεκινώντας από την «Ατζέντα 2010» του σοσιαλδημοκράτη καγκελαρίου Σρέντερ και μέχρι σήμερα. Το σχέδιο της γερμανικής αστικής τάξης είναι ηγεμονικό ακριβώς γιατί είναι το μόνο που στηρίζεται με συνέπεια στην ταξική αποστολή του ευρώ, σαν κοινού εργαλείου όλων των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων για την καθυπόταξη του κόσμου της εργασίας σε όλες τις χώρες-μέλη.
Στο πλαίσιο αυτό, τα «ανταλλάγματα» ή η «ποινή» για τη χρηματοδότηση του χρέους των χωρών-μελών που δεν μπορούν να δανειστούν από τις αγορές (δηλαδή που χρεοκοπούν) είναι δύο: Πρώτο, σκληρά προγράμματα λιτότητας. Δεύτερο, περαιτέρω εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας, με την υπαγωγή τους σε ένα είδος διεθνούς οικονομικού ελέγχου, από τις Βρυξέλλες και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Στην Ευρωζώνη η εκχώρηση της οικονομικής πολιτικής στην τρόικα και τις Βρυξέλλες θεσμοποιείται μέσα από τις αποφάσεις των τελευταίων Διακυβερνητικών Συσκέψεων κορυφής μέσω του νέου ευρωπαϊκού μηχανισμού σταθερότητας (ESM), αλλά και μέσα από τον σχεδιαζόμενο νέο μηχανισμό ενιαίας εποπτείας των ευρωπαϊκών τραπεζών. Αυτού του τύπου η εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας είναι διεθνής διαδικασία, κοινό σχέδιο του κεφαλαίου με στόχο να «αποικιοποιήσει» όχι κάποιες χώρες αλλά τους ευρωπαϊκούς λαούς συνολικά. Όχι μόνο ο αδύναμος ελληνικός καπιταλισμός, αλλά και ισχυρά καπιταλιστικά κράτη όπως η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία αποδέχονται αυτό το πλαίσιο εκχώρησης της εθνικής κυριαρχίας και διαπραγματευόμενα απλώς τους όρους. Ακόμη και η Γερμανία εκχωρεί κάποια στοιχεία της οικονομικής εθνικής της κυριαρχίας (εποπτεία των τραπεζών της από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κ.λπ.).
Όπως λοιπόν το χρέος των κρατών είναι χρέος προς το κεφάλαιο (προς τους τραπεζίτες, τα hedge funds κ.λπ. που έχουν στα χέρια τους τα κρατικά ομόλογα), έτσι και η διεθνής διαδικασία εκχώρησης της οικονομικής πολιτικής σε υπερεθνικά κέντρα δεν είναι παρά μια διαδικασία που μετατρέπει όλες τις χώρες (τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα) σε αποικίες του κεφαλαίου. Πάνω σε αυτή τη διαδικασία δημιουργείται ένας νέος, ευρωπαϊκός καπιταλιστικός καταμερισμός εργασίας και αναδιαμορφώνεται η ιμπεριαλιστική αλυσίδα.
Στην Ελλάδα, που μαζί με την Πορτογαλία είναι οι πιο αδύναμες καπιταλιστικές χώρες στην Ευρωζώνη, η οξύτητα και το βάθος της κρίσης δημιουργούν τις προϋποθέσεις για να μετασχηματιστεί σε εθνική κρίση. Αυτό έχει καθόλου δεν σημαίνει ότι το περιεχόμενο της κρίσης είναι «εθνικό», αλλά ότι οι διαστάσεις της κρίσης είναι εθνικές, δηλαδή αγκαλιάζουν ολόκληρο το έθνος, δηλαδή τις τάξεις στις αμοιβαίες τους σχέσεις και το κράτος.
Η κρίση είναι ως προς τις διαστάσεις και το βάθος της εθνική, αλλά το έθνος είναι διχασμένο σε αντίπαλες τάξεις των οποίων, ιδιαίτερα μέσα στην κρίση, τα συμφέροντα αλληλοαποκλείονται 100%! Η αντιπαράθεση είναι ταξική σε όλη τη γραμμή, και γι’ αυτό ρήξη με το μνημόνιο, την τρόικα και τις δανειακές συμβάσεις δεν σημαίνει ρήξη ή αντιπαράθεση με κάποια «χώρα» αλλά ταυτόχρονη ρήξη με την ελληνική αστική τάξη και το διεθνές σύστημα.
15. Ο ριζοσπαστισμός δεν είναι το πρόβλημα, αλλά η λύση
Πιστεύουμε ότι για την Αριστερά και τον ΣΥΡΙΖΑ ο ριζοσπαστισμός είναι η λύση και όχι το πρόβλημα. Ότι τα ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά του «ΣΥΡΙΖΑ του 4,5%» όχι μόνο δεν πρέπει να αποδυναμωθούν ή να απαλειφθούν, αλλά αντίθετα πρέπει να εμπεδωθούν και να εμβαθυνθούν. Ότι ο «ΣΥΡΙΖΑ του 27,5%» πρέπει να εμβαθύνει ιδεολογικά, πολιτικά, προγραμματικά, σε αριστερή κατεύθυνση. Ότι πρέπει το πολιτικό του σχέδιο να αποκτήσει συνεκτικότητα αίροντας τις όποιες αντιφάσεις και αμφισημίες σε ριζοσπαστική κατεύθυνση. Ότι αν δεν θέλει να προδώσει την εντολή του λαϊκού ρεύματος που τον στήριξε, αν θέλει να δημιουργήσει τους όρους για την ανατροπή της κυβέρνησης και κυβέρνηση της Αριστεράς, πρέπει να παραμείνει στην «άλλη όχθη», ως Ριζοσπαστική Αριστερά, ενωτική, εργατική και λαϊκή, σοσιαλιστική, της ρήξης και της ανατροπής.
Οι έως τώρα κατακτήσεις μας, ό,τι μας έφερε ως εδώ, δεν ήταν χρήσιμο μόνο για τα «πέτρινα χρόνια» του ΣΥΡΙΖΑ, για τον ΣΥΡΙΖΑ του 4,5%. Είναι επίσης απαραίτητο για τον ΣΥΡΙΖΑ του 27%. Είναι σίγουρο ότι πρέπει να μάθουμε να επικοινωνούμε με τη μεγάλη μάζα, να κάνουμε μαζική πολιτική, να μαθητεύσουμε στην εκλαΐκευση και σε μεθόδους μαζικής επικοινωνίας, να μάθουμε να οργανώνουμε σε μαζική κλίμακα, να μάθουμε να ανταποκρινόμαστε σε μια απείρως μεγαλύτερη και πιο απαιτητική κλίμακα καθηκόντων. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ο ριζοσπαστισμός, το «πολιτικό στίγμα» της Ριζοσπαστικής Αριστεράς είναι ακατάλληλο για να κάνουμε μαζική πολιτική, να κρατήσουμε τα υψηλά εκλογικά ποσοστά και να δώσουμε τη μάχη για την εξουσία. Αντίθετα, όρος για τη μαζικότητα, ακόμη και τα μεγάλα ποσοστά, κυρίως όμως για να μας εμπιστευτούν οι μάζες στον αγώνα για την εξουσία, είναι ο ριζοσπαστισμός και η πολιτική τόλμη και αποφασιστικότητα.
Στη σημαντική διαδικασία της Συνδιάσκεψης του ΣΥΡΙΖΑ το Δεκέμβριο θα παλέψουμε με αφετηρία αυτές τις θέσεις για ένα τέτοιο ΣΥΡΙΖΑ που χρειάζονται η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, οι αγωνιστές/στριες του κινήματος και της Αριστεράς.
Νοέμβριος 2012-11
ΚΟΚΚΙΝΟ – συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ
Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2012

 

ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗΣ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ

Των ΚΟΣΜΑ ΠΑΝΟΥ,  ΜΑΡΤΑΛΗ ΣΩΤΗΡΗ, ΝΤΑΒΑΝΕΛΛΟΥ ΑΝΤΩΝΗ, ΠΑΠΑΚΩΣΤΑ ΒΑΣΙΛΗ, ΣΑΠΟΥΝΑ ΓΙΩΡΓΟΥ,  ΨΑΡΡΕΑ ΠΕΤΡΟΥ*
Το Σχέδιο Διακήρυξης που η γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ έδωσε προς συζήτηση στις συνελεύσεις των οργανώσεων του ενωτικού εγχειρήματος της ριζοσπαστικής αριστεράς, δίνει τα ερεθίσματα για μια σημαντική πολιτική συζήτηση, σε μια κρίσιμη περίοδο.
Κατανοώντας την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ προς τον ενιαίο φορέα, ως πορεία οικοδόμησης κυρίως πολιτικής ενότητας ενός μεγάλου τμήματος της αριστεράς, θα επικεντρώσουμε τη συμβολή μας σε παρατηρήσεις επί του πολιτικού – προγραμματικού σκέλους του σχεδίου. Αυτό δεν σημαίνει ότι υποτιμούμε τις επιλογές ιδεολογικού – στρατηγικού προσανατολισμού. Αντίθετα, θεωρούμε, για πολλούς λόγους, πολύτιμη τη δεδηλωμένη ένταξη της προσπάθειας του ΣΥΡΙΖΑ στην αντικαπιταλιστική - σοσιαλιστική στρατηγική. Όμως θεωρούμε αυτονόητο ότι οι ιδεολογικές αποχρώσεις και διαφορές μεταξύ των ρευμάτων και τάσεων που συνυπάρχουν στον ΣΥΡΙΖΑ, θα συνεχίσουν να υπάρχουν για μεγάλο διάστημα σχετικά με ζητήματα της σοσιαλιστικής ανατροπής. Στο μέτρο που η πολιτική ενότητα παραμένει ισχυρή, θεωρούμε ότι αυτές οι διαφορές μπορούν να εξακολουθούν να αποτελούν πλούτο και όχι πηγή προβλημάτων και δυσλειτουργιών για τον ΣΥΡΙΖΑ.
Θεωρούμε ότι η προσοχή των μελών και των οργανώσεων του ΣΥΡΙΖΑ, ανάμεσα στα ζητήματα που θέτει το σχέδιο, πρέπει να στραφεί και στα εξής σημεία:
1. Επιμένουμε στη διεκδίκηση της κυβέρνησης της αριστεράς ή έχουμε «νέες ιδέες» μπροστά στα αδιέξοδα και στη σήψη της τρικομματικής;
Το Σχέδιο Διακήρυξης δηλώνει ως βασικό στόχο του ΣΥΡΙΖΑ τη διεκδίκηση μιας κυβέρνησης της αριστεράς «στηριγμένης σε ένα ευρύ μέτωπο κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων». Για να επιτύχουμε το στόχο αυτό, δηλώνει ότι: α) «επιμένουμε στην ανάγκη για κοινή δράση και συμπαράταξη της αριστεράς», β) «συμβάλλουμε με όλες τις δυνάμεις μας στην ανάπτυξη ενός ισχυρού κοινωνικού κινήματος και ενός μεγάλου πολιτικού κινήματος» και γ) «ισχυροποιούμε και διευρύνουμε τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ» (Προοίμιο). Η θέση αυτή είναι σωστή, πρέπει να διαφυλαχθεί και να επιβεβαιωθεί από την Πανελλαδική Συνδιάσκεψη.
Η θέση αυτή τίθεται σε αμφισβήτηση από τοποθετήσεις, όπως:
Ι) Κυβέρνηση αντιμνημονιακών δυνάμεων. Πρόκειται για καλυμμένη πρόταση συγκυβέρνησης με τους Ανεξάρτητους Έλληνες του Πάνου Καμένου. Είναι μια πρόταση που επιχειρεί να λύσει τα προβλήματα συμμαχιών και το πιθανό αριθμητικό ζήτημα κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, αλλά δημιουργεί σοβαρότατα ζητήματα πολιτικού και στρατηγικού προσανατολισμού για τον ΣΥΡΙΖΑ. Το κόμμα του Π. Καμένου πέρα από την αντιμνημονιακή ρητορική του, παραμένει υποστηρικτής της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, παραμένει κόμμα της σκληρής Δεξιάς και αποτελεί τον πιθανότατο πόλο μιας εθνικιστικής (και τυχοδιωκτικά φιλοπόλεμης) στρατηγικής διεξόδου του ελληνικού καπιταλισμού από την κρίση.
ΙΙ) Κυβέρνηση κοινωνικής (ή εθνικής) σωτηρίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ πέρασε με επιτυχία, αυτή τη δοκιμασία στο μεσοδιάστημα των εκλογών του περασμένου Μάη – Ιούνη. Οφείλει να αντέξει στην σχετική πίεση και σήμερα, ακόμα και κάτω από την απειλή σοβαρού οικονομικού αδιεξόδου ή «ατυχήματος». Η συγκυβέρνηση με πλατύ φάσμα αστικών δυνάμεων (συμπεριλαμβάνοντας και το κόμμα του Σαμαρά;) σε κάθε περίπτωση θα λειτουργεί ως παράγων επανασταθεροποίησης του συστήματος και σε ευθύ ανταγωνισμό τόσο με τις προοπτικές της αριστεράς όσο και με τα συμφέροντα των εργαζομένων και της νεολαίας. Όποιο φτιασίδωμα αυτής της «λύσης» (π.χ. κυβέρνηση «ειδικού σκοπού») δεν είναι δυνατόν να καλύψει πειστικά το πρόβλημα, ενώ κανείς δεν δικαιούται να ξεχνά την αρνητική πείρα του 1989….
2. Ανατροπή της λιτότητας
Ο ΣΥΡΙΖΑ και δια του σ. Αλέξη Τσίπρα στη βουλή έχει πλέον με σαφήνεια δεσμευτεί για τη «μονομερή πράξη» της κατάργησης των μνημονίων και όλων των συνοδευτικών νόμων λιτότητας.
Οφείλει να συνδυάσει τη θέση αυτή με μια εξίσου μονομερή δέσμευση υπέρ των αιτημάτων των αγώνων του κόσμου μας. Η αποκατάσταση των μισθών και των συντάξεων, η εγγύηση της βιωσιμότητας του δημόσιου σχολείου και νοσοκομείου, η αντιστροφή της «ελαστικοποίησης» των εργασιακών σχέσεων, πρέπει να γίνουν σημαίες του ΣΥΡΙΖΑ και να υπηρετηθούν με όποιο αναγκαίο μέσον.
Κατανοούμε τις οικονομικές δυσκολίες που θα έχει να αντιμετωπίσει μια κυβέρνηση της αριστεράς και κατά συνέπεια τους χρόνους και τις προσπάθειες που θα χρειασθούν στο μέτωπο αυτό. Στο προεκλογικό πρόγραμμα της «Αθηναΐδας» δώσαμε μιαν απάντηση (υπόσχεση για άμεση αποκατάσταση των κατώτατων μισθών και συντάξεων, δέσμευση ότι οι μέσοι μισθοί και συντάξεις θα αποκατασταθούν σταδιακά). Η θέση αυτή διαφέρει από θέσεις κεντρικών στελεχών μας που σήμερα μιλούν για «πάγωμα» των μισθών και των συντάξεων στο σημερινό επίπεδο, δεσμευόμενοι ουσιαστικά ότι δεν θα παρθούν πρόσθετα μέτρα λιτότητας πέρα από αυτά που ήδη έχουν εμπεδώσει τα Μνημόνια. Πρόκειται για διαφορετικές πολιτικές και αυτή η «αμφισημία» πρέπει να λυθεί μέσα στις διαδικασίες του ΣΥΡΙΖΑ.
3. Σχετικά με τους πόρους χρηματοδότησης των φιλεργατικών – φιλολαϊκών μέτρων μιας κυβέρνησης της αριστεράς.
Πρόκειται για το σοβαρότερο επιχείρημα των αντιπάλων μας. Η απάντηση οικοδομείται από μια σαφέστερη δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ σε τρία ζητήματα:
α) Άμεση αναστολή πληρωμής τόκων - διαγραφή του χρέους. Εμείς, όπως και πολλοί άλλοι και άλλες σύντροφοι και συντρόφισσες, υποστηρίζουμε την πολιτική της άμεσης μονομερούς αναστολής πληρωμής τόκων και διαγραφής του χρέους. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει επιλέξει μια πιο «σύνθετη», αλλά και αντιφατική προσέγγιση, ανοιχτή σε επικίνδυνες ερμηνείες: έλεγχος, διαγραφή μεγάλου μέρους, αποπληρωμή με μορατόριουμ και ρήτρα ανάπτυξης, στο πλαίσιο μιας γενικότερης ρύθμισης σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ωστόσο, κυριολεκτικά από την «επόμενη μέρα» θα προκύψει το κρίσιμο δίλημμα: μια κυβέρνηση της Αριστεράς θα εξακολουθήσει να πληρώνει τους τόκους και τα χρεολύσια στους ντόπιους και διεθνείς τοκογλύφους; Αν συνεχίσουμε να πληρώνουμε τους τόκους (με τα σημερινά δεδομένα, ξεπερνούν τα 11 δισ. ευρώ ετησίως), οδηγούμαστε σε πλήρη αφαίμαξη και στην ανάγκη επιβολής ενός «πακέτου» λιτότητας, αντίστοιχου με του Στουρνάρα, κάθε χρόνο. Όσον αφορά το χρέος, είναι πρακτικά αδύνατη η πληρωμή χρεολυσίων (είναι πάνω από το 50% των δημόσιων δαπανών ετησίως) χωρίς εξωτερική χρηματοδότηση. Επειδή λοιπόν η τρόικα δεν θα συνεχίσει να χρηματοδοτεί μια κυβέρνηση της Αριστεράς που θα ανατρέψει τη λιτότητα και τα μνημόνια, η επιλογή είναι αναπόφευκτη και πρέπει να γίνει με σαφήνεια, που θα ενεργοποιεί κοινωνικές δυνάμεις ενώ θα επιδιώκει να εξουδετερώνει άλλες
β) Φορολόγηση του κεφαλαίου και του πλούτου.
Το Σχέδιο Διακήρυξης, σωστά, προτείνει μέτρα φορολόγησης του συσσωρευμένου πλούτου. Όμως συσκοτίζει το κρίσιμο ζήτημα της φορολόγησης των κερδών των επιχειρήσεων. Η προεκλογική θέση του ΣΥΡΙΖΑ για συντελεστή 45% πρέπει να επανέλθει ή να αντικατασταθεί από κάποια άλλη συγκεκριμένη επιλογή.
Σε αντίθεση με τη φιλολογία του συρμού, στην περίοδο της κρίσης εκατοντάδες μεγάλες επιχειρήσεις πραγματοποιούν σημαντικά κέρδη. Ακόμα και το ΔΝΤ και η Ε.Ε. υπογραμμίζουν, σήμερα, ότι είναι αδύνατη η αντιμετώπιση του προβλήματος στα δημόσια οικονομικά, όσο συνεχίζεται η φορολογική ασυλία του κεφαλαίου. Ασφαλώς μια τέτοια πολιτική οφείλει να συνδυάζεται με μέτρα συνολικού ελέγχου της οικονομίας που θα καταστέλλουν τις δυνατότητες δραπέτευσης κεφαλαίων και επιχειρήσεων. Η επιλογή αυτή είναι επίσης αναπόφευκτη και πρέπει να γίνει με συνειδητό τρόπο, που θα αποδεικνύει ότι αντιλαμβανόμαστε τον «μεταβατικό» χαρακτήρα της πολιτικής μιας κυβέρνησης της αριστεράς προς τη γενικότερη σοσιαλιστική ανατροπή.
γ) Εθνικοποίηση των τραπεζών και των ιδιωτικοποιημένων ΔΕΚΟ, υπό δημόσιο δημοκρατικό, εργατικό έλεγχο.
Πρόκειται για την τρίτη πλευρά διασφάλισης πόρων, αλλά και εργαλείων στήριξης, μιας φιλεργατικής – φιλολαϊκής πολιτικής. Επίσης πρόκειται για προεκλογική δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ («Αθηναΐδα») που πρέπει να επαναδιατυπωθεί και να υποστηριχθεί με συνέπεια.
Πρέπει να επιμείνουμε, στην αποφασιστική εφαρμογή του προγράμματός μας για εθνικοποιήσεις (πρώτα απ’ όλα των τραπεζών, αλλά και των ΔΕΚΟ που έχουν ιδιωτικοποιηθεί ή είναι σε διαδικασία ιδιωτικοποίησης) χωρίς αποζημίωση των μεγαλομετόχων και χωρίς «σεβασμό» των νόμων και των ρυθμίσεων της αγοράς ή των ευρωπαϊκών οδηγιών για τον ελεύθερο ανταγωνισμό κ.λπ. Με δεδομένη την κοινωνική και οικονομική κατάρρευση που έχει δημιουργήσει η εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών, με δεδομένα τα άδεια δημόσια ταμεία που θα παραλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ από τις μνημονιακές κυβερνήσεις και τη στενότητα πόρων, ούτε εφικτό είναι αλλά ούτε και κοινωνικά δίκαιο να γίνει έστω και μία εθνικοποίηση εμβέλειας με εξαγορά μετοχικών «πακέτων» από τους καπιταλιστές μεγαλομετόχους. Και μια κυβέρνηση της αριστεράς δεν θα μπορέσει να ασκήσει φιλολαϊκή πολιτική ούτε και να αντέξει στα χτυπήματα των δυνάμεων του συστήματος αν δεν προχωρήσει άμεσα σε ένα πρόγραμμα μαζικών εθνικοποιήσεων.  
4. Αντιμετώπιση των εκβιασμών της ΕΕ.
Κατά την προεκλογική περίοδο διατυπώσαμε τη θέση «καμιά θυσία για το ευρώ». Η θέση αυτή σημαίνει: α) Ότι μια κυβέρνηση της αριστεράς θα αρνηθεί τις άγριες θυσίες λιτότητας που η υπαρκτή ΕΕ απαιτεί ως προϋποθέσεις για τη σωτηρία του ευρώ. β) Ότι μια κυβέρνηση της αριστεράς θα μεταφέρει την άρνησή της να υποταχθεί στη λιτότητα σε ευρωπαϊκό πεδίο, υπολογίζοντας στην υποστήριξη των εργατικών λαϊκών κινημάτων και της αριστεράς. γ) Ότι μια κυβέρνηση της αριστεράς δεν μπορεί να ταυτιστεί με τμήματα των ευρωηγεσιών (π.χ. Ολάντ, Ραχόϊ, Μόντι κλπ) που μπορεί να υποστηρίζουν πιο ευέλικτες τακτικές για την αντιμετώπιση του χρέους, επιμένουν όμως στα προγράμματα λιτότητας ως προϋπόθεση για έξοδο από την κρίση της ευρωζώνης.
Σήμερα το ξέσπασμα των αγώνων στον ευρωπαϊκό νότο και η διεισδυτικότητα της θέσης μας σε άλλες δυνάμεις της αριστεράς, επιβάλλουν ως ελάχιστο ενοποιητικό στοιχείο του ΣΥΡΙΖΑ, την επιμονή στη θέση «καμιά θυσία για το ευρώ» και την ειλικρινή υποστήριξή της στην καθημερινή πολιτική δράση.
5. Επιβεβαίωση του γνήσια αντιρατσιστικού χαρακτήρα της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ.
Το Σχέδιο Διακήρυξης υποβαθμίζει τα αντιρατσιστικά χαρακτηριστικά που έχει καταγράψει η μεγάλη πλειοψηφία των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ, αυτά που καταλογίζουν οι αντίπαλοί μας και αυτά που γνώριζε ο κόσμος όταν μας εκτίναξε στο 27%. Η αναφορά στο «Δουβλίνο ΙΙ» δεν αρκεί, αφορώντας στο δημοκρατικό δικαίωμα μεταναστών να αποκτήσουν ταξιδιωτικά έγγραφα για να φύγουν από τη χώρα, ενυπάρχει στα προγράμματα δυνάμεων όπως το ΛΑΟΣ, ακόμα και της Χρυσής Αυγής. Το κρίσιμο ζήτημα για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι η θέση υπέρ της νομιμοποίησης και της διασφάλισης ίσων δικαιωμάτων για τους μετανάστες που επιθυμούν να παραμείνουν στη χώρα. Και από τη θέση αυτή δεν είναι δυνατόν να υπάρξει υποχώρηση. Η ιστορία του ΣΥΡΙΖΑ αποδεικνύει ότι η ριζοσπαστική πολιτική αποδίδει – ακόμα και εκλογικά – και όχι η προσαρμογή στις πιέσεις και η διολίσθηση σε συντηρητικές κατευθύνσεις.
Στη βάση αυτή ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να επιμείνει σε τρεις βασικές θέσεις:
I) Το πρόβλημα δεν είναι οι μετανάστες αλλά ο ρατσισμός: Αν αποδεχτούμε ότι οι μετανάστες είναι το πρόβλημα (υποσχόμενοι να το λύσουμε «με ευαισθησία και ανθρωπιά»), έχουμε ήδη κάνει την πρώτη και καθοριστική υποχώρηση.
II) Αποφασιστική αντιπαράθεση με τις κρατικές και ευρωπαϊκές πολιτικές ελέγχου στα σύνορα: Ενάντια στα σώματα κεφαλοκυνηγών, τη FRONTEX, τη μετατροπή του Λιμενικού σε πολεμικό σώμα κατά των μεταναστών, τους φράχτες και τα ναρκοπέδια.
III) Νομιμοποίηση όλων των μεταναστών που επιθυμούν να παραμείνουν στη χώρα.
Η ιστορία του ΣΥΡΙΖΑ αποδεικνύει ότι η ριζοσπαστική πολιτική αποδίδει –ακόμα και εκλογικά– και όχι η προσαρμογή στις πιέσεις και η διολίσθηση σε συντηρητικές κατευθύνσεις.
6. Ποια διεύρυνση του ΣΥΡΙΖΑ;
Αρχίσαμε την παρέμβασή μας με τη θέση που λέει ότι η διεκδίκηση μιας κυβέρνησης της αριστεράς ταυτίζεται με την επιμονή στην πολιτική ενότητας της αριστεράς, με τις συστηματικές πρωτοβουλίες του ΣΥΡΙΖΑ προς την κατεύθυνση του ΚΚΕ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλων δυνάμεων της αριστεράς. Αυτήν τη «διεύρυνση» θα συνεχίσουμε να υποστηρίζουμε ως προτεραιότητα.
Αυτός ο προσανατολισμός δεν εξαρτάται από τις λαθεμένες απαντήσεις των ηγεσιών των άλλων σχημάτων. Όσο π.χ. η ηγεσία του ΚΚΕ θα βυθίζεται περισσότερο στον απομονωτισμό, στην ιδιόμορφη – έμμεση αλλά σαφή – άρνηση των δυνατοτήτων νίκης του κόσμου μας, τόσο περισσότερο και όχι λιγότερο ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να επιμένει, με σοβαρότητα και υπευθυνότητα, στις πρωτοβουλίες κοινής δράσης και προοπτικής. Επίσης, αυτός ο προσανατολισμός δεν βρίσκεται σε καμιά αντίφαση με τη διεκδίκηση εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ μεγάλων τμημάτων της κοινωνικής βάσης της σοσιαλδημοκρατίας. Αντίθετα, η επιμονή στους αγώνες, στη ριζοσπαστική πολιτική, στη διατύπωση εναλλακτικών πολιτικών λύσεων, προσέλκυσε χιλιάδες και χιλιάδες λαϊκούς ανθρώπους που παλαιότερα εναπόθεταν τις ελπίδες τους στον σοσιαλδημοκρατικό δρόμο. Το 27% ήταν αποτέλεσμα μιας συνολικής διαδρομής και στάσης του ΣΥΡΙΖΑ και όχι κάποιων «μεταγραφών».
Στις συνθήκες σήψης και κατάρρευσης του οργανωμένου κορμού του ΠΑΣΟΚ, ισχυριζόμαστε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να είναι διεκδικητικός και τολμηρός στη βάση, αλλά αντίθετα εξαιρετικά προσεκτικός στις μετακινήσεις «κορυφής». Ομάδες και στελέχη με κυβερνητικές ευθύνες, ή κεντρικούς πολιτικούς ρόλους, πιστεύουμε ότι δεν έχουν θέση ούτε στις οργανώσεις, ούτε στα ψηφοδέλτια τους ΣΥΡΙΖΑ.
*Κοσμάς Πάνος, Μέλος γραμματείας ΣΥΡΙΖΑ, Κόκκινο
Μάρταλης Σωτήρης, Αναπληρωματικό μέλος γραμματείας ΣΥΡΙΖΑ, ΔΕΑ
Νταβανέλλος Αντώνης, Μέλος γραμματείας ΣΥΡΙΖΑ, ΔΕΑ
Παπακώστας Βασίλης, Αναπληρωματικό μέλος γραμματείας ΣΥΡΙΖΑ, Κόκκινο
Σαπουνάς Γιώργος, Μέλος γραμματείας ΣΥΡΙΖΑ, ΑΠΟ
Ψαρρέας Πέτρος, Αναπληρωματικό μέλος γραμματείας ΣΥΡΙΖΑ, ΑΠΟ
Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012


ΚΕΙΜΕΝΟ ΣΥΜΒΟΛΗΣ ΣΤΗΝ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΤΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΤΗΣ ΑΝΑΣΑ
ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΣΥΡΙΖΑ ΘΕΛΟΥΜΕ
Όταν κάναμε τα πρώτα μας βήματα, εμείς ανένταχτοι και ανένταχτες, αλλά και συλλογικότητες του ΣΥΡΙΖΑ, περιγράφαμε την παρέμβασή μας με τη φράση «μια ανάσα για τον ΣΥΡΙΖΑ». Τότε, αποτυπώσαμε δημόσια την αγωνία μας για την ενότητα του χώρου, για τη διατήρηση και ενίσχυση των ριζοσπαστικών πολιτικών και ταυτοτικών του χαρακτηριστικών.
Οι δυνάμεις της ΑΝΑΣΑ ένωσαν τις δυνάμεις τους τις δύσκολες στιγμές για να κρατήσουν την ιδέα του ΣΥΡΙΖΑ ζωντανή. Και κατάφεραν να την κρατήσουν κόντρα σε όσους και όσες προέβλεπαν το τέλος του εγχειρήματος. Ταυτόχρονα, περιγράφαμε το δρόμο για το επόμενο βήμα, επιμένοντας στην υπόθεση της ενότητας και ανασύνθεσης της Ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Από τότε έγιναν πολλά. Μέσα σε πρωτόγνωρες οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες, σε συνθήκες έντονης ταξικής - κοινωνικής πόλωσης, ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε ένα «θαύμα». Κατάφερε να αναγνωριστεί από ένα σημαντικό μέρος της κοινωνίας, ως το αντίπαλο δέος, ως δύναμη υπέρ των εκμεταλλευόμενων και -όχι στο βαθμό που θα θέλαμε- ως η δύναμη που αναφέρεται σε μια ριζικά νέα κοινωνία.
Η συμβολή των δυνάμεών μας σε όλη αυτή την πορεία ήταν σημαντική. Γιατί ο σπόρος που ρίξαμε, για την ανάγκη ανασύνθεσης της ριζοσπαστικής αριστεράς, φύτρωσε. Γιατί η επιμονή μας στην ενότητα δικαιώθηκε. Γιατί υπερασπιστήκαμε ιδέες και αξίες, που χωρίς αυτές ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα είχε καταφέρει να κάνει το άλμα, να έρθει σε επαφή με το διάχυτο ριζοσπαστισμό μέρους της κοινωνίας. Γιατί, πολλές φορές γίναμε ανάχωμα, όπως και άλλοι άλλωστε, ώστε ο ΣΥΡΙΖΑ να μην χάσει τη ψυχή του, να μην αλωθεί από δυνάμεις και πρόσωπα που ελάχιστη σχέση έχουν με τις απελευθερωτικές ιδέες της αριστεράς.
Προς τη Συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ
Σήμερα, ελάχιστες ημέρες πριν την πανελλαδική συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ, νιώθουμε δικαιωμένοι από τις εξελίξεις, καθώς η ιδέα του ενιαίου ΣΥΡΙΖΑ, του ΣΥΡΙΖΑ των μελών του, αρχίζει να γίνεται πράξη, καθώς η πορεία μετασχηματισμού του ΣΥΡΙΖΑ σε ενιαίο πολυτασικό κόμμα έχει δρομολογηθεί.
Είμαστε έτοιμοι να συμμετάσχουμε στις μάχες που συνεπάγεται αυτή η προσπάθεια, έχοντας πλήρη συνείδηση ότι τα οργανωτικά ζητήματα είναι εξόχως πολιτικά, αλλά και ότι η συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ ως ανοιχτού, μαζικού, εργατικού - λαϊκού κόμματος της Ριζοσπαστικής Αριστεράς είναι κατεξοχήν υπόθεση εμπέδωσης και εμβάθυνσης των ριζοσπαστικών δημοκρατικών, πολιτικών και ταυτοτικών του χαρακτηριστικών.
Τα προηγούμενα χρόνια κρατήσαμε ψηλά τη σημαία ιδιαίτερων πλευρών της φυσιογνωμίας του «χώρου», μαζί και με άλλες δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ. Η κοινωνική και ταξική προσέγγιση των ζητημάτων που αφορούν την κρίση, η υπαγωγή του πολιτικού μας σχεδίου στη σοσιαλιστική διέξοδο από την καπιταλιστική κρίση, η υπεράσπιση των μεταναστών και μεταναστριών, η αντιεθνικιστική, διεθνιστική και αντιμπεριαλιστική μας οπτική, η ανάδειξη του φεμινισμού και της οικολογίας ως βασικών στοιχείων της ταυτότητάς μας, η αυτονομία των κοινωνικών κινημάτων, η συμμετοχή μας σε εναλλακτικά κινήματα υπεράσπισης δικαιωμάτων, του αντιαπαγορευτικού και του αντιμιλιταριστικού κινήματος, του κινήματος για τα δικαιώματα των κρατουμένων, της σεξουαλικής απελευθέρωσης, των κοινωνικών και εθνοτικών-εθνικών μειονοτήτων. Αλλά και συνολικότερα, η επιμονή μας στο στρατηγικό προσανατολισμό του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού ως οράματος καθολικής απελευθέρωσης, η αντίθεσή μας τόσο στη σοσιαλδημοκρατία όσο και στο μοντέλο του σταλινισμού και του «υπαρκτού σοσιαλισμού», είναι μερικά από τα στοιχεία που οι δυνάμεις της ΑΝΑΣΑ, μαζί πάντα και με άλλες δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, πρόβαλαν όλο το προηγούμενο διάστημα.
Η νεολαιίστικη εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008, οι μεγάλες στιγμές του κινήματος αντίστασης στις πολιτικές των μνημονίων, η Υπατία, το «κίνημα των αγανακτισμένων», η εξέγερση της Κερατέας είναι μερικά από τα μεγάλα ορόσημα όπου τα φυσιογνωμικά αυτά χαρακτηριστικά «δικαιώθηκαν».
Βαδίζοντας προς τη συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ, θα στηριχτούμε αποφασιστικά σε αυτά τα πολιτικά και ταυτοτικά στοιχεία και θα δώσουμε τη μάχη για να γίνουν η στέρεη βάση για τη συγκρότησή του ως μαζικού κόμματος της Ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Η κυβέρνηση της Αριστεράς
Για μας, κυβέρνηση της Αριστεράς σημαίνει:
- Κυβέρνηση που θα έρθει στην εξουσία όχι σαν «ώριμο φρούτο» αλλά με τον «τρόπο της Αριστεράς»: με μαζικό κίνημα και με πολιτικό αγώνα που θα ανατρέψει τη σημερινή τρικομματική συγκυβέρνηση.
- Κυβέρνηση που έχει πλήρη συνείδηση ότι δεν μπορεί να υπάρξει «ουδετερότητα» απέναντι στις δυνάμεις του κεφαλαίου και «συγκερασμός συμφερόντων» ανάμεσα σε εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους.
- Κυβέρνηση που για να είναι συνεπής σε όλα αυτά, θα πρέπει να επιδιώκουμε από σήμερα, συστηματικά και με έμφαση, παρά τις μέχρι σήμερα αρνήσεις, την κοινή δράση και το μέτωπο της Αριστεράς, της ριζοσπαστικής οικολογίας και των κοινωνικών κινημάτων. Αλλά και με δυνάμεις, πολιτικές και κοινωνικές, που αποδεσμεύονται πειστικά από παραδοσιακές πολιτικές τοποθετήσεις και εντάξεις και επιθυμούν να ενταχθούν στο πολιτικό σχέδιο της Ριζοσπαστικής Αριστεράς. Η απαράδεκτη σεχταριστική στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ δεν ακυρώνει μια τέτοια κατεύθυνση ούτε μπορεί να δικαιολογήσει τη στροφή σε άλλες κατευθύνσεις (πατριωτική Δεξιά, π.χ. Ανεξάρτητοι Έλληνες ή μνημονιακή «Αριστερά»).
Μόνο μια κυβέρνηση της Αριστεράς μπορεί να βάλει φρένο στην κοινωνική ισοπέδωση, να έρθει σε ρήξη με το σημερινό πολιτικό σύστημα, με τις δυνάμεις του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη.
Γιατί μόνο μια τέτοια κυβέρνηση της Αριστεράς μπορεί, να δώσει άμεσα δείγματα γραφής μιας άλλης, ριζικά διαφορετικής αντίληψης, σε όλα τα επίπεδα, να αποκαταστήσει και διευρύνει τα εργασιακά, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα.
Γιατί μόνο μια τέτοια κυβέρνηση της Αριστεράς μπορεί ναι διαμορφώσει μια στέρεη και αμφίδρομη σχέση με τα ριζοσπαστικά κοινωνικά κινήματα, τα πληττόμενα, κυρίως τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα.
Γιατί μόνο μια τέτοια κυβέρνηση της Αριστεράς θα αποφύγει τον πειρασμό μιας δήθεν ρεαλιστικής προσέγγισης των ζητημάτων που έχουν σχέση με το χρέος και την οικονομία συνολικά και θα κινηθεί στη βάση των αναγκών της κοινωνίας και όχι του ευρώ. Επιμένουμε: καμία θυσία για το ευρώ και τους τραπεζίτες - καμία αυταπάτη για τη δραχμή.
Οι προγραμματικές μας αιχμές
Η κυβέρνηση της Αριστεράς θα πρέπει να στηριχτεί η ίδια αλλά και να ζητήσει τη στήριξη του κόσμου της Αριστεράς και των κινημάτων στην υλοποίηση ενός προγράμματος ρήξης με το μνημόνιο, την τρόικα και το σύστημα:
• Άμεση ακύρωση των μνημονίων και των εφαρμοστικών τους νόμων, καταγγελία των δανειακών συμβάσεων. Άμεση απεμπλοκή από τον περιβόητο «μηχανισμό στήριξης» της Ε.Ε., της ΕΚΤ και του ΔΝΤ.
• Αναστολή πληρωμών στους τόκους του δημόσιου χρέους, διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του (με την εξαίρεση του χρέους προς τα ασφαλιστικά ταμεία). Συγκρότηση διεθνούς Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου για το χρέος της Ελλάδας και των άλλων χωρών του ευρωπαϊκού Νότου.
• Εθνικοποίηση των τραπεζών, χωρίς αποζημίωση των μεγαλομετόχων, υπό εργατικό και κοινωνικό έλεγχο.
• Εθνικοποίηση των μεγάλων, στρατηγικής σημασίας, επιχειρήσεων και των πρώην ΔΕΚΟ που ιδιωτικοποιήθηκαν. Ανάκτηση του δημόσιου πλούτου που εκποιήθηκε ή πρόκειται να εκποιηθεί (αεροδρόμιο Ελληνικού, λιμάνια, αεροδρόμια, δημόσια γη κ.λπ.)
• Την κρίση να πληρώσουν τα κέρδη και οι πλούσιοι. Αναδιανομή του πλούτου υπέρ των εργαζομένων. Φορολόγηση των μεγάλων τραπεζικών, επιχειρηματικών, βιομηχανικών και εμπορικών καθώς και ναυτιλιακών ομίλων με φορολογικό συντελεστή 45%. Φορολόγηση της μεγάλης ακίνητης περιουσίας. Κατάργηση όλων των φοροαπαλλαγών του κεφαλαίου. Προοδευτική φορολογική κλίμακα για τα φυσικά πρόσωπα με στόχο τη μεταβίβαση των φορολογικών βαρών στα υψηλά εισοδήματα. Κατάργηση των οικονομικών δραστηριοτήτων ή συναλλαγών μέσω «οff shore» εταιρειών. Φορολόγηση όλων των κερδοσκοπικών συναλλαγών. Κατάργηση των προνομίων και φορολόγηση των εισοδημάτων και της περιουσίας της Εκκλησίας. Δραστική μείωση των δαπανών για στρατιωτικούς εξοπλισμούς.
• Αυξήσεις στους μισθούς και τις συντάξεις-Χτύπημα της ανεργίας. Άμεση επαναφορά των κατώτερων μισθών σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα στα προ του δεύτερου μνημονίου επίπεδα και περαιτέρω σταδιακή αύξησή τους. Επιστροφή του 13ου και 14ου μισθού στους συνταξιούχους και τους δημοσίους υπαλλήλους. Άμεση εισαγωγή του 35ωρου – 7ωρου – 5νθήμερου. Επίδομα ανεργίας στο 80% του βασικού μισθού. Νομοθετική ρύθμιση που θα επιτρέπει το πέρασμα των επιχειρήσεων που κλείνουν ή κάνουν μαζικές απολύσεις στον έλεγχο και τη διοίκηση των εργαζομένων.
• Υπεράσπιση και διεύρυνση του δημόσιου, δωρεάν και κοινωνικού χαρακτήρα της εκπαίδευσης. Αύξηση των δημόσιων δαπανών για την παιδεία και την έρευνα, δίχρονη προσχολική και 12χρονη υποχρεωτική εκπαίδευση. Δημόσια δωρεάν τριτοβάθμια εκπαίδευση, με ελεύθερη πρόσβαση. Μόνιμη, πλήρης και αποκλειστική απασχόληση για όλους του εκπαιδευτικούς. Πρόγραμμα καταπολέμησης των διακρίσεων και της φτώχειας.
• Δημόσια δωρεάν υγεία για όλους και όλες. Αύξηση των δημόσιων δαπανών για την υγεία. Υπεράσπιση και σωτηρία του ΕΣΥ από την πλήρη διάλυση στην οποία το οδηγούν τα αλλεπάλληλα μνημόνια. Αναδιάρθρωσή του με καταπολέμηση των κυκλωμάτων κερδοσκοπίας, της σπατάλης και της διαφθοράς των εγκάθετων διοικήσεων των νοσοκομείων. Προσλήψεις ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού στο ΕΣΥ και το ΙΚΑ για την κάλυψη των χιλιάδων οργανικών θέσεων. Στήριξη των προγραμμάτων «βοήθεια στο σπίτι». Δημιουργία Κέντρων αποκατάστασης και κοινωνική ένταξη πολιτών με αναπηρίες και Aids. Στήριξη του ΟΚΑΝΑ. Δωρεάν υπηρεσίες για τους ψυχικά πάσχοντες.
• Υπεράσπιση των μεταναστών - πάλη κατά του ρατσισμού. Ο ΣΥΡΙΖΑ ως πολιτική δύναμη έχει ταυτιστεί με την υπεράσπιση των μεταναστών και την πάλη ενάντια στο ρατσισμό. Στη νέα φάση της όξυνσης του κρατικού ρατσισμού και των φασιστικών επιθέσεων ενάντια στους μετανάστες πρέπει να συνεχίσει να δίνει αυτή τη μάχη χωρίς καμία υποχώρηση, με καθαρές θέσεις:
-Το πρόβλημα δεν είναι οι μετανάστες, αλλά ο ρατσισμός. Υπεράσπισή τους από τον κρατικό και κάθε ρατσισμό, καθώς και από τις φασιστικές επιθέσεις.
- Όχι φράχτες, FRONTEX, σώματα κεφαλοκυνηγών στα σύνορα, μετατροπή του Λιμενικού σε πολεμικό σώμα ενάντια στους μετανάστες.
- Κανένας μετανάστης που ζει, εργάζεται ή θέλει να παραμείνει στην Ελλάδα «λαθραίος». Νομιμοποίηση, ιθαγένεια στα παιδιά μεταναστών δεύτερης γενιάς. Άσυλο στους πρόσφυγες.
- Μονομερής καταγγελία της συνθήκης «Δουβλίνο ΙΙ», ταξιδιωτικά έγγραφα στους μετανάστες που θέλουν να ταξιδέψουν σε άλλες χώρες.
- Ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει την ένταξη των μεταναστών στα συνδικάτα και ανοίγει τις γραμμές του για να γίνουν μέλη του όσοι/ες μετανάστες/στριες το επιθυμούν.
- Όχι στις επιχειρήσεις σκούπα και στις επαναπροωθήσεις, δίωξη στις μαφίες, στα κυκλώματα και τους αστυνομικούς και κρατικούς λειτουργούς που συνεργάζονται μαζί τους και τους καλύπτουν, ώστε να λειτουργούν τα πολυποίκιλα κυκλώματα εκμετάλλευσης των μεταναστών (τράφικιγκ, πορνεία, σύγχρονες μορφές δουλείας).
• Πάλη κατά του φασισμού. Η εμφάνιση των φασιστικών αντιλήψεων είναι συνδυασμένη με την έξαρση του ρατσισμού κατά των μεταναστών και αποτελεί οργανικό σύμπτωμα της παρατεταμένης και γενικευμένης οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής κρίσης. Η άνοδος της εκλογικής επιρροής της ναζιστικής Χρυσής Αυγής, με την ανοχή και με την έμμεση υποστήριξη του αστικού συστήματος εξουσίας (θεωρία των «δύο άκρων») ανοίγει το δρόμο για τη μαζική εξάπλωση των ναζιστικών αντιλήψεων και για τη μετατροπή της από ασήμαντη σέκτα σε εθνικής εμβέλειας ναζιστικό κόμμα. Η Χρυσή Αυγή και η φασιστική ιδεολογία πρέπει να αντιμετωπιστεί από τις δυνάμεις της Αριστεράς ως κεντρικό πολιτικό ζήτημα, τόσο με όρους ιδεολογίας όσο και πρακτικής (συλλογική δράση, αντιφασιστικές επιτροπές, επιτροπές περιφρούρησης κ.λπ.).
• Πάλη ενάντια στον αυταρχισμό. Κατάργηση των ειδικών μονάδων (ΜΑΤ, ΕΚΑΜ) και των ειδικών σωμάτων (Ειδικοί φρουροί). Κατάργηση του τρομονόμου, των διατάξεων που επιβάλλουν την κοινωνία της επιτήρησης (κάμερες, παρακολουθήσεις πολιτών κ.λπ.) και των διατάξεων που επιτρέπουν την επιστράτευση των απεργών ή την καταναγκαστική εργασία σε κλάδους εργαζομένων. Ριζική μεταρρύθμιση του σωφρονιστικού συστήματος. Χάρτης δικαιωμάτων των κρατουμένων.
• Αντίσταση στο μιλιταρισμό και τις στρατιωτικές επεμβάσεις, μέτωπο στον εθνικισμό. Η πολιτική μιας κυβέρνησης τη Αριστεράς δεν μπορεί παρά να διέπεται από τις αρχές του διεθνισμού, της πάλης ενάντια στον πόλεμο και τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, της προάσπισης της ειρήνης, της φιλίας και αλληλεγγύης ανάμεσα στους λαούς. Καμία ελληνική στρατιωτική δύναμη έξω από τα σύνορα. Αποχώρηση της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ και ταυτόχρονα αγώνας για τη διάλυσή του. Κλείσιμο των βάσεων της Σούδας και του Άκτιου. Δραστική μείωση των εξοπλισμών και των στρατιωτικών δαπανών. Δίκαιη λύση στο παλαιστινιακό πρόβλημα με τη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους. Καμιά στρατιωτική συνεργασία με το Ισραήλ.
Μπορούμε να νικήσουμε!
Ο αγώνας για την εφαρμογή ενός τέτοιου προγράμματος απαιτεί την πιο πλατιά κοινωνική συμμαχία, όλων των κοινωνικών στρωμάτων, όλων των ανθρώπων που πλήττονται από τη μνημονιακή, νεοφιλελεύθερη και συντηρητική πολιτική, με ηγεμονική δύναμη τις δυνάμεις της εργασίας, αλλά και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, τους αυτοαπασχολούμενους και τους μικροϊδιοκτήτες στην πόλη και το χωριό. Απαιτεί επίσης ένα ρωμαλέο κίνημα, που θα απλωθεί σε όλους τους κοινωνικούς χώρους, σε όλη την κοινωνία και σε όλη τη χώρα, το οποίο θα πρωταγωνιστήσει στον αγώνα για «να πάρουμε τη ζωή μας στα χέρια μας». Για μας αυτό σημαίνει ρήξεις και ανατροπές με σαφές κοινωνικό και ταξικό περιεχόμενο, που ανοίγουν το δρόμο του κοινωνικού μετασχηματισμού, που εντάσσουν το πολιτικό μας σχέδιο στον αγώνα για το σοσιαλισμό, τη μόνη διέξοδο από τη δομική κρίση του καπιταλισμού. Για μια κοινωνία που θα παράγει, θα καταναλώνει και θα οργανώνεται με βάση τις κοινωνικές ανάγκες και την ισόρροπη σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση, με κοινωνικοποιημένα μέσα παραγωγής, όπου την εξουσία θα ασκεί η μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων και των αυτοοργανωμένων πολιτών.
Ο δρόμος έχει ανοίξει. Ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει το αποφασιστικό βήμα. Οργανώνεται, συσπειρώνει τις δυνάμεις του, βλέπει τον εχθρό μπροστά του και απαντά με τις δικές του απελευθερωτικές ιδέες, με το δικό του πολιτικό σχέδιο ρήξης και ανατροπής, απαντά με την αλληλεγγύη, της αυτοοργάνωση, την αξιοπρέπεια. Απαντά με τις δικές του εναλλακτικές προτάσεις, με την πολιτική και κινηματική του δράση.
Όλοι και όλες μαζί, μπορούμε να νικήσουμε!
Δεν είμαστε μόνοι μας
Στην πορεία προς τη συνδιάσκεψη, αλλά και προς το 1ο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, οι δυνάμεις της ΑΝΑΣΑ δεν είναι μόνες τους. Όλο και περισσότεροι σύντροφοι και συντρόφισσες, ενταγμένοι σε άλλες συλλογικότητες ή ανένταχτοι, έχουν παρόμοιους προβληματισμούς, παρόμοιες αγωνίες, παρόμοιους στόχους. Είναι το αποτέλεσμα μιας πραγματικής επαφής και ώσμωσης. Ισχυριζόμαστε ότι παρά τις αντιφάσεις και τα προβλήματα, υπάρχει σήμερα η δυνατότητα να εμπεδωθεί και να εμβαθυνθεί η «ταυτότητα ΣΥΡΙΖΑ». Συνεπώς, στην πορεία για το ενιαίο κόμμα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς δεν θα κινηθούμε μόνοι μας.
Με τον πιο ανοιχτό τρόπο, με τον πιο δημόσιο, μακριά από λογικές μηχανισμών και κλειστών διαδικασιών, θα επιδιώξουμε τη συνάντηση με όσες και όσους θέλουν:
* ΣΥΡΙΖΑ κόμμα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς και όχι «δημοκρατική παράταξη της Αριστεράς» σοσιαλδημοκρατικού τύπου.
* ΣΥΡΙΖΑ του κριτικού μαρξισμού, αριστερό, κινηματικό και ριζοσπαστικό.
* ΣΥΡΙΖΑ, που ενώ θα αναγνωρίζει την κεντρικότητα της αντίθεσης κεφαλαίου - εργασίας, δεν θα υποτιμά τις πολλαπλές κοινωνικές αντιθέσεις και τη σημασία κινημάτων όπως το φεμινιστικό, το οικολογικό, το αντιρατσιστικό και αντιφασιστικό κ.λπ.
* ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο για τις ανάγκες του αγώνα κατά του μνημονίου, αλλά και για το αύριο, για την προοπτική του σοσιαλισμού και της αταξικής κοινωνίας.
* ΣΥΡΙΖΑ με βαθιές ρίζες στην κοινωνία, με στέρεες σχέσεις με τους μισθωτούς, τους συνταξιούχους, τους άνεργους, τους αυτοαπασχολούμενους, τη νεολαία, τις γυναίκες, τους μετανάστες και τις μετανάστριες, με όσες και όσους πλήττονται από τη μνημονιακή, νεοφιλελεύθερη και συντηρητική πολιτική σε όλα τα επίπεδα.
* ΣΥΡΙΖΑ που θα προωθεί στην πράξη την αυτοοργάνωση και την αλληλεγγύη. Που θα αντιμάχεται αξιακά, ιδεολογικά και πολιτικά τη φασιστική απειλή, τις συμμορίες των νεοναζιστών και θα προβάλλει τις ιδέες της συλλογικότητας, της αξιοπρέπειας, της αποδοχής του διαφορετικού.
* ΣΥΡΙΖΑ με σαφείς σχέσεις με τα ευρωπαϊκά κινήματα, παραδοσιακά και νέα, με την ευρωπαϊκή αριστερά, στην κατεύθυνση της ανατροπής της σημερινής δομής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην κατεύθυνση μιας ριζικά άλλης Ευρώπης, της Ευρώπης των λαών, των εργαζομένων, της ειρήνης, του πολιτισμού, της ανεκτικότητας, του σοσιαλισμού.
Ένας ΣΥΡΙΖΑ με τέτοια φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά δεν μπορεί παρά να είναι δημοκρατικός και πλουραλιστικός:
* Με πολιτικές τάσεις και ιδεολογικά ρεύματα.
* Με πραγματικά μέλη -και όχι «οπαδούς» και ψηφοφόρους- που θα συμμετέχουν ενεργά στις οργανώσεις του, ώστε να εξασφαλίζεται η ζωντανή εσωτερική λειτουργία, η συλλογικότητα, η εξωστρεφής δράση και η κοινωνική γείωση.
* Με συλλογικά όργανα, σε όλα τα επίπεδα, από τη «βάση» ως την «κορυφή», λειτουργικά και πραγματικά αποφασιστικά και όχι «συμβουλευτικού» χαρακτήρα.
* Με εφαρμογή της ανακλητότητας και του περιορισμένου αριθμού θητειών (Βουλή, Ευρωβουλή και συλλογικά όργανα).
* Με ενιαία έκφραση των πολιτικών του απόψεων από τα στελέχη που τον εκπροσωπούν και εκφωνούν τις θέσεις του, αλλά και με πλήρη ελευθερία διατύπωσης, διακίνησης και ζύμωσης όλων των διαφορετικών απόψεων μελών, ρευμάτων κ.λπ.
* Με δυνατότητα οριζόντιας επικοινωνίας τόσο των ρευμάτων και απόψεων όσο και των οργανώσεών του.
Εμείς, ανένταχτοι και ανένταχτες του ΣΥΡΙΖΑ, ΑΚΟΑ, Κόκκινο, Ρόζα, Οικοσοσιαλιστές, δυνάμεις που προερχόμαστε από τα ιστορικά ρεύματα του ανανεωτικού, αλλά και του ελευθεριακού κομμουνισμού, της αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής Αριστεράς, της αυτονομίας, των νέων κοινωνικών κινημάτων, θα επιμείνουμε στην υπόθεση της κοινής δράσης, της ενότητας και της ηγεμονίας των ιδεών της Αριστεράς.
   
ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΔΗΚΚΙ - ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗΣ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ

Τετάρτη, 28 Νοέμβριος 2012 12:08
Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ εκτινάχτηκε επάξια από το 4,6% στο 27% και έγινε αξιωματική αντιπολίτευση, διότι υπήρξε ο μόνος συνεπής και σταθερός αντιμνημονιακός πολιτικός φορέας απ΄ την πρώτη ημέρα της εφαρμογής του νεοφιλελεύθερου «δόγματος του σοκ» και της ιμπεριαλιστικής ξένης κατοχής στη χώρα.
Δεν έκοψε το νήμα της πρωτιάς και δεν πέτυχε μεγαλύτερης τάξης ποσοστό ώστε να ανακόψει - κατά την κρίσιμη στιγμή των εκλογών του Ιουνίου - την αντιδραστική πορεία της χώρας διότι δεν πείσθηκε ο λαός απ΄ το κυβερνητικό του πρόγραμμα λόγω της αδυναμίας αποσαφήνισης των θέσεών του στα μείζονα θέματα της διαγραφής του «χρέους» και της ανάκτησης της εθνικής κυριαρχίας και κατ΄ επέκταση της αντιμετώπισης του εγκλωβισμού μας στη ζώνη της ΟΝΕ και του ΕΥΡΩ.
Σήμερα παραμένουν οι ίδιοι λόγοι για τους οποίους, παρότι έχουμε την ηγεμονία στο αντιμνημονιακό μπλοκ και στην Αριστερά, δεν καταφέραμε ακόμη να δημιουργήσουμε το μεγάλο - ισχυρό πλειοψηφικό πολιτικό ρεύμα που επιτρέπει η συγκυρία της αποσύνθεσης των δύο κύριων αστικών κομμάτων και απαιτεί η ανάγκη όρθωσης ενός «αντίπαλου δέους» απέναντι στην ιμπεριαλιστική εισβολή και κατοχή και στο ελληνικό μεγάλο κεφάλαιο το οποίο από μια 20ετία την προετοίμαζε και συνεταιρίσθηκε μαζί της και από το 2009 την προσκάλεσε και την υπηρετεί.
Εισαγωγικά θέλουμε να σημειώσουμε πως πρέπει να φαίνεται παντού στα κείμενα και στις θέσεις μας ότι το ταξικό και το πατριωτικό-δημοκρατικό αίτημα, στις συνθήκες της ωμής ιμπεριαλιστικής επέμβασης και της οικονομικής λεηλασίας τις οποίες βιώνουμε, δεν διαχωρίζονται αλλά αντίθετα αλληλοεξαρτώνται και αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Θεωρούμε ότι τα μέτρα της οικονομικής γενοκτονίας και της κατεδάφισης της εγχώριας παραγωγής που αποτολμήθηκαν την τελευταία τριετία στη χώρα θα είχαν στο μεγαλύτερο μέρους τους απόκρουσθεί εάν η ελληνική ολιγαρχία και το πολιτικό κατεστημένο του τόπου δεν είχαν πίσω τους τον οδοστρωτήρα του Γερμανικού και Βορειο-ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού και των προτύπων του Μάαστριχτ.
Επομένως στις θέσεις μας πρέπει να τίθεται η καίρια αντίθεσή μας στην Οικονομική Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) και στην ακολουθούμενη από την Ε. Ένωση πολιτική καθώς και στην γενικότερη διαδικασία Ευρωπαϊκής ενοποίησης και ομοσπονδιοποίησης που προϋποθέτει την κυριαρχία των «υπερεθνικών οργάνων» και τη κατάργηση της εθνικής κυριαρχίας - άρα και της δυνατότητας λαϊκής κυριαρχίας - που υπάρχει στην σημερινή μορφή οργάνωσής της Ευρώπης η οποία βασίζεται σε κυρίαρχα «έθνη - κράτη».
Να τονισθεί ότι η διαδικασία της Ευρωπαϊκής ενοποίησης στις σημερινές συνθήκες επικράτησης της πλασματικής - χρηματοπιστωτικής οικονομίας επάνω στην πραγματική οικονομία και την παραγωγή, στις συνθήκες της δικτατορίας των χρηματιστικών «αγορών» και του ξεσπάσματος της Μεγάλης Κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος, δεν μπορεί παρά να γεννήσει τέρατα ανάλογα του Γ΄ Ράιχ. Να προσφέρει το έδαφος για την επανεμφάνιση του φασισμού - ναζισμού. Αυτό το πείραμα, το πείραμα του ολοκληρωτικού καπιταλισμού το οποίο για να επιτύχει χρειάζεται την πολιτική μορφή ενός νέου ολοκληρωτισμού δοκιμάζεται και θα κριθεί - για λογαριασμό όλων των λαών της Ν. Ευρώπης - σήμερα στη χώρα μας.
Χρειάζεται εδώ να επισημανθεί ότι με το καθεστώς των Ειδικών Οικονομικών Ζωνών, με τον «ειδικό λογαριασμό» που αποφασίσθηκε στις 25/11ου στις Βρυξέλλες και με την εποπτεία των περιφερειών του Καλλικράτη από ομόσπονδα κρατίδια της Β. Ευρώπης που προβλέπει το έγγραφο Σόιμπλε: η Ελλάδα μαζί με την υπόλοιπη Ν. Α. Ευρώπη διαμερισματοποιούνται και διαχωρίζονται και από την υπόλοιπη Ν. Ευρώπη. Οδηγούνται στον διαμελισμό και στην απευθείας υπαγωγή στη διοίκηση των πολυεθνικών πολύ πριν γενικευθεί η σύγκρουση Βορρά - Νότου σε Ευρωπαϊκό επίπεδο πράγμα το οποίο καθιστά επείγουσα την διατύπωση μιας στρατηγικής πρότασης επανατοποθέτησης της χώρας - με νέες συμμαχίες - στο διεθνές γίγνεσθαι.
Παράλληλα - σε ιδεολογικό επίπεδο - πρέπει να διατυπωθεί ως κομβικό σημείο η θέση ότι η Παγκοσμιοποίηση δεν αποτελεί μια πολιτικά ουδέτερη διαδικασία διεθνοποίησης της οικονομίας. Πολύ περισσότερο, δεν έχει καμία απολύτως σχέση και δεν προάγει την υπόθεση του Διεθνισμού και της αλληλεγγύης των λαών.
Αντίθετα, εκπορεύεται από το νεοφιλελεύθερο δόγμα: «Δεν υπάρχει κοινωνία, μόνο άτομα» και έχει επιλεγεί ως μοναδική εφικτή διέξοδος και «λύση» στην Μεγάλη Κρίση του καπιταλιστικού συστήματος η οποία από το 2008 ακολουθεί μια μη αντιστρεπτή πορεία, και για τούτο τοποθετείται στον αντίποδα του πραγματικού Διεθνισμού. Στην ουσία, η Παγκοσμιοποίηση αντικαθιστά το διεθνές δίκαιο και το εργατικό δίκαιο με το «δίκαιο του ισχυρού» και αποτελεί την ιδεολογική βάση ενός σύγχρονου, συγκαλυμμένου νέου ολοκληρωτισμού και φασισμού.
Ολοκληρωτισμού και φασισμού ο οποίος δεν παρουσιάζεται πλέον με στραταρχικές ράβδους και εμβλήματα και μπορεί, σε αντίθεση με το παρελθόν, να υιοθετεί την πολυπολιτισμικότητα, αλλά μαζί με τη διάρρηξη των γεωπολιτικών και των οικονομικών συνόρων και την απόρριψη των εθνών - κρατών απορρίπτει την εργασία ως αξία και το κοινωνικό κράτος ως θεσμό. Μαζί με την απόρριψη της συλλογικότητας του έθνους απορρίπτει και κάθε συλλογικότητα «των κάτω» και σαρώνει τη μια μετά την άλλη όλες τις θεμελιώδεις κατακτήσεις (από τις συλλογικές συμβάσεις, έως τα προσωπικά δεδομένα και το τεκμήριο της αθωότητας) που κερδήθηκαν στην διαδρομή ενός και πλέον αιώνα.
Ολοκληρωτισμού, ο οποίος, πρέπει να επισημανθεί στις θέσεις μας ότι στην χώρα μας εκφράζεται πρωτίστως από τις τρόικες «εξωτερικού» (ΗΠΑ - Έ. Ένωση) και «εσωτερικού» (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ) και συνολικά από το καθεστώς του νεοφιλελευθερισμού και της ξένης κατοχής του οποίου η συμμορία της Χρυσής Αυγής δεν αποτελεί παρά την προέκταση και τα «τάγματα εφόδου» που προορίζονται να αντιμετωπίσουν την παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα την κρίσιμη στιγμή.
Ολοκληρωτισμού ο οποίος λόγω της κατάλυσης νευραλγικών πολιτικών δικαιωμάτων όπως του «συναθροίζεσθε» κ.ά. που συνδέονται με την συνταγματική αρχή της λαϊκής κυριαρχίας αλλάζει δραματικά τις συνθήκες προσθέτοντας νέες παραμέτρους και απαιτήσεις στον αγώνα μας.
Απαιτεί, για την επιτυχή αντιμετώπισή του, τον επαναπροσανατολισμό μας με κατεύθυνση την δημοκρατική αυτο-οργάνωση «των κάτω» από το επίπεδο της άλληλεγγύης στη γειτονιά και συνοικία έως το επίπεδο μιας - με βάση το άρθρο 120 του συντάγματος - της Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης για μια ριζική - καθεστωτική ανατροπή και νέα εξουσία.
Απαιτεί, για την επιτυχή αντιμετώπισή του, την κοινωνική και πολιτική συμμαχία, όχι μόνο των δυνάμεων της Αριστεράς αλλά όλων όσων ενδιαφέρονται να ανατρέψουν το νεοφιλελεύθερο-νεοταξικό καθεστώς χωρίς ταλαντεύσεις, συμβιβασμούς, χρεοκοπημένες σοσιαλδημοκρατικές εναλλαγές, ή υποχωρήσεις στα πολιτικά προστάγματα της Ε. Ένωσης και του Δ.Ν.Τ. Απαιτεί ένα νέο, ασυμβίβαστο αυτή την φορά, ΕΑΜ. Απαιτεί τη κήρυξη ενός νέου, ανυποθήκευτου αυτή την φορά, Ανένδοτου Αγώνα ικανού να συνεγείρει τον λαό σε Εξέγερση μέχρι τη νέα εξουσία και τη νίκη.
Με βάση τα προηγούμενα θα τονίσουμε επιλεκτικά και με ειδικότερο τρόπο τα εξής:  
1) Αντίσταση στη λαίλαπα και το καθεστώς των αγορών. Αντίσταση στην διάρρηξη των συνόρων, οικονομικών ή γεωπολιτικών, στην διάλυση των εθνών - κρατών και στην εξόντωση του κόσμου της εργασίας που προωθούν με την μορφή και της Παγκοσμιοποίησης και της ιμπεριαλιστικής Νέας Τάξης πραγμάτων, με οικονομικές ή στρατιωτικές μεθόδους, από το τέλος του «ψυχρού πολέμου» το 1990 οι μητροπόλεις της Δύσης και ο  Ευρωατλαντισμός. 
Επανατοποθέτηση της Ελλάδας στην διεθνή σκηνή με την αξιοποίηση των σπουδαίων γεωπολιτικών πλεονεκτημάτων που μας προσφέρει η θέση της χώρας και η πορεία των διεθνών πραγμάτων προς έναν πολυπολικό κόσμο, καθώς και των εδαφο-κλιματολογικών και άλλων συγκριτικών πλεονεκτημάτων της.
Πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική και τέλος το «ανήκουμε στη Δύση», δημιουργία συμμαχιών με χώρες όπως η Ρωσία, η Κίνα κ.ά. χώρες του λεγόμενου BRIC στην βάση της ισοτιμίας, του αμοιβαίου οφέλους και της προάσπισης της εθνικής ανεξαρτησίας και της ειρήνης. Επανάκτηση, μέσω της νέας πολιτικής των συμμαχιών, της πιστοληπτικής - δανειοληπτικής ικανότητας της χώρας με πολιτικές πρωτοβουλίες και βήματα ανάλογα με αυτά που έκανε η Κυπριακή Δημοκρατία.
Ανάληψη πρωτοβουλιών με την συνδρομή και του προηγούμενου πλαισίου συμμαχιών (και όχι με συμμαχίες παγίδες τύπου Ελλάδας - Ισραήλ) για το μείζον θέμα της αξιοποίησης του σημαντικού ορυκτού μας πλούτου με προτεραιότητα τις διπλωματικές πρωτοβουλίες για την αξιοποίηση των δυνατοτήτων που παρέχει στη χώρα η διεθνής νομοθεσία και πρακτική στο θέμα της Α.Ο.Ζ. Διακοπή του λεγόμενου Ελληνοτουρκικού διαλόγου που ξεκίνησε, καθ΄ υπόδειξη των ΗΠΑ, από τις κυβερνήσεις Σημίτη - Παπανδρέου επάνω σε απαράδεκτες διεκδικήσεις του σοβινιστικού καθεστώτος της Άγκυρας με σκοπό την ρευστοποίηση των Ανατολικών μας συνόρων και την παράδοσή του Αιγαίου στους πολυεθνικούς κολοσσούς των πετρελαιοειδών.
Απαιτείται, για μια νέα διεθνή θέση της Ελλάδας, η αποδέσμευσή της από τη «νέα δομή του ΝΑΤΟ» που εγκυμονεί μόνιμους κινδύνους εμπλοκής σε πολεμικές αναφλέξεις στην περιοχή (Συρία, Ιράν, κ.ά.) και προωθεί συστηματικά την διχοτόμηση του Αιγαίου και της ζώνης Κύπρος - Αιγαίο - Θράκη σύμφωνα με τις απαιτήσεις των ΗΠΑ - Ε. Ένωσης και τις συμφωνίες της Μαδρίτης και του Ελσίνκι, που υπέγραψαν για λογαριασμό της ελληνικής ολιγαρχίας το 1998 και 1999 οι Σημίτης - Παπανδρέου. Απαιτείται διακοπή της συμμετοχής της χώρας στις πολεμικές επεμβάσεις που διενεργούν οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ στην Κεντρική Ασία και αλλού.
2) Απαιτείται πολιτική βούληση υπεράσπισης της εδαφικής ακεραιότητας, της οικονομικής υπόστασης, της οντότητας και της συνέχειάς μας ως χώρας, η οποίες με τις παραπάνω συμφωνίες και με την αποδοχή της φιλοσοφίας του σχεδίου Ανάν - που ουσιαστικά απετέλεσε το πρώτο Μνημόνιο - έχει εκχωρηθεί πολύ πριν το Μνημόνιο Παπανδρέου ως αντάλλαγμα για τη συμμετοχή της ελληνικής άρχουσας τάξης και του “πολιτικού κόσμου” της μεταπολίτευσης στο μεγάλο deal της Παγκοσμιοποίησης.
Θεωρούμε εδώ κρίσιμο σημείο την  καλύτερη αποσαφήνιση και την ξεκάθαρη θέση του ΣΥΡΙΖΑ στο καθοριστικό ζήτημα της ακύρωσης των Μνημονίων, της διαγραφής του «χρέους» και της καταγγελίας των δανειακών συμβάσεων η οποία κατά την γνώμη μας δεν πρέπει να συνοδεύεται και να συγχέεται με κανενός είδους προτάσεις επαναδιαπραγμάτευσης οι οποίες άλλωστε δεν είναι ρεαλιστικές, δεν πείθουν και επιπλέον δημιουργούν σύγχυση στον λαό.
Ιδιαίτερα για το «χρέος», η πρότασή μας πρέπει να είναι η στάση πληρωμής και σ΄αυτό το χρονικό διάστημα να αποφανθεί ανεξάρτητη διεθνής οικονομική ελεγκτική επιτροπή για πόσο πραγματικά «χρέος» οφείλουμε, το οποίο -με γνώμονα πάντα τις ρυθμίσεις που έγιναν και σε άλλες χώρες που συγκρούσθηκαν και διέγραψαν το χρέος- θα ρυθμίσουμε.
3) Κυρίως όμως δεν είναι δυνατόν να μιλάμε για ακύρωση των μνημονίων, για καταγγελία των δανειακών συμβάσεων και διαγραφή του χρέους και την ίδια ώρα να παραμένουμε στην ΟΝΕ, η οποία δεσμεύει την χώρα αφαιρώντας της κάθε δυνατότητα άσκησης οικονομικής πολιτικής (νομισματική πολιτική, δημόσιες επενδύσεις, δημοσιονομική πολιτική κ.ά.) πέραν του σκληρού νεοφιλελευθερισμού και της παράδοσης του πλούτου της.
Το ΔΗΚΚΙ από το 2008 με δημόσιες τοποθετήσεις του θέτει το ζήτημα του ΕΥΡΩ, το οποίο αποτελεί μια από τις κύριες αιτίες που οδηγηθήκαμε εδώ. Ιδιαίτερα σήμερα σε μια πρόταση αναστροφής της πορείας της χώρας που καλούμαστε να διατυπώσουμε δεν μπορούμε να μην πάρουμε υπόψη μας την μεγάλη ανάγκη ανάκτησης της δυνατότητας για νομισματική ρευστότητα χωρίς την οποία τα περιθώρια μιας προοδευτικής κυβέρνησης είναι δραματικά μειωμένα. Επομένως θεωρούμε ότι υπάρχει ανάγκη θέσπισης εθνικού νομίσματος.  Το ελάχιστο όμως που θεωρούμε ότι πρέπει να συμπεριληφθεί στη διακήρυξη είναι η κριτική στο ευρώ και στην Ευρωζώνη, κρατώντας την θέση «καμιά θυσία για το ΕΥΡΩ» και την πρόταση θέσπισης εθνικού νομίσματος ως «σχέδιο Β΄» (PLAN B’).
Θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε στις θέσεις μας ότι το ευρώ συνέβαλε στην αύξηση του Δημόσιου χρέους μέσω των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, τα οποία αυξήθηκαν από τα ελλείμματα του εμπορικού ισοζυγίου, λόγω έλλειψης ανταγωνιστικότητας και λόγω διάλυσης της παραγωγικής βάσης της χώρας μας.  Επιδίωξή μας όσο παραμένουμε στο ευρώ, πρέπει να είναι η διεκδίκηση να επιστρέφονται τα πλεονάσματα που κερδίζει από το ευρώ ο Ευρωπαϊκός Βορράς.
4) Χρειάζεται τέλος μεγαλύτερη αποσαφήνιση στο καίρια θέματα της εθνικοποίησης των τραπεζών και των ΔΕΚΟ και ιδίως της άμεσης ανακατανομής του εθνικού εισοδήματος σε όφελος των λαϊκών στρωμάτων η οποία δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί αν δεν μιλήσουμε ευθέως για φορολόγηση του μεγάλου κεφαλαίου και πολύ συγκεκριμένα για εξωλογιστικό προσδιορισμό του φόρου των μεγάλων επιχειρήσεων, διότι μόνο έτσι η φορολόγηση του πλούτου μπορεί να αποκτήσει μια υπόσταση.
5) Μεταναστευτικό: Η χώρα μας αποτελεί μια απ΄ τις κύριες πύλες εισόδου εκατομμυρίων οικονομικών μεταναστών στη Δύση οι οποίοι παραμένουν και «λιμνάζουν» εδώ λόγω της συνθήκης Δουβλίνου ΙΙ, η οποία πρέπει να αλλάξει με μονομερή καταγγελία από μέρους μας, αλλά και της Σένγκεν την εφαρμογή της οποίας πρέπει επίσης στο συγκεκριμένο θέμα να αναστείλουμε.
Η μετατροπή της χώρας σε αποθήκη λιμνάζοντος μεταναστευτικού πληθυσμού δεν γίνεται τυχαία και - όπως καταδεικνύουν οι δύο προηγούμενες συνθήκες - έχει πολιτικές αιτίες.
Η Ελλάδα δεν έχει τις υποδομές να αντιμετωπίσει την φτώχεια και την πείνα λαών, δισεκατομμυρίων πληθυσμών. Παρά την ραγδαία επιδείνωση της οικονομικής της θέσης η εισροή μεταναστευτικού πληθυσμού και το μεταναστευτικό πρόβλημα παραμένουν και διογκώνονται και θα χρησιμοποιηθούν - με τον έναν ή τον άλλο τρόπο - για την ανάσχεση μιας πορείας προοδευτικής διεξόδου για τον τόπο.
Η Αριστερά ποτέ δεν είχε ως πρότασή της την μετανάστευση. Το ίδιο πρέπει να κάνουμε και εμείς σήμερα. Να ξεχωρίσουμε την μετανάστευση από τον μετανάστη. Πρέπει να είμαστε ενάντια στην μετανάστευση και να το λέμε όσο πιο δυνατά γίνεται. Να κάνουμε ότι είναι δυνατόν για να σταματήσει, αλλά τον μετανάστη να τον αντιμετωπίσουμε ανθρώπινα και πολιτισμένα. Να τεθεί μια οροφή μεταναστευτικού πληθυσμού. Να εξετάσουμε πως μπορεί ένα ποσοστό να παραμείνει και να απορροφηθεί σε εργασίες που έχουμε ανάγκη, στους δε υπόλοιπους πρέπει να τους εξηγήσουμε ότι πρέπει να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, εκτός των πραγματικών πολιτικών προσφύγων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου